ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ
ΓΙΩΡΓΟΥ Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
ΑΘΗΝΑ, 14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019
Λίγες μέρες πριν από την ψήφιση του προϋπολογισμού στη Βουλή, είναι πολύ χρήσιμο που συναντιόμαστε. Είναι απαραίτητη η συζήτησή μας για τις τελευταίες εξελίξεις στα εθνικά θέματα.
Κάνω τη σύνδεση, όχι γιατί σκοπεύω να αναπτύξω σήμερα θέματα που αφορούν την οικονομία ή τη δημόσια διοίκηση και άλλους τομείς της δημόσιας ζωής, αλλά γιατί θέλω να υπενθυμίσω ότι αυτό που κάνει την Ελλάδα ισχυρή, είναι πρώτα από όλα η δυνατότητά της να μπορεί να σταθεί στα πόδια της.
Να μπορεί να βασίζεται στις δικές της δυνάμεις.
Και για να το καταφέρει αυτό, απαιτείται να κινητοποιεί δυνάμεις και να δημιουργεί κοινωνικές συμμαχίες για την πρόοδο, την αλλαγή αλλά και την αντιμετώπιση πιθανών κρίσεων.
Μη ξεχνάμε τι έγινε τα τελευταία χρόνια με ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας, η οποία εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία δημοκρατικών θεσμών ή ακόμα και τους υπονόμευσε, ώστε να μπορέσει να κυβερνήσει με αδιαφάνεια, με απερίσκεπτες πελατειακές επιλογές που όπως είδαμε και βιώσαμε, οδηγούν σε καταστροφικές ατραπούς και αχρείαστες θυσίες για τον Ελληνικό λαό.
Πως αλλιώς να χαρακτηρίσουμε για παράδειγμα το γεγονός ότι, το 2009 απέκρυψαν και αλλοίωσαν βασικά στατιστικά στοιχεία της χώρας για να εξαπατήσουν την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Οφείλουμε με το λόγο μας, τις πολιτικές μας, τις παρεμβάσεις και τις πρωτοβουλίες μας, και βέβαια, με τη δυναμική κοινοβουλευτική παρουσία μας, να μην τους επιτρέψουμε να ξανακάνουν τα ίδια – ποτέ και για οποιονδήποτε λόγο.
Και το τονίζω εξ’ αρχής, γιατί ένας κρίσιμος παράγοντας ισχύος της χώρας, είναι το πολιτικό σύστημα.
Πολιτικό σύστημα που πρέπει να αποστεί επιτέλους, πελατειακών αντιλήψεων, πολιτικών και επιλογών.
Να υπερασπιστεί λόγω και έργω, την αυτονομία της πολιτικής και την ισχύ του δικαίου – όχι το δίκιο του ισχυρού.
Κράτος δικαίου και κοινωνική δικαιοσύνη, θεσμοί που λειτουργούν δημοκρατικά, που εμπεδώνουν την κοινωνική συνοχή, που συμβάλουν στην συμμετοχή του πολίτη και τη διαβούλευση αντί της αυθαίρετης επιβολής, μαζί και η παιδεία, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων – είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για μια δημοκρατία που θέλει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις και να πορευτεί με αξιοπρέπεια στο μέλλον.
Οι αρχές αυτές αποτελούν και παράδοση του Ελληνισμού από την αρχαιότητα, μια φιλοσοφική και πολιτική αντίληψη, ακρογωνιαίο λίθο κάθε δημοκρατικής πολιτείας.
Είναι οι αρχές που σηματοδοτούν τον αγώνα και της δική μας παράταξης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παράταξή μας στάθηκε πάντα με υπευθυνότητα και πατριωτισμό μπροστά στις εθνικές κρίσεις και πάντα παλεύοντας για το δίκιο της Ελλάδας επιζητούσε διάλογο και ευρύτερες συναινέσεις.
Η μεγάλη οικονομική κρίση που χτύπησε την πόρτα μας, ήταν ένας ανελέητος πόλεμος των αγορών απέναντι σε μια πολιτεία ανοχύρωτη και μια Ευρώπη αμήχανη.
Στον αντίποδα,
Η τότε αντιπολίτευση, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, επέδειξαν συμπεριφορά οπορτουνισμού, όταν σηκώναμε μόνοι το βάρος της μεγαλύτερης μεταπολιτευτικής κρίσης της χώρας.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και τώρα και στο μέλλον, η παράταξή μας θα σταθεί πάλι στο ύψος των περιστάσεων εάν υπάρξει εθνική ανάγκη.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η Ελλάδα μπαίνει στο 2020, έχοντας να αντιμετωπίσει πολλές και μεγάλες προκλήσεις.
Και οι προκλήσεις είναι και μεγάλες αλλά και με διάσταση παγκόσμια.
Η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση, είναι η κλιματική κρίση που θέτει όλους μας ενώπιον των ευθυνών μας, μεγάλων ευθυνών για τον πλανήτη και τις επόμενες γενιές, αλλά και για τη δύσκολη μετάβαση σε ένα νέο και εν πολλοίς άγνωστο ενεργειακό μείγμα, ανανεώσιμων πηγών.
Μαζί της επελαύνουν οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις.
Τεχνολογίες για τις οποίες εικάζουμε τις επιπτώσεις τους, αλλά και εδώ ουδείς μπορεί με σαφήνεια να προβλέψει.
Η τεχνητή νοημοσύνη και η τεχνολογία 5G, θα μας περιβάλλουν στην κάθε μας κίνηση, στην ιδιωτική ή κοινωνική φάση της ζωής μας, από τις συσκευές του σπιτιού μας, μέχρι τα ζωτικά δίκτυα για την λειτουργία της οικονομίας – την ενέργεια, το νερό, τα αυτοκίνητα, τα νοσοκομεία.
Η ρομποτική και οι μηχανισμοί αυτοματισμού θα αλλάξουν ριζικά το τοπίο της εργασίας, η ταχύτητα αλλά και ο όγκος πληροφόρησης που θα παραχθεί, τα big data, θα επιτρέπουν να παρακολουθούνται, να αναλύονται, να αξιοποιούνται τα πάντα, κάθε δεδομένο της ζωής μας.
Η βιοτεχνολογία θα μας δώσει δυνάμεις σχεδόν θεϊκές για την μετάλλαξη της φύσης του ανθρώπου.
Αυτές οι αλλαγές έχουν ήδη σημαντικές επιπτώσεις στις κοινωνίες μας, όπως στην ταχύτητα μεταφοράς του κεφαλαίου των καπιταλιστών που εύκολα μπορούν να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους. Για παράδειγμα, τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του κοινωνικού συμβολαίου που υιοθετήθηκε μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, με πρωτοβουλία του σοσιαλιστικού κινήματος, κοινωνικού συμβολαίου που που αντιμετώπισε αδικίες και ανισότητες και διατήρησε για δεκαετίες την κοινωνική συνοχή.
Υπάρχουν και άλλες σημαντικές επιπτώσεις,
Η παραγωγή παραπληροφόρησης αλλά και η βαθύτατη επιρροή της στα δημοκρατικά μας συστήματα, οι πιθανές νέες ασθένειες και πανδημίες ακόμα και οι τεχνικοί ιοί, που θα διατρέξουν την υφήλιο με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Η βέβαιη αύξηση του προσφυγικού ρεύματος, λόγω της καταστροφής που φέρνει η κλιματική κρίση, αλλά και οι αδικίες και οι ανισότητες σε τόσες οικονομίες ανά τον κόσμο.
Και βέβαια, η παγκόσμια οικονομία ευνόησε φτωχότερα κράτη που είχαν όμως την πρόνοια να σχεδιάσουν σοφά και μακροχρόνια, όπως έκανε η Κίνα.
Και αυτό έχει αλλάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες όπου ο ανταγωνισμός, τουλάχιστον Κίνας – ΗΠΑ επηρεάζει άμεσα τις οικονομίες μας και τις αναδυόμενες νέες συμμαχίες.
Θα με ρωτήσετε, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κρίση που αντιμετωπίζουμε με τον γείτονά μας; Τα εθνικά μας θέματα;
Και όμως έχουν.
Γιατί προβάλλουν δύο δρόμοι για την αντιμετώπιση και διαχείριση αυτών των πρωτόγνωρων για την ανθρωπότητα φαινομένων.
Ο πρώτος δρόμος βασίζεται στο φόβο. Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, η ανασφάλεια των επερχόμενων τεχνολογικών, οικολογικών και οικονομικών αλλαγών, η αίσθηση – δικαιολογημένη – ότι κάπου χάνουμε τον έλεγχο της ζωής μας – αποτελούν έδαφος εύφορο για την καλλιέργεια φόβου από δημαγωγούς πολιτικούς.
Οι λύσεις που προτείνονται είναι να κτίσουμε τείχη, να ρίξουμε την ευθύνη σε αποδιοπομπαίους τράγους (κάποιοι άλλοι, συνήθως φουκαράδες μας φταίνε), να απομονωθούμε – όπως συμβαίνει με το Μπρέξιτ.
Απατηλό το όνειρο ότι η φυγή της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ, θα λύσει τα προβλήματα της ανισότητας στην Αγγλία, της κλιματικής κρίσης, ή του προσφυγικού.
Είναι λύση απατηλή, που αναζητά τον μεσσία, τον πατερούλη, τον αυταρχικό, δήθεν ισχυρό ηγέτη, που με την πυγμή του θα κατατροπώσει κάθε κακό για τον λαό και το έθνος!
Μια αντίληψη που οδηγεί νομοτελειακά στην επάνοδο του φασισμού στις κοινωνίες μας.
Διχάζουν, διαιρούν, πολώνουν, προς όφελος του δήθεν ισχυρού ηγέτη και συγκεκριμένων συμφερόντων.
Αποτελούν απατηλές αδιέξοδες λύσεις.
Εργαλειοποιούν τα προβλήματα, όπως το προσφυγικό, για πολιτικό όφελος.
Όπως κάνει ο Πρόεδρος της Τουρκίας, εκβιάζοντας την ΕΕ.
Εμπεδώνουν έτσι, μια καταστροφική αντίληψη για τα διεθνή ζητήματα: το δίκαιο του ισχυρού.
Αυτό υπονομεύει την διεθνή ειρήνη, την καλή γειτονία, θεσμούς όπως τον ΟΗΕ και μαζί το διεθνές δίκαιο.
Για μας, ο άλλος δρόμος βασίζεται σε αρχές. Στη δικαιοσύνη, στην υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στη δημοκρατία.
Αυτές αποτελούν την ισχύ μας.
Είτε είναι η μετάβαση σε μια νέα πράσινη ανάπτυξη, είτε είναι η χρήση των νέων τεχνολογιών, από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τα ρομπότ, είτε είναι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, απαιτούμε, εμείς οι προοδευτικοί, όλα αυτά να προσεγγίζονται και να ρυθμίζονται όπου χρειάζεται, με αρχές.
Πρώτα από όλα, να ελέγχονται δημοκρατικά, θεσμικά και να μην αποτελούν πηγές συγκέντρωσης εξουσίας και αυθαιρεσίας.
Δεύτερον, να υπάρχει δικαιοσύνη, στη διανομή και αναδιανομή του πλούτου που παράγεται μέσω ενός πράσινου κοινωνικού συμβολαίου,
Τρίτον, να διασφαλίζεται η συμμετοχή των πολιτών, με πολίτες ενημερωμένους, που διαβουλεύονται, με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και της προσφυγιάς, και τέλος,
Να εμπεδώνεται η συνεργασία και όχι η σύγκρουση λαών και πολιτών.
Η Ελλάδα, η Ελλάδα του 2021 και μετά, η Ελλάδα του συμβολισμού της δημοκρατίας, πρέπει να πρωτοστατήσει θέτοντας επί τάπητος τα παγκόσμια διλήμματα.
Διλήμματα ακόμα και ηθικής φύσης, αφού μιλάμε για την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Αυτός, θα πρέπει να είναι και ο πυρήνας ενός νέου πατριωτισμού.
Που θα αναδείξει την Ελλάδα διεθνώς.
Που θα διασφαλίσει ότι η Ελλάδα προχωρά προς το μέλλον πρωτοπόρα αλλά και βασιζόμενη στα δικά της πόδια, στις δικές της δυνάμεις.
Αυτές οι αρχές και οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες, θα ενισχύσουν τη φωνή μας στην γειτονιά μας, στην ΕΕ και διεθνώς, όπως συνέβη όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου πάλευε κατά της εξάπλωσης των πυρηνικών με την Πρωτοβουλία των έξι .
Για μας τους σοσιαλιστές, αλλά πιστεύω για το μέλλον της Ελλάδας, αυτές οι αρχές πρέπει να μας καθοδηγούν όταν αντιμετωπίζουμε τις μεγάλες προκλήσεις,
της ανάκαμψης της οικονομίας,
της ενίσχυσης της απασχόλησης,
της αντιμετώπισης των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης,
του σχεδιασμού ενός προγράμματος ενεργειακής μετάβασης και ενός νέου πράσινου μοντέλου παραγωγής,
της διαχείρισης του προσφυγικού,
της αντιμετώπιση της κλιμακούμενης επιθετικότητας της Τουρκίας.
Φίλες και φίλοι,
Είμαστε παράταξη με παράδοση, θέσεις και έργο, πατριωτικό, υπέρ του διεθνούς δικαίου και της ειρηνικής επίλυσης κάθε πιθανού ζητήματος που μπορεί να προκύψει με γειτονικά κράτη ή και γενικότερα στην παγκόσμια σκηνή.
Το συμφέρον της χώρας μας είναι η σταθερότητα, είναι η ειρήνη, είναι η καλή γειτονία.
Αυτές οι αρχές αποτελούν και τον ακρογωνιαίο λίθο της ΕΕ.
Οι αρχές αυτές τονίζουν ότι η σταθερότητα και η ειρήνη, εξασφαλίζονται με τον σεβασμό των συνόρων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε κράτους.
Αυτές οι αρχές είναι αδιαμφισβήτητες για εμάς.
Και είμαστε η παράταξη που βασισμένη σε αυτές τις αρχές διαμορφώσαμε συστηματική και μακρποπρόθεσμη στρατηγική για την εξωτερική μας πολιτική και διεθνή παρουσία.
Για το λόγο αυτό και οι διπλωματικές μας αρχές όπως και η αμυντική μας πολιτική, ταυτίζονται και προασπίζουν τις αρχές αυτές.
Με τους γείτονες είμαστε οι πρώτοι που επιζητούμε διάλογο.
Όμως διάλογος, δεν σημαίνει εκπτώσεις σε αυτές τις αρχές.
Δεν είμαστε εμείς οι επιτιθέμενοι, αλλά η προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, η προάσπιση των συνόρων μας και της εδαφικής ακεραιότητας μας, είναι ζωτικής σημασίας ζητήματα για εμάς.
Και αποτελούν κόκκινες γραμμές.
Κόκκινες γραμμές, που θα πρέπει, αν παραβιαστούν από την γείτονα χώρα, να έχουν και την αρμόζουσα διπλωματική αλλά και αμυντική απάντηση.
Αυτό το λέω εγώ, που ξέρετε πόσο έχω πασχίσει για μια νέα σχέση Ελλάδας – Τουρκίας, φιλίας και ειρήνης.
Αυτήν τη θέση έχει η παράταξή μας υπηρετήσει διαχρονικά.
Και σε αυτήν τη θέση χρειάζεται να υπάρξει εθνική ομοψυχία.
Σας μιλώ και από την εμπειρία μου.
Ως αρχηγός της ελληνικής διπλωματίας, ως ΥΠΕΞ, είχα κάθε λόγο να έχω διάλογο με την γείτονα Τουρκία.
Αλλά ήξερα ότι και οι πλάτες μου είναι καλυμμένες γιατί η Ελλάδα έχει και ισχυρή άμυνα.
Και αυτό τόνιζα και τονίζω πάντα, με κάθε ειλικρίνεια, όταν μιλώ με αρμόδιους της Τουρκίας.
Όπως και πρέπει, από την σημερινή κυβέρνηση, αυτή η θέση να τονίζεται πρώτα απ´ όλα προς τη γείτονα χώρα Τουρκία, με καθαρό και ειλικρινή τρόπο.
Δεύτερον, θα πρέπει αυτή μας η θέση να αποτελεί το ρεφρέν, σε όλα τα ανάλογα φόρα στα οποία συμμετέχουμε – στην ΕΕ, τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, τις διασκέψεις για την Μεσόγειο, κλπ.
Περιμένουμε, απαιτούμε, την αλληλεγγύη του ΝΑΤΟ για τις αρχές αυτές.
Ξέρουμε όμως και από το παρελθόν ότι, το ΝΑΤΟ νίπτει τα χείρας του και ζητά «να τα βρούμε», ταυτίζοντας δυστυχώς τον θύτη με το θύμα των προκλήσεων και παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Αυτή ήταν και η βασική ένσταση αλλά και ο αγώνας του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν έκανε κριτική σε αυτήν την αμυντική συμμαχία.
Για αυτό και έχουμε αναγκαστεί να ζητήσουμε από τον Ελληνικό λαό επανειλλημένα μεγάλες θυσίες, για να χρηματοδοτήσουμε μια αξιόπιστη αμυντική, αποτρεπτική πολιτική και αξιόμαχες, αποτελεσματικές ένοπλες δυνάμεις.
Κα μια επισήμανση.
Επειδή όπως τρέχουν ραγδαία οι τεχνολογικές εξελίξεις στην παραγωγή, έτσι τρέχουν και στα αμυντικά συστήματα, χρειάζεται ριζικός εκσυγχρονισμός στις ένοπλες δυνάμεις μας, που να λαμβάνει υπόψη του όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις, όλες τις επιστημονικές κατακτήσεις.
Όταν, φίλες και φίλοι, ξεκίνησα το άνοιγμα στο Ισραήλ – χωρίς να κάνουμε πίσω στις απόψεις μας για το δίκιο των Παλαιστινίων -, ήξερα ότι η τεχνολογική τους υπεροχή θα έπρεπε να είναι βασικό μέρος της μεταξύ μας συνεργασίας.
Συμβατικά όπλα ξεπερνούνται.
Προφανώς δεν θα μπω σε λεπτομέρειες αλλά φοβάμαι ότι μέχρι τώρα λίγα έχουν γίνει από τις επόμενες κυβερνήσεις. Γιατί; Γιατί, όμως;
Η δικιά μας αποτρεπτική δύναμη, είναι αναγκαία, ακριβώς για να διασφαλίσουμε και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα αλλά και για να αποτρέψουμε μια πολεμική εμπλοκή.
Όμως, και από την ΕΕ απαιτούμε αλληλεγγύη.
Με όποια μέσα διαθέτει.
Θυμίζω ότι, με την δικιά μας κυβέρνηση το 2003, διαπραγματεύτηκα στο νέο Σύνταγμα της ΕΕ, ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής (άρθρο 42.7 Συνθήκης της Λισαβώνας για την Ε.Ε.), με την οποία, σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης κατά της εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους-μέλους, τα λοιπά κράτη-μέλη της ΕΕ οφείλουν να συνδράμουν τον εταίρο που δέχθηκε επίθεση, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη των Η.Ε.
Όμως, η στρατηγική μας δεν ήταν απλώς αμυντική.
Ως ΥΠΕΞ αλλά και με τον τότε Πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη, ως Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, καταφέραμε μια δύσκολη Συμφωνία στο Ελσίνκι.
Αποτελεί κομβικό κείμενο της ΕΕ που προασπίζεται ακριβώς το διεθνές δίκαιο, το σεβασμό στα κυριαρχικά δικαιώματα κάθε κράτους μέλους καθώς και στην καλή γειτονία και ειρηνική επίλυση διαφορών.
Διαμορφώσαμε ένα νέο πλαίσιο – ευρωπαϊκό – για την γειτονιά μας, αλλά και την προοπτική επίλυσης ζητημάτων όπως του Κυπριακού, μέσα στο πλαίσιο αυτών των αρχών.
Είναι αυτή η απόφαση που άνοιξε το δρόμο και για την ένταξη της Κύπρου. Κάτι που μέχρι τότε οι εταίροι αρνούντο αν δεν είχε πρώτα λυθεί το Κυπριακό.
Δηλαδή, έδιναν ένα ουσιαστικό βέτο στην Τουρκία, να εμποδίσει και τη λύση και την ένταξη. Αλλά τα καταφέραμε, όταν κανείς δεν το πίστευε.
Ήταν όμως και μια απόφαση που δημιουργούσε μια άλλη προοπτική, ένα άλλο όραμα για τον Τουρκικό λαό.
Αυτό της ευρωπαϊκής της πορείας.
Το τονίζω αυτό γιατί είναι μεγάλο λάθος όταν πέφτουμε σε έναν εύκολο και άγονο αντι-τουρκισμό.
Εμείς θέλουμε και για τα δικά μα συμφέροντα και για τα συμφέροντα του τουρκικού λαού μια ευρωπαϊκή Τουρκία. Αυτή που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις δημοκρατικές διαδικασίες, το διεθνές δίκαιο.
Πετύχαμε, η Κύπρος να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς προαπαιτούμενο την επίλυση του πολιτικού προβλήματος.
Ανοίξαμε το δρόμο για μια ευρωπαϊκή λύση, και μια νέα προοπτική όχι μόνο για του Ελληνοκύπριους αλλά και για τους Τουρκοκύπριους.
Και εδώ πάλι τονίζω, υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις μέσα στην Τουρκικυπριακή κοινότητα που ταυτίζονται με τις αρχές αυτές.
Έχουμε κάθε λόγο να είμαστεαλληλέγγυοι με αυτούς.
Καταφέραμε να θέσουμε τα διμερή ζητήματα που έχουμε με την Τουρκία σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ανοίξαμε το δρόμο για την ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας, υποχρεώνοντας την να αντιμετωπίσει τα δικά της διλήμματα ως προς το που θέλει να ανήκει, ποιο το τίμημα και ποιες οι υποχρεώσεις της.
Πόσο θα πιστέψει και εφαρμόσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, την ελευθερία του λόγου.
Όλα αυτά είναι έργο της παράταξης μας, που θα είχε φέρει ακόμα πιο πολλούς καρπούς αν οι επόμενες κυβερνήσεις το είχαν αξιοποιήσει.
Και θα μου επιτρέψετε, χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες αυτήν την ώρα, να προσθέσω ότι, θα είχαν φέρει πολλούς καρπούς ακόμη, και άλλες πρωτοβουλίες που είχαμε αναλάβει και τις είχαμε οδηγήσει σε πολύ καλό σημείο και για την Ελλάδα και για την Κύπρο. Είμασταν κοντά στην επίλυση και του ζητήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, όπως και του Κυπριακού, όταν άλλαξαν οι κυβερνήσεις.
Σήμερα, έχει σχετικό άρθρο και ο Κώστας Σημίτης.
Επιβεβαιώνει αυτή την ιστορική αλήθεια.
Είμασταν σε μια συγκυρία – ίσως η πιο προσοδοφόρα- για να δώσουμε λύσεις και στο Κυπριακό και στο ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Για το δεύτερο, θεωρήσαμε ότι λίγες εβδομάδες προ των εκλογών, θα ήταν πατριωτικά λάθος να προχωρήσουμε. Γιατί θα γινόταν αντικείμενο εκλογικής αντιπαράθεσης και θα έσβηνε η ευκαιρία.
Μετά τις εκλογές συναντήθηκα με τον τότε πρωθυπουργό, τον κ. Καραμανλή.
Τον διαβεβαίωσα ότι θα τον στηρίξω ως αντιπολιτευση αν συνεχίσει και καταφέρει να κλείσει το θέμα.
Η απάντηση στην πράξη ήταν η αδιαφορία.
Δυστυχώς, επικράτησε η αδιαφορία, η φοβικότητα και η προσμέτρηση φωνών που δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι, η διπλωματία μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα όταν εσύ έχεις το πάνω χέρι και τον πρώτο λόγο, ούτε και μπορούν να κατανοήσουν ότι, η απώλεια χρόνου λειτουργεί σε βάρος του δικαίου.
Ακολούθησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν στην Κύπρο, που δημιούργησε νέα δεδομένα.
Η Τουρκία σκλήρυνε τη στάση της και οι νέες συνθήκες δυσκόλεψαν την αξιοποίηση του Ελσίνκι.
Αυτό βέβαια, δεν αναιρεί τις ευθύνες της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας που επέλεξε να νίψει τας χείρας της και να ακολουθήσει την πολιτική της αδράνειας.
Ενδεικτική η δήλωση του Νίκου Αναστασιάση, στην Καθημερινή: «Με λύπη μου, γιατί η Νέα Δημοκρατία είναι αδελφό κόμμα, αλλά θα έκανα την εξής παρατήρηση: Δεν υπήρξε – και είναι με πικρία που το λέω – το ενδιαφέρον από ελληνικής πλευράς όσο θα έπρεπε, και τα τελευταία πέντε χρόνια δεν αισθανθήκαμε αυτό που επιβαλλόταν να υπήρχε σαν πολιτική. Πότε ακούσαμε τα τελευταία πέντε χρόνια οτιδήποτε που να αφορά το Κυπριακό;»
Οι Αλλαγές στα 20 χρόνια
Στα 20 αυτά χρόνια από την απόφαση του Ελσίνκι, πολλαπλασιάστηκαν οι συνεργασίες που ήταν σχεδόν ανύπαρκτες με την γείτονα χώρα, από το εμπόριο μέχρι και τους ενεργειακούς κόμβους, τον τουρισμό, και τον πολιτισμό. Το σημαντικότερο – δεν είχαμε θερμά επεισόδια.
Θα μου πείτε, σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το Ελσίνκι, πολλά δεδομένα έχουν αλλάξει.
Σε διεθνές επίπεδο, σημειώνεται αστάθεια με τις απρόβλεπτες κινήσεις από τον Πρόεδρο Τραμπ, την προσπάθεια της Ρωσίας να ενισχύσει την επιρροή της στη Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, και την αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου από τις μεγάλες δυνάμεις.
Η Ευρώπη, καλείται να αντιμετωπίσει πολλά και σημαντικά προβλήματα, όπως το Brexit, το προσφυγικό και την άνοδο του εθνικισμού στους κόλπους της, ενώ πασχίζει να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο της.
Η Κίνα, καθώς αναπτύσσει το φιλόδοξο σχέδιο της γύρω από τον Δρόμο του Μεταξιού, έχει κάθε συμφέρον να υπάρχει σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Αραβικός κόσμος είναι διαιρεμένος, η νεολαία του σε εξέγερση, και νέες συμμαχίες δημιουργούνται στην ευρύτερη περιοχή μας.
Η ανάπτυξη των ασύμμετρων απειλών και του υβριδικού πολέμου έχουν δημιουργήσει νέες προκλήσεις στο επίπεδο της άμυνας.
Το Κυπριακό, δεν έχει ακόμα λυθεί και το παράθυρο ευκαιρίας διαφαίνεται να έχει ημερομηνία λήξης.
Η Τουρκία, ιδιαίτερα μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, έχει οπισθοχωρήσει σημαντικά σε ό,τι αφορά την προσπάθεια εκσυγχρονισμού, εκδημοκρατισμού και σύγκλισης με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Μοιάζει να δυσκολεύεται να βρει τον προσανατολισμό της μεταξύ Ανατολής και Δύσης, καθώς η ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ έχει ουσιαστικά παγώσει και από τις δύο πλευρές.
Πολλές παραδοσιακές σχέσεις της με κράτη όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν διαρραγεί και προσπαθεί να αναπτύξει νέες συμμαχίες, σε άλλες βάσεις.
Για να αντιμετωπίσει τα μεγάλα εσωτερικά και εξωτερικά της προβλήματα, επιλέγει πρωτοβουλίες, όπως η στρατιωτική εισβολή στη Συρία ή η συμφωνία με τη Λιβύη, που απειλούν τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.
Προστέθηκε σε όλα αυτά και μια νέα σημαντική παράμετρος, που αφορά την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία και μπορεί να αξιοποιηθεί είτε υπέρ της ειρήνης και της σταθερότητας, είτε ως παράγοντας δημιουργίας επικίνδυνης έντασης, είναι η προσπάθεια αξιοποίησης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Και γι’ αυτό μερικά σχόλια.
Μέσα στη δίνη της κρίσης και στην προσπάθειά μας να ξαναβγούμε στις διεθνείς αγορές, το 2011, είχαμε συγκεκριμένη στρατηγική.
Να πετύχουμε το μεγαλύτερο στην πρόσφατη παγκόσμια ιστορία κούρεμα χρέους και,
Να δείξουμε ότι η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης και επενδύσεων.
Το πρώτο, το κούρεμα, το καταφέραμε τον Οκτώβριο του 2011.
Για την οικονομία κάναμε σχεδιασμό, μεταξύ άλλων, να προωθήσουμε τις έρευνες για υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης.
Και αυτό κάναμε – με εντολή μου προς τον τότε υπουργό Γιάννη Μανιάτη, και με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Σήμα ουσιαστικό και παγκόσμιο, προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το χρέος μας.
Για το λόγο αυτό χαράξαμε μονομερώς τις ΑΟΖ νότια της Κρήτης προς Λιβύη και Αίγυπτο.
Μονομερώς γιατί τότε επικρατούσε χάος και στις δύο χώρες – και προσωρινές χαράξεις για περαιτέρω διαπραγμάτευση σε επόμενη φάση – προσπάθειες έγιναν από τις επόμενες κυβερνήσεις.
Παράλληλα, εμείς προωθήσαμε, η δικιά μας κυβέρνηση, τη συνεργασία με Κύπρο, Ισραήλ και αργότερα ήρθε και η Αίγυπτος.
Ερώτημα πρώτο: αυτή η συνεργασία ήταν για να αποκλειστεί η Τουρκία;
Όχι. Αντιθέτως επιδιώκαμε στο πλαίσιο των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων διευθέτηση με την Τουρκία.
Ερώτημα δεύτερο: έχουν οι Τουρκοκύπριοι δικαιώματα από τα όποια κέρδη των πετρελαίων της Κύπρου, και βέβαια και πρέπει αυτό να το τιμήσει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Τρίτον: έχει δικαιώματα νόμιμα και η Τουρκία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ΑΟΖ, πιθανά υδρογονάνθρακες;
Ναι και βεβαίως έχει.
Αυτό που δεν έχει είναι το δικαίωμα να κάνει μονομερείς ενέργειες, να εκβιάζει υπό την απειλή βίας, να παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών χωρών όπως έχει κάνει με την Κύπρο, ή να καταπατά δικαιώματα γειτόνων, όπως της Ελλάδας με τη Συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης.
Τι μπορούμε να διδαχθούμε από την εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών για να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως, τα επιτεύγματα της παράταξης μας οφείλονται στο ότι συνδυάσαμε τη μακροχρόνια στρατηγική με την αξιοποίηση της συγκυρίας.
Χρειάζεται λοιπόν να χαράξουμε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τα επόμενα χρόνια σε ότι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα νέα δεδομένα. Θα έλεγα μια νέα στρατηγική για τη Μεσόγειο, για τα κράτη της Μεσογείου με την αρωγή και της ΕΕ.
Χρειάζεται και ένας νέος οδικός χάρτης για την πορεία της Τουρκίας στις σχέσεις της με την ΕΕ. Και σε αυτό να πρωτοστατήσουμε.
Παράλληλα, πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα, ώστε να αξιοποιούμε κάθε δυνατότητα διπλωματικής πρωτοβουλίας, σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο, που εξυπηρετεί αυτήν τη στρατηγική.
Ο φόβος και ο εφησυχασμός, η ατολμία και οι τακτικισμοί, δεν συμβάλουν σε μια αποτελεσματική διπλωματία, ούτε υπηρετούν τα συμφέροντα της χώρας.
Εδώ θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι τα είκοσι χρόνια ειρήνης με την Τουρκία που πετύχαμε με το Ελσίνκι και την ελληνοτουρκική προσέγγιση, οφείλονται και στην εσωτερική συναίνεση μεταξύ των βασικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα γύρω από το γενικό πλαίσιο της στρατηγικής μας.
Είναι λοιπόν απαραίτητο, το ίδιο να συμβεί και σήμερα.
Να προχωρήσουμε σε μια νέα στρατηγική, σε ένα κλίμα συναίνεσης και συλλογικής προσπάθειας.
Για αυτό και ως Κίνημα Αλλαγής, ζητούμε από την κυβέρνηση έγκαιρη και πλήρη ενημέρωση αλλά και συμβολή στη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής.
Ορισμένοι ισχυρίζονται, ότι πρέπει να αναθεωρηθεί η φιλοσοφία της στρατηγικής του Ελσίνκι.
Αν αυτή η Συμφωνία έχει ξεθωριάσει, είναι γιατί έχει ξεθωριάσει η σχέση ΕΕ-Τουρκίας. Αλλά στο μέτρο που αυτές οι σχέσεις υπάρχουν και θα υπάρχουν, το κείμενο του Ελσίνκι αποτελεί ισχυρότατη βάση για την Ελλάδα και την πορεία της Τουρκίας.
Όμως, αν το πλαίσιο του Ελσίνκι έφευγε από τη μέση, τότε αυτή η εξέλιξη θα εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους για τη χώρα, αλλά και για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η λογική μιας πολιτικής με απερίσκεπτες επιθετικές πρωτοβουλίες στην παρούσα συγκυρία, για λόγους εντυπώσεων και μικροκομματικών κερδών, είναι εγκληματική.
Και γι’ αυτό πάντα έλεγα, πως όταν σηκώνουμε την ελληνική σημαία δεν θα την κατεβάζουμε, άρα και δεν θα την χρησιμοποιούμε για κινήσεις εντυπώσεων ή προσωπικής προβολής.
Είναι καθήκον μας να έχουμε την καλύτερη και όσο δυνατόν πιο αποτελεσματική άμυνα.
Προτεραιότητά μας πάντα είναι η σταθερότητα, η αξιοποίηση συμμαχιών και η συνεργασία με τους εταίρους μας.
Έχουμε πολλά νομικά και διπλωματικά εργαλεία που μπορούμε την κατάλληλη στιγμή να αξιοποιήσουμε.
Επίσης, η εμπειρία της τελευταίας εικοσαετίας μας δίδαξε ότι δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα περιβάλλον ασφαλείας με τη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Στην εποχή μας, οι συμμαχίες συχνά αλλάζουν ανάλογα με τις εσωτερικές εξελίξεις σε κάθε χώρα αλλά και τους ευρύτερους συσχετισμούς δυνάμεων.
Αντίθετα, πρέπει να αναδείξουμε τα κοινά συμφέροντα που μπορούν να δημιουργήσουν το κατάλληλο περιβάλλον για την περιφρούρηση της ειρήνης.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με την Τουρκία, θα ήταν μεγάλο λάθος να παραλείψουμε συμμαχίες στο επίπεδο της κοινωνίας με όλους αυτούς που στη γειτονική χώρα επιζητούν σχέσεις καλής γειτονίας και συνεργασία σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Κάθε λαός μπορεί βέβαια να καταληφθεί από μια ξέφρενη εθνικιστική υστερία.
Αλλά η Τουρκία είναι μια χώρα με πολλά πρόσωπα.
Τα τελευταία 20 χρόνια δημιουργήθηκαν πολλοί δίαυλοι συνεργασίας, πολιτικής και προσωπικής φιλίας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε όχι μόνο σε σχέση με αυτό που επικρατεί σήμερα, αλλά σε έναν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα δημιουργώντας ισχυρές σχέσεις με την κοινωνία των πολιτών.
Έχουν περάσει 20 χρόνια από τον θάνατο ενός φίλου και αγωνιστή. Του Γιάννου Κρανιδιώτη.
Στην ομιλία του στην Ειδική Σύνοδο της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ για την εξωτερική πολιτική, στις 20 Σεπτεμβρίου 1997, είχε πει κάτι που ισχύει απόλυτα και σήμερα:
«Οι στρατηγικοί στόχοι δεν προωθούνται με ρητορική, βερμπαλισμούς και αφορισμούς. Η εσωστρέφεια, η αυτάρεσκη περιχαράκωση οδηγούν σε απομονωτισμό. Απαιτείται συνεχής παρακολούθηση, αντιμετώπιση των θεμάτων, πρωτοβουλίες και πρόγραμμα».
Η Ελλάδα θα γίνει πιο ασφαλής, πιο ισχυρή με μια έξυπνη, εξωστρεφή και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
Μια πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη τη σημερινή πραγματικότητα και θα κοιτάζει κατάματα το μέλλον, οικοδομώντας με νέα υλικά μια νέα, βιώσιμη και δυναμική πορεία.
Ζούμε στην εποχή των drones, των κυβερνοεπιθέσεων, των υβριδικών πολέμων.
Συζητάμε όμως ακόμα με όρους του παρελθόντος.
Το θέμα δεν είναι να αλλάξει η στρατηγική μας.
Στόχος μας παραμένει η προώθηση της σταθερότητας και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Όμως, στον 21ο αιώνα, μια χώρα, ανεξάρτητα από το μέγεθος της, μπορεί να αξιοποιήσει για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της πολλά εργαλεία, που ξεπερνούν τα παραδοσιακά στρατιωτικά μέσα.
Ασφαλώς σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και η «επιθετική» οικονομική, πολιτιστική, περιβαλλοντική διπλωματία.
Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν, είχα επενδύσει προσωπικά στην εξάντληση κάθε δυνατότητας ενίσχυσης της διπλωματικής μας ισχύος σε όλα τα επίπεδα με απτά αποτελέσματα.
Τα προβλήματα με την Τουρκία δεν θα σταματήσουν να υπάρχουν.
Και έχουν διαστάσεις που αγγίζουν και άλλες περιοχές γύρω μας.
Είναι σημαντικό να πρωτοστατούμε στην ευρωπαϊκή ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων.
Να έχουμε παρουσία στη Μεσόγειο, την Αφρική, τη Μέση Ανατολή.
Να είμαστε μπροστά από τις εξελίξεις κι όχι να τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα.
Η παράταξή μας οφείλει να είναι περήφανη για τη συμβολή μας και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Να τιμά την παρακαταθήκη αυτή στο σύνολο της.
Όμως, εμπνεόμενη από αυτή, πρέπει να μπολιάσει την εθνική στρατηγική για τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Και λέγοντας αυτό, θέλω να κλείσω σημειώνοντας ότι, όσο και αν προσπαθήσουν οι πολιτικοί μας αντίπαλοι να ακυρώσουν τη μεγάλη προσφορά της παράταξή μας στην πατρίδα – και αναφέρομαι συνολικά στο έργο μας και όχι μόνο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, δεν θα τα καταφέρουν, παρά μόνον αν εμείς δεν το σεβαστούμε.
Δεν υπάρχει άλλη παράταξη, άλλο κόμμα, που να έχει κάνει τόσες αλλαγές, που να έχει δώσει τόση δυναμική στην πατρίδα και τόση αξιοπρέπεια στους Έλληνες.
Ό,τι και να πουν, αλλάξαμε την πατρίδα.
Δώσαμε φως και ελπίδα στους αδικημένους, προοπτική στον Ελληνικό λαό.
Από εμάς και μόνον εξαρτάται αν η πορεία της παράταξής μας στο μέλλον θα είναι εξίσου δημιουργική, καρποφόρα για την πατρίδα και νικηφόρα για τους δημοκράτες και προοδευτικούς πολίτες.
Ας θέσουμε εμείς τους άλλους ενώπιον των ευθυνών τους, αλλά και των πραγματικών διλημμάτων και προκλήσεων που αφορούν τους Έλληνες και τη χώρα.
Με λόγο και έργο, που να σηματοδοτεί προοδευτικό πρόσημο, να ανοίγει νέους διαφορετικούς και καινοτόμους δρόμους προς το μέλλον.
Γιατί η λεγόμενη κανονικότητα του παρελθόντος ήταν και είναι το πρόβλημα.
Να είστε βέβαιοι ότι, τότε θα φανεί και ποιος μπορεί να συμβάλει, ακόμη και να ηγηθεί μιας βιώσιμης διεξόδου από το αδιέξοδο που βιώνουμε.
Ποιος μπορεί να οικοδομήσει προοδευτικές κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, που να απαντούν στα πραγματικά προβλήματα του λαού και της χώρας, που να δίνουν διέξοδο, ελπίδα και προοπτική.
Που να αποτελούν μια προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στη συντήρηση.
Το μπορούμε και ξέρουμε να το κάνουμε.
Σας ευχαριστώ.
ΓΙΩΡΓΟΥ Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
ΑΘΗΝΑ, 14 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019
Λίγες μέρες πριν από την ψήφιση του προϋπολογισμού στη Βουλή, είναι πολύ χρήσιμο που συναντιόμαστε. Είναι απαραίτητη η συζήτησή μας για τις τελευταίες εξελίξεις στα εθνικά θέματα.
Κάνω τη σύνδεση, όχι γιατί σκοπεύω να αναπτύξω σήμερα θέματα που αφορούν την οικονομία ή τη δημόσια διοίκηση και άλλους τομείς της δημόσιας ζωής, αλλά γιατί θέλω να υπενθυμίσω ότι αυτό που κάνει την Ελλάδα ισχυρή, είναι πρώτα από όλα η δυνατότητά της να μπορεί να σταθεί στα πόδια της.
Να μπορεί να βασίζεται στις δικές της δυνάμεις.
Και για να το καταφέρει αυτό, απαιτείται να κινητοποιεί δυνάμεις και να δημιουργεί κοινωνικές συμμαχίες για την πρόοδο, την αλλαγή αλλά και την αντιμετώπιση πιθανών κρίσεων.
Μη ξεχνάμε τι έγινε τα τελευταία χρόνια με ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας, η οποία εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία δημοκρατικών θεσμών ή ακόμα και τους υπονόμευσε, ώστε να μπορέσει να κυβερνήσει με αδιαφάνεια, με απερίσκεπτες πελατειακές επιλογές που όπως είδαμε και βιώσαμε, οδηγούν σε καταστροφικές ατραπούς και αχρείαστες θυσίες για τον Ελληνικό λαό.
Πως αλλιώς να χαρακτηρίσουμε για παράδειγμα το γεγονός ότι, το 2009 απέκρυψαν και αλλοίωσαν βασικά στατιστικά στοιχεία της χώρας για να εξαπατήσουν την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Οφείλουμε με το λόγο μας, τις πολιτικές μας, τις παρεμβάσεις και τις πρωτοβουλίες μας, και βέβαια, με τη δυναμική κοινοβουλευτική παρουσία μας, να μην τους επιτρέψουμε να ξανακάνουν τα ίδια – ποτέ και για οποιονδήποτε λόγο.
Και το τονίζω εξ’ αρχής, γιατί ένας κρίσιμος παράγοντας ισχύος της χώρας, είναι το πολιτικό σύστημα.
Πολιτικό σύστημα που πρέπει να αποστεί επιτέλους, πελατειακών αντιλήψεων, πολιτικών και επιλογών.
Να υπερασπιστεί λόγω και έργω, την αυτονομία της πολιτικής και την ισχύ του δικαίου – όχι το δίκιο του ισχυρού.
Κράτος δικαίου και κοινωνική δικαιοσύνη, θεσμοί που λειτουργούν δημοκρατικά, που εμπεδώνουν την κοινωνική συνοχή, που συμβάλουν στην συμμετοχή του πολίτη και τη διαβούλευση αντί της αυθαίρετης επιβολής, μαζί και η παιδεία, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων – είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για μια δημοκρατία που θέλει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις και να πορευτεί με αξιοπρέπεια στο μέλλον.
Οι αρχές αυτές αποτελούν και παράδοση του Ελληνισμού από την αρχαιότητα, μια φιλοσοφική και πολιτική αντίληψη, ακρογωνιαίο λίθο κάθε δημοκρατικής πολιτείας.
Είναι οι αρχές που σηματοδοτούν τον αγώνα και της δική μας παράταξης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η παράταξή μας στάθηκε πάντα με υπευθυνότητα και πατριωτισμό μπροστά στις εθνικές κρίσεις και πάντα παλεύοντας για το δίκιο της Ελλάδας επιζητούσε διάλογο και ευρύτερες συναινέσεις.
Η μεγάλη οικονομική κρίση που χτύπησε την πόρτα μας, ήταν ένας ανελέητος πόλεμος των αγορών απέναντι σε μια πολιτεία ανοχύρωτη και μια Ευρώπη αμήχανη.
Στον αντίποδα,
Η τότε αντιπολίτευση, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, επέδειξαν συμπεριφορά οπορτουνισμού, όταν σηκώναμε μόνοι το βάρος της μεγαλύτερης μεταπολιτευτικής κρίσης της χώρας.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και τώρα και στο μέλλον, η παράταξή μας θα σταθεί πάλι στο ύψος των περιστάσεων εάν υπάρξει εθνική ανάγκη.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η Ελλάδα μπαίνει στο 2020, έχοντας να αντιμετωπίσει πολλές και μεγάλες προκλήσεις.
Και οι προκλήσεις είναι και μεγάλες αλλά και με διάσταση παγκόσμια.
Η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση, είναι η κλιματική κρίση που θέτει όλους μας ενώπιον των ευθυνών μας, μεγάλων ευθυνών για τον πλανήτη και τις επόμενες γενιές, αλλά και για τη δύσκολη μετάβαση σε ένα νέο και εν πολλοίς άγνωστο ενεργειακό μείγμα, ανανεώσιμων πηγών.
Μαζί της επελαύνουν οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις.
Τεχνολογίες για τις οποίες εικάζουμε τις επιπτώσεις τους, αλλά και εδώ ουδείς μπορεί με σαφήνεια να προβλέψει.
Η τεχνητή νοημοσύνη και η τεχνολογία 5G, θα μας περιβάλλουν στην κάθε μας κίνηση, στην ιδιωτική ή κοινωνική φάση της ζωής μας, από τις συσκευές του σπιτιού μας, μέχρι τα ζωτικά δίκτυα για την λειτουργία της οικονομίας – την ενέργεια, το νερό, τα αυτοκίνητα, τα νοσοκομεία.
Η ρομποτική και οι μηχανισμοί αυτοματισμού θα αλλάξουν ριζικά το τοπίο της εργασίας, η ταχύτητα αλλά και ο όγκος πληροφόρησης που θα παραχθεί, τα big data, θα επιτρέπουν να παρακολουθούνται, να αναλύονται, να αξιοποιούνται τα πάντα, κάθε δεδομένο της ζωής μας.
Η βιοτεχνολογία θα μας δώσει δυνάμεις σχεδόν θεϊκές για την μετάλλαξη της φύσης του ανθρώπου.
Αυτές οι αλλαγές έχουν ήδη σημαντικές επιπτώσεις στις κοινωνίες μας, όπως στην ταχύτητα μεταφοράς του κεφαλαίου των καπιταλιστών που εύκολα μπορούν να αποφεύγουν τις υποχρεώσεις τους. Για παράδειγμα, τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο του κοινωνικού συμβολαίου που υιοθετήθηκε μετά τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο, με πρωτοβουλία του σοσιαλιστικού κινήματος, κοινωνικού συμβολαίου που που αντιμετώπισε αδικίες και ανισότητες και διατήρησε για δεκαετίες την κοινωνική συνοχή.
Υπάρχουν και άλλες σημαντικές επιπτώσεις,
Η παραγωγή παραπληροφόρησης αλλά και η βαθύτατη επιρροή της στα δημοκρατικά μας συστήματα, οι πιθανές νέες ασθένειες και πανδημίες ακόμα και οι τεχνικοί ιοί, που θα διατρέξουν την υφήλιο με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Η βέβαιη αύξηση του προσφυγικού ρεύματος, λόγω της καταστροφής που φέρνει η κλιματική κρίση, αλλά και οι αδικίες και οι ανισότητες σε τόσες οικονομίες ανά τον κόσμο.
Και βέβαια, η παγκόσμια οικονομία ευνόησε φτωχότερα κράτη που είχαν όμως την πρόνοια να σχεδιάσουν σοφά και μακροχρόνια, όπως έκανε η Κίνα.
Και αυτό έχει αλλάξει τις γεωπολιτικές ισορροπίες όπου ο ανταγωνισμός, τουλάχιστον Κίνας – ΗΠΑ επηρεάζει άμεσα τις οικονομίες μας και τις αναδυόμενες νέες συμμαχίες.
Θα με ρωτήσετε, τι σχέση έχουν όλα αυτά με την κρίση που αντιμετωπίζουμε με τον γείτονά μας; Τα εθνικά μας θέματα;
Και όμως έχουν.
Γιατί προβάλλουν δύο δρόμοι για την αντιμετώπιση και διαχείριση αυτών των πρωτόγνωρων για την ανθρωπότητα φαινομένων.
Ο πρώτος δρόμος βασίζεται στο φόβο. Η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, η ανασφάλεια των επερχόμενων τεχνολογικών, οικολογικών και οικονομικών αλλαγών, η αίσθηση – δικαιολογημένη – ότι κάπου χάνουμε τον έλεγχο της ζωής μας – αποτελούν έδαφος εύφορο για την καλλιέργεια φόβου από δημαγωγούς πολιτικούς.
Οι λύσεις που προτείνονται είναι να κτίσουμε τείχη, να ρίξουμε την ευθύνη σε αποδιοπομπαίους τράγους (κάποιοι άλλοι, συνήθως φουκαράδες μας φταίνε), να απομονωθούμε – όπως συμβαίνει με το Μπρέξιτ.
Απατηλό το όνειρο ότι η φυγή της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ, θα λύσει τα προβλήματα της ανισότητας στην Αγγλία, της κλιματικής κρίσης, ή του προσφυγικού.
Είναι λύση απατηλή, που αναζητά τον μεσσία, τον πατερούλη, τον αυταρχικό, δήθεν ισχυρό ηγέτη, που με την πυγμή του θα κατατροπώσει κάθε κακό για τον λαό και το έθνος!
Μια αντίληψη που οδηγεί νομοτελειακά στην επάνοδο του φασισμού στις κοινωνίες μας.
Διχάζουν, διαιρούν, πολώνουν, προς όφελος του δήθεν ισχυρού ηγέτη και συγκεκριμένων συμφερόντων.
Αποτελούν απατηλές αδιέξοδες λύσεις.
Εργαλειοποιούν τα προβλήματα, όπως το προσφυγικό, για πολιτικό όφελος.
Όπως κάνει ο Πρόεδρος της Τουρκίας, εκβιάζοντας την ΕΕ.
Εμπεδώνουν έτσι, μια καταστροφική αντίληψη για τα διεθνή ζητήματα: το δίκαιο του ισχυρού.
Αυτό υπονομεύει την διεθνή ειρήνη, την καλή γειτονία, θεσμούς όπως τον ΟΗΕ και μαζί το διεθνές δίκαιο.
Για μας, ο άλλος δρόμος βασίζεται σε αρχές. Στη δικαιοσύνη, στην υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στη δημοκρατία.
Αυτές αποτελούν την ισχύ μας.
Είτε είναι η μετάβαση σε μια νέα πράσινη ανάπτυξη, είτε είναι η χρήση των νέων τεχνολογιών, από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τα ρομπότ, είτε είναι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, απαιτούμε, εμείς οι προοδευτικοί, όλα αυτά να προσεγγίζονται και να ρυθμίζονται όπου χρειάζεται, με αρχές.
Πρώτα από όλα, να ελέγχονται δημοκρατικά, θεσμικά και να μην αποτελούν πηγές συγκέντρωσης εξουσίας και αυθαιρεσίας.
Δεύτερον, να υπάρχει δικαιοσύνη, στη διανομή και αναδιανομή του πλούτου που παράγεται μέσω ενός πράσινου κοινωνικού συμβολαίου,
Τρίτον, να διασφαλίζεται η συμμετοχή των πολιτών, με πολίτες ενημερωμένους, που διαβουλεύονται, με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και της προσφυγιάς, και τέλος,
Να εμπεδώνεται η συνεργασία και όχι η σύγκρουση λαών και πολιτών.
Η Ελλάδα, η Ελλάδα του 2021 και μετά, η Ελλάδα του συμβολισμού της δημοκρατίας, πρέπει να πρωτοστατήσει θέτοντας επί τάπητος τα παγκόσμια διλήμματα.
Διλήμματα ακόμα και ηθικής φύσης, αφού μιλάμε για την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Αυτός, θα πρέπει να είναι και ο πυρήνας ενός νέου πατριωτισμού.
Που θα αναδείξει την Ελλάδα διεθνώς.
Που θα διασφαλίσει ότι η Ελλάδα προχωρά προς το μέλλον πρωτοπόρα αλλά και βασιζόμενη στα δικά της πόδια, στις δικές της δυνάμεις.
Αυτές οι αρχές και οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες, θα ενισχύσουν τη φωνή μας στην γειτονιά μας, στην ΕΕ και διεθνώς, όπως συνέβη όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου πάλευε κατά της εξάπλωσης των πυρηνικών με την Πρωτοβουλία των έξι .
Για μας τους σοσιαλιστές, αλλά πιστεύω για το μέλλον της Ελλάδας, αυτές οι αρχές πρέπει να μας καθοδηγούν όταν αντιμετωπίζουμε τις μεγάλες προκλήσεις,
της ανάκαμψης της οικονομίας,
της ενίσχυσης της απασχόλησης,
της αντιμετώπισης των κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης,
του σχεδιασμού ενός προγράμματος ενεργειακής μετάβασης και ενός νέου πράσινου μοντέλου παραγωγής,
της διαχείρισης του προσφυγικού,
της αντιμετώπιση της κλιμακούμενης επιθετικότητας της Τουρκίας.
Φίλες και φίλοι,
Είμαστε παράταξη με παράδοση, θέσεις και έργο, πατριωτικό, υπέρ του διεθνούς δικαίου και της ειρηνικής επίλυσης κάθε πιθανού ζητήματος που μπορεί να προκύψει με γειτονικά κράτη ή και γενικότερα στην παγκόσμια σκηνή.
Το συμφέρον της χώρας μας είναι η σταθερότητα, είναι η ειρήνη, είναι η καλή γειτονία.
Αυτές οι αρχές αποτελούν και τον ακρογωνιαίο λίθο της ΕΕ.
Οι αρχές αυτές τονίζουν ότι η σταθερότητα και η ειρήνη, εξασφαλίζονται με τον σεβασμό των συνόρων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε κράτους.
Αυτές οι αρχές είναι αδιαμφισβήτητες για εμάς.
Και είμαστε η παράταξη που βασισμένη σε αυτές τις αρχές διαμορφώσαμε συστηματική και μακρποπρόθεσμη στρατηγική για την εξωτερική μας πολιτική και διεθνή παρουσία.
Για το λόγο αυτό και οι διπλωματικές μας αρχές όπως και η αμυντική μας πολιτική, ταυτίζονται και προασπίζουν τις αρχές αυτές.
Με τους γείτονες είμαστε οι πρώτοι που επιζητούμε διάλογο.
Όμως διάλογος, δεν σημαίνει εκπτώσεις σε αυτές τις αρχές.
Δεν είμαστε εμείς οι επιτιθέμενοι, αλλά η προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, η προάσπιση των συνόρων μας και της εδαφικής ακεραιότητας μας, είναι ζωτικής σημασίας ζητήματα για εμάς.
Και αποτελούν κόκκινες γραμμές.
Κόκκινες γραμμές, που θα πρέπει, αν παραβιαστούν από την γείτονα χώρα, να έχουν και την αρμόζουσα διπλωματική αλλά και αμυντική απάντηση.
Αυτό το λέω εγώ, που ξέρετε πόσο έχω πασχίσει για μια νέα σχέση Ελλάδας – Τουρκίας, φιλίας και ειρήνης.
Αυτήν τη θέση έχει η παράταξή μας υπηρετήσει διαχρονικά.
Και σε αυτήν τη θέση χρειάζεται να υπάρξει εθνική ομοψυχία.
Σας μιλώ και από την εμπειρία μου.
Ως αρχηγός της ελληνικής διπλωματίας, ως ΥΠΕΞ, είχα κάθε λόγο να έχω διάλογο με την γείτονα Τουρκία.
Αλλά ήξερα ότι και οι πλάτες μου είναι καλυμμένες γιατί η Ελλάδα έχει και ισχυρή άμυνα.
Και αυτό τόνιζα και τονίζω πάντα, με κάθε ειλικρίνεια, όταν μιλώ με αρμόδιους της Τουρκίας.
Όπως και πρέπει, από την σημερινή κυβέρνηση, αυτή η θέση να τονίζεται πρώτα απ´ όλα προς τη γείτονα χώρα Τουρκία, με καθαρό και ειλικρινή τρόπο.
Δεύτερον, θα πρέπει αυτή μας η θέση να αποτελεί το ρεφρέν, σε όλα τα ανάλογα φόρα στα οποία συμμετέχουμε – στην ΕΕ, τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, τις διασκέψεις για την Μεσόγειο, κλπ.
Περιμένουμε, απαιτούμε, την αλληλεγγύη του ΝΑΤΟ για τις αρχές αυτές.
Ξέρουμε όμως και από το παρελθόν ότι, το ΝΑΤΟ νίπτει τα χείρας του και ζητά «να τα βρούμε», ταυτίζοντας δυστυχώς τον θύτη με το θύμα των προκλήσεων και παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Αυτή ήταν και η βασική ένσταση αλλά και ο αγώνας του Ανδρέα Παπανδρέου, όταν έκανε κριτική σε αυτήν την αμυντική συμμαχία.
Για αυτό και έχουμε αναγκαστεί να ζητήσουμε από τον Ελληνικό λαό επανειλλημένα μεγάλες θυσίες, για να χρηματοδοτήσουμε μια αξιόπιστη αμυντική, αποτρεπτική πολιτική και αξιόμαχες, αποτελεσματικές ένοπλες δυνάμεις.
Κα μια επισήμανση.
Επειδή όπως τρέχουν ραγδαία οι τεχνολογικές εξελίξεις στην παραγωγή, έτσι τρέχουν και στα αμυντικά συστήματα, χρειάζεται ριζικός εκσυγχρονισμός στις ένοπλες δυνάμεις μας, που να λαμβάνει υπόψη του όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις, όλες τις επιστημονικές κατακτήσεις.
Όταν, φίλες και φίλοι, ξεκίνησα το άνοιγμα στο Ισραήλ – χωρίς να κάνουμε πίσω στις απόψεις μας για το δίκιο των Παλαιστινίων -, ήξερα ότι η τεχνολογική τους υπεροχή θα έπρεπε να είναι βασικό μέρος της μεταξύ μας συνεργασίας.
Συμβατικά όπλα ξεπερνούνται.
Προφανώς δεν θα μπω σε λεπτομέρειες αλλά φοβάμαι ότι μέχρι τώρα λίγα έχουν γίνει από τις επόμενες κυβερνήσεις. Γιατί; Γιατί, όμως;
Η δικιά μας αποτρεπτική δύναμη, είναι αναγκαία, ακριβώς για να διασφαλίσουμε και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα αλλά και για να αποτρέψουμε μια πολεμική εμπλοκή.
Όμως, και από την ΕΕ απαιτούμε αλληλεγγύη.
Με όποια μέσα διαθέτει.
Θυμίζω ότι, με την δικιά μας κυβέρνηση το 2003, διαπραγματεύτηκα στο νέο Σύνταγμα της ΕΕ, ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής (άρθρο 42.7 Συνθήκης της Λισαβώνας για την Ε.Ε.), με την οποία, σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης κατά της εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους-μέλους, τα λοιπά κράτη-μέλη της ΕΕ οφείλουν να συνδράμουν τον εταίρο που δέχθηκε επίθεση, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Χάρτη των Η.Ε.
Όμως, η στρατηγική μας δεν ήταν απλώς αμυντική.
Ως ΥΠΕΞ αλλά και με τον τότε Πρωθυπουργό, Κώστα Σημίτη, ως Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, καταφέραμε μια δύσκολη Συμφωνία στο Ελσίνκι.
Αποτελεί κομβικό κείμενο της ΕΕ που προασπίζεται ακριβώς το διεθνές δίκαιο, το σεβασμό στα κυριαρχικά δικαιώματα κάθε κράτους μέλους καθώς και στην καλή γειτονία και ειρηνική επίλυση διαφορών.
Διαμορφώσαμε ένα νέο πλαίσιο – ευρωπαϊκό – για την γειτονιά μας, αλλά και την προοπτική επίλυσης ζητημάτων όπως του Κυπριακού, μέσα στο πλαίσιο αυτών των αρχών.
Είναι αυτή η απόφαση που άνοιξε το δρόμο και για την ένταξη της Κύπρου. Κάτι που μέχρι τότε οι εταίροι αρνούντο αν δεν είχε πρώτα λυθεί το Κυπριακό.
Δηλαδή, έδιναν ένα ουσιαστικό βέτο στην Τουρκία, να εμποδίσει και τη λύση και την ένταξη. Αλλά τα καταφέραμε, όταν κανείς δεν το πίστευε.
Ήταν όμως και μια απόφαση που δημιουργούσε μια άλλη προοπτική, ένα άλλο όραμα για τον Τουρκικό λαό.
Αυτό της ευρωπαϊκής της πορείας.
Το τονίζω αυτό γιατί είναι μεγάλο λάθος όταν πέφτουμε σε έναν εύκολο και άγονο αντι-τουρκισμό.
Εμείς θέλουμε και για τα δικά μα συμφέροντα και για τα συμφέροντα του τουρκικού λαού μια ευρωπαϊκή Τουρκία. Αυτή που θα σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις δημοκρατικές διαδικασίες, το διεθνές δίκαιο.
Πετύχαμε, η Κύπρος να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς προαπαιτούμενο την επίλυση του πολιτικού προβλήματος.
Ανοίξαμε το δρόμο για μια ευρωπαϊκή λύση, και μια νέα προοπτική όχι μόνο για του Ελληνοκύπριους αλλά και για τους Τουρκοκύπριους.
Και εδώ πάλι τονίζω, υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις μέσα στην Τουρκικυπριακή κοινότητα που ταυτίζονται με τις αρχές αυτές.
Έχουμε κάθε λόγο να είμαστεαλληλέγγυοι με αυτούς.
Καταφέραμε να θέσουμε τα διμερή ζητήματα που έχουμε με την Τουρκία σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Ανοίξαμε το δρόμο για την ευρωπαϊκή ένταξη της Τουρκίας, υποχρεώνοντας την να αντιμετωπίσει τα δικά της διλήμματα ως προς το που θέλει να ανήκει, ποιο το τίμημα και ποιες οι υποχρεώσεις της.
Πόσο θα πιστέψει και εφαρμόσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, την ελευθερία του λόγου.
Όλα αυτά είναι έργο της παράταξης μας, που θα είχε φέρει ακόμα πιο πολλούς καρπούς αν οι επόμενες κυβερνήσεις το είχαν αξιοποιήσει.
Και θα μου επιτρέψετε, χωρίς να μπω σε περισσότερες λεπτομέρειες αυτήν την ώρα, να προσθέσω ότι, θα είχαν φέρει πολλούς καρπούς ακόμη, και άλλες πρωτοβουλίες που είχαμε αναλάβει και τις είχαμε οδηγήσει σε πολύ καλό σημείο και για την Ελλάδα και για την Κύπρο. Είμασταν κοντά στην επίλυση και του ζητήματος της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, όπως και του Κυπριακού, όταν άλλαξαν οι κυβερνήσεις.
Σήμερα, έχει σχετικό άρθρο και ο Κώστας Σημίτης.
Επιβεβαιώνει αυτή την ιστορική αλήθεια.
Είμασταν σε μια συγκυρία – ίσως η πιο προσοδοφόρα- για να δώσουμε λύσεις και στο Κυπριακό και στο ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.
Για το δεύτερο, θεωρήσαμε ότι λίγες εβδομάδες προ των εκλογών, θα ήταν πατριωτικά λάθος να προχωρήσουμε. Γιατί θα γινόταν αντικείμενο εκλογικής αντιπαράθεσης και θα έσβηνε η ευκαιρία.
Μετά τις εκλογές συναντήθηκα με τον τότε πρωθυπουργό, τον κ. Καραμανλή.
Τον διαβεβαίωσα ότι θα τον στηρίξω ως αντιπολιτευση αν συνεχίσει και καταφέρει να κλείσει το θέμα.
Η απάντηση στην πράξη ήταν η αδιαφορία.
Δυστυχώς, επικράτησε η αδιαφορία, η φοβικότητα και η προσμέτρηση φωνών που δεν μπορούν να κατανοήσουν ότι, η διπλωματία μπορεί να φέρει θετικά αποτελέσματα όταν εσύ έχεις το πάνω χέρι και τον πρώτο λόγο, ούτε και μπορούν να κατανοήσουν ότι, η απώλεια χρόνου λειτουργεί σε βάρος του δικαίου.
Ακολούθησε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν στην Κύπρο, που δημιούργησε νέα δεδομένα.
Η Τουρκία σκλήρυνε τη στάση της και οι νέες συνθήκες δυσκόλεψαν την αξιοποίηση του Ελσίνκι.
Αυτό βέβαια, δεν αναιρεί τις ευθύνες της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας που επέλεξε να νίψει τας χείρας της και να ακολουθήσει την πολιτική της αδράνειας.
Ενδεικτική η δήλωση του Νίκου Αναστασιάση, στην Καθημερινή: «Με λύπη μου, γιατί η Νέα Δημοκρατία είναι αδελφό κόμμα, αλλά θα έκανα την εξής παρατήρηση: Δεν υπήρξε – και είναι με πικρία που το λέω – το ενδιαφέρον από ελληνικής πλευράς όσο θα έπρεπε, και τα τελευταία πέντε χρόνια δεν αισθανθήκαμε αυτό που επιβαλλόταν να υπήρχε σαν πολιτική. Πότε ακούσαμε τα τελευταία πέντε χρόνια οτιδήποτε που να αφορά το Κυπριακό;»
Οι Αλλαγές στα 20 χρόνια
Στα 20 αυτά χρόνια από την απόφαση του Ελσίνκι, πολλαπλασιάστηκαν οι συνεργασίες που ήταν σχεδόν ανύπαρκτες με την γείτονα χώρα, από το εμπόριο μέχρι και τους ενεργειακούς κόμβους, τον τουρισμό, και τον πολιτισμό. Το σημαντικότερο – δεν είχαμε θερμά επεισόδια.
Θα μου πείτε, σήμερα, είκοσι χρόνια μετά το Ελσίνκι, πολλά δεδομένα έχουν αλλάξει.
Σε διεθνές επίπεδο, σημειώνεται αστάθεια με τις απρόβλεπτες κινήσεις από τον Πρόεδρο Τραμπ, την προσπάθεια της Ρωσίας να ενισχύσει την επιρροή της στη Μεσόγειο και Μέση Ανατολή, και την αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου από τις μεγάλες δυνάμεις.
Η Ευρώπη, καλείται να αντιμετωπίσει πολλά και σημαντικά προβλήματα, όπως το Brexit, το προσφυγικό και την άνοδο του εθνικισμού στους κόλπους της, ενώ πασχίζει να ενισχύσει τον διεθνή ρόλο της.
Η Κίνα, καθώς αναπτύσσει το φιλόδοξο σχέδιο της γύρω από τον Δρόμο του Μεταξιού, έχει κάθε συμφέρον να υπάρχει σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο Αραβικός κόσμος είναι διαιρεμένος, η νεολαία του σε εξέγερση, και νέες συμμαχίες δημιουργούνται στην ευρύτερη περιοχή μας.
Η ανάπτυξη των ασύμμετρων απειλών και του υβριδικού πολέμου έχουν δημιουργήσει νέες προκλήσεις στο επίπεδο της άμυνας.
Το Κυπριακό, δεν έχει ακόμα λυθεί και το παράθυρο ευκαιρίας διαφαίνεται να έχει ημερομηνία λήξης.
Η Τουρκία, ιδιαίτερα μετά από την αποτυχημένη προσπάθεια πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, έχει οπισθοχωρήσει σημαντικά σε ό,τι αφορά την προσπάθεια εκσυγχρονισμού, εκδημοκρατισμού και σύγκλισης με τις ευρωπαϊκές αξίες.
Μοιάζει να δυσκολεύεται να βρει τον προσανατολισμό της μεταξύ Ανατολής και Δύσης, καθώς η ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ έχει ουσιαστικά παγώσει και από τις δύο πλευρές.
Πολλές παραδοσιακές σχέσεις της με κράτη όπως η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Ιορδανία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν διαρραγεί και προσπαθεί να αναπτύξει νέες συμμαχίες, σε άλλες βάσεις.
Για να αντιμετωπίσει τα μεγάλα εσωτερικά και εξωτερικά της προβλήματα, επιλέγει πρωτοβουλίες, όπως η στρατιωτική εισβολή στη Συρία ή η συμφωνία με τη Λιβύη, που απειλούν τη σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής.
Προστέθηκε σε όλα αυτά και μια νέα σημαντική παράμετρος, που αφορά την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία και μπορεί να αξιοποιηθεί είτε υπέρ της ειρήνης και της σταθερότητας, είτε ως παράγοντας δημιουργίας επικίνδυνης έντασης, είναι η προσπάθεια αξιοποίησης των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Και γι’ αυτό μερικά σχόλια.
Μέσα στη δίνη της κρίσης και στην προσπάθειά μας να ξαναβγούμε στις διεθνείς αγορές, το 2011, είχαμε συγκεκριμένη στρατηγική.
Να πετύχουμε το μεγαλύτερο στην πρόσφατη παγκόσμια ιστορία κούρεμα χρέους και,
Να δείξουμε ότι η Ελλάδα έχει μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης και επενδύσεων.
Το πρώτο, το κούρεμα, το καταφέραμε τον Οκτώβριο του 2011.
Για την οικονομία κάναμε σχεδιασμό, μεταξύ άλλων, να προωθήσουμε τις έρευνες για υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης.
Και αυτό κάναμε – με εντολή μου προς τον τότε υπουργό Γιάννη Μανιάτη, και με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Σήμα ουσιαστικό και παγκόσμιο, προς τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το χρέος μας.
Για το λόγο αυτό χαράξαμε μονομερώς τις ΑΟΖ νότια της Κρήτης προς Λιβύη και Αίγυπτο.
Μονομερώς γιατί τότε επικρατούσε χάος και στις δύο χώρες – και προσωρινές χαράξεις για περαιτέρω διαπραγμάτευση σε επόμενη φάση – προσπάθειες έγιναν από τις επόμενες κυβερνήσεις.
Παράλληλα, εμείς προωθήσαμε, η δικιά μας κυβέρνηση, τη συνεργασία με Κύπρο, Ισραήλ και αργότερα ήρθε και η Αίγυπτος.
Ερώτημα πρώτο: αυτή η συνεργασία ήταν για να αποκλειστεί η Τουρκία;
Όχι. Αντιθέτως επιδιώκαμε στο πλαίσιο των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων διευθέτηση με την Τουρκία.
Ερώτημα δεύτερο: έχουν οι Τουρκοκύπριοι δικαιώματα από τα όποια κέρδη των πετρελαίων της Κύπρου, και βέβαια και πρέπει αυτό να το τιμήσει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Τρίτον: έχει δικαιώματα νόμιμα και η Τουρκία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ΑΟΖ, πιθανά υδρογονάνθρακες;
Ναι και βεβαίως έχει.
Αυτό που δεν έχει είναι το δικαίωμα να κάνει μονομερείς ενέργειες, να εκβιάζει υπό την απειλή βίας, να παραβιάζει κυριαρχικά δικαιώματα γειτονικών χωρών όπως έχει κάνει με την Κύπρο, ή να καταπατά δικαιώματα γειτόνων, όπως της Ελλάδας με τη Συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης.
Τι μπορούμε να διδαχθούμε από την εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών για να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις;
Όπως ανέφερα και προηγουμένως, τα επιτεύγματα της παράταξης μας οφείλονται στο ότι συνδυάσαμε τη μακροχρόνια στρατηγική με την αξιοποίηση της συγκυρίας.
Χρειάζεται λοιπόν να χαράξουμε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τα επόμενα χρόνια σε ότι αφορά την Ανατολική Μεσόγειο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα νέα δεδομένα. Θα έλεγα μια νέα στρατηγική για τη Μεσόγειο, για τα κράτη της Μεσογείου με την αρωγή και της ΕΕ.
Χρειάζεται και ένας νέος οδικός χάρτης για την πορεία της Τουρκίας στις σχέσεις της με την ΕΕ. Και σε αυτό να πρωτοστατήσουμε.
Παράλληλα, πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα, ώστε να αξιοποιούμε κάθε δυνατότητα διπλωματικής πρωτοβουλίας, σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο, που εξυπηρετεί αυτήν τη στρατηγική.
Ο φόβος και ο εφησυχασμός, η ατολμία και οι τακτικισμοί, δεν συμβάλουν σε μια αποτελεσματική διπλωματία, ούτε υπηρετούν τα συμφέροντα της χώρας.
Εδώ θα ήθελα να υπογραμμίσω, ότι τα είκοσι χρόνια ειρήνης με την Τουρκία που πετύχαμε με το Ελσίνκι και την ελληνοτουρκική προσέγγιση, οφείλονται και στην εσωτερική συναίνεση μεταξύ των βασικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα γύρω από το γενικό πλαίσιο της στρατηγικής μας.
Είναι λοιπόν απαραίτητο, το ίδιο να συμβεί και σήμερα.
Να προχωρήσουμε σε μια νέα στρατηγική, σε ένα κλίμα συναίνεσης και συλλογικής προσπάθειας.
Για αυτό και ως Κίνημα Αλλαγής, ζητούμε από την κυβέρνηση έγκαιρη και πλήρη ενημέρωση αλλά και συμβολή στη χάραξη μιας εθνικής στρατηγικής.
Ορισμένοι ισχυρίζονται, ότι πρέπει να αναθεωρηθεί η φιλοσοφία της στρατηγικής του Ελσίνκι.
Αν αυτή η Συμφωνία έχει ξεθωριάσει, είναι γιατί έχει ξεθωριάσει η σχέση ΕΕ-Τουρκίας. Αλλά στο μέτρο που αυτές οι σχέσεις υπάρχουν και θα υπάρχουν, το κείμενο του Ελσίνκι αποτελεί ισχυρότατη βάση για την Ελλάδα και την πορεία της Τουρκίας.
Όμως, αν το πλαίσιο του Ελσίνκι έφευγε από τη μέση, τότε αυτή η εξέλιξη θα εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους για τη χώρα, αλλά και για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η λογική μιας πολιτικής με απερίσκεπτες επιθετικές πρωτοβουλίες στην παρούσα συγκυρία, για λόγους εντυπώσεων και μικροκομματικών κερδών, είναι εγκληματική.
Και γι’ αυτό πάντα έλεγα, πως όταν σηκώνουμε την ελληνική σημαία δεν θα την κατεβάζουμε, άρα και δεν θα την χρησιμοποιούμε για κινήσεις εντυπώσεων ή προσωπικής προβολής.
Είναι καθήκον μας να έχουμε την καλύτερη και όσο δυνατόν πιο αποτελεσματική άμυνα.
Προτεραιότητά μας πάντα είναι η σταθερότητα, η αξιοποίηση συμμαχιών και η συνεργασία με τους εταίρους μας.
Έχουμε πολλά νομικά και διπλωματικά εργαλεία που μπορούμε την κατάλληλη στιγμή να αξιοποιήσουμε.
Επίσης, η εμπειρία της τελευταίας εικοσαετίας μας δίδαξε ότι δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα περιβάλλον ασφαλείας με τη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Στην εποχή μας, οι συμμαχίες συχνά αλλάζουν ανάλογα με τις εσωτερικές εξελίξεις σε κάθε χώρα αλλά και τους ευρύτερους συσχετισμούς δυνάμεων.
Αντίθετα, πρέπει να αναδείξουμε τα κοινά συμφέροντα που μπορούν να δημιουργήσουν το κατάλληλο περιβάλλον για την περιφρούρηση της ειρήνης.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με την Τουρκία, θα ήταν μεγάλο λάθος να παραλείψουμε συμμαχίες στο επίπεδο της κοινωνίας με όλους αυτούς που στη γειτονική χώρα επιζητούν σχέσεις καλής γειτονίας και συνεργασία σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Κάθε λαός μπορεί βέβαια να καταληφθεί από μια ξέφρενη εθνικιστική υστερία.
Αλλά η Τουρκία είναι μια χώρα με πολλά πρόσωπα.
Τα τελευταία 20 χρόνια δημιουργήθηκαν πολλοί δίαυλοι συνεργασίας, πολιτικής και προσωπικής φιλίας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.
Και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε όχι μόνο σε σχέση με αυτό που επικρατεί σήμερα, αλλά σε έναν πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα δημιουργώντας ισχυρές σχέσεις με την κοινωνία των πολιτών.
Έχουν περάσει 20 χρόνια από τον θάνατο ενός φίλου και αγωνιστή. Του Γιάννου Κρανιδιώτη.
Στην ομιλία του στην Ειδική Σύνοδο της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ για την εξωτερική πολιτική, στις 20 Σεπτεμβρίου 1997, είχε πει κάτι που ισχύει απόλυτα και σήμερα:
«Οι στρατηγικοί στόχοι δεν προωθούνται με ρητορική, βερμπαλισμούς και αφορισμούς. Η εσωστρέφεια, η αυτάρεσκη περιχαράκωση οδηγούν σε απομονωτισμό. Απαιτείται συνεχής παρακολούθηση, αντιμετώπιση των θεμάτων, πρωτοβουλίες και πρόγραμμα».
Η Ελλάδα θα γίνει πιο ασφαλής, πιο ισχυρή με μια έξυπνη, εξωστρεφή και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική.
Μια πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη τη σημερινή πραγματικότητα και θα κοιτάζει κατάματα το μέλλον, οικοδομώντας με νέα υλικά μια νέα, βιώσιμη και δυναμική πορεία.
Ζούμε στην εποχή των drones, των κυβερνοεπιθέσεων, των υβριδικών πολέμων.
Συζητάμε όμως ακόμα με όρους του παρελθόντος.
Το θέμα δεν είναι να αλλάξει η στρατηγική μας.
Στόχος μας παραμένει η προώθηση της σταθερότητας και της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Όμως, στον 21ο αιώνα, μια χώρα, ανεξάρτητα από το μέγεθος της, μπορεί να αξιοποιήσει για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της πολλά εργαλεία, που ξεπερνούν τα παραδοσιακά στρατιωτικά μέσα.
Ασφαλώς σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και η «επιθετική» οικονομική, πολιτιστική, περιβαλλοντική διπλωματία.
Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν, είχα επενδύσει προσωπικά στην εξάντληση κάθε δυνατότητας ενίσχυσης της διπλωματικής μας ισχύος σε όλα τα επίπεδα με απτά αποτελέσματα.
Τα προβλήματα με την Τουρκία δεν θα σταματήσουν να υπάρχουν.
Και έχουν διαστάσεις που αγγίζουν και άλλες περιοχές γύρω μας.
Είναι σημαντικό να πρωτοστατούμε στην ευρωπαϊκή ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων.
Να έχουμε παρουσία στη Μεσόγειο, την Αφρική, τη Μέση Ανατολή.
Να είμαστε μπροστά από τις εξελίξεις κι όχι να τρέχουμε πίσω από τα γεγονότα.
Η παράταξή μας οφείλει να είναι περήφανη για τη συμβολή μας και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Να τιμά την παρακαταθήκη αυτή στο σύνολο της.
Όμως, εμπνεόμενη από αυτή, πρέπει να μπολιάσει την εθνική στρατηγική για τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Και λέγοντας αυτό, θέλω να κλείσω σημειώνοντας ότι, όσο και αν προσπαθήσουν οι πολιτικοί μας αντίπαλοι να ακυρώσουν τη μεγάλη προσφορά της παράταξή μας στην πατρίδα – και αναφέρομαι συνολικά στο έργο μας και όχι μόνο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, δεν θα τα καταφέρουν, παρά μόνον αν εμείς δεν το σεβαστούμε.
Δεν υπάρχει άλλη παράταξη, άλλο κόμμα, που να έχει κάνει τόσες αλλαγές, που να έχει δώσει τόση δυναμική στην πατρίδα και τόση αξιοπρέπεια στους Έλληνες.
Ό,τι και να πουν, αλλάξαμε την πατρίδα.
Δώσαμε φως και ελπίδα στους αδικημένους, προοπτική στον Ελληνικό λαό.
Από εμάς και μόνον εξαρτάται αν η πορεία της παράταξής μας στο μέλλον θα είναι εξίσου δημιουργική, καρποφόρα για την πατρίδα και νικηφόρα για τους δημοκράτες και προοδευτικούς πολίτες.
Ας θέσουμε εμείς τους άλλους ενώπιον των ευθυνών τους, αλλά και των πραγματικών διλημμάτων και προκλήσεων που αφορούν τους Έλληνες και τη χώρα.
Με λόγο και έργο, που να σηματοδοτεί προοδευτικό πρόσημο, να ανοίγει νέους διαφορετικούς και καινοτόμους δρόμους προς το μέλλον.
Γιατί η λεγόμενη κανονικότητα του παρελθόντος ήταν και είναι το πρόβλημα.
Να είστε βέβαιοι ότι, τότε θα φανεί και ποιος μπορεί να συμβάλει, ακόμη και να ηγηθεί μιας βιώσιμης διεξόδου από το αδιέξοδο που βιώνουμε.
Ποιος μπορεί να οικοδομήσει προοδευτικές κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, που να απαντούν στα πραγματικά προβλήματα του λαού και της χώρας, που να δίνουν διέξοδο, ελπίδα και προοπτική.
Που να αποτελούν μια προοδευτική πρόταση διακυβέρνησης απέναντι στη συντήρηση.
Το μπορούμε και ξέρουμε να το κάνουμε.
Σας ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου