Του Βασίλη Μαγκλάρα
Ο ουρανός είχε κατεβεί χαμηλά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων,
αγγίζοντας με τις άκρες του τις σκούρες στέγες των οικοδομών. Τα στολισμένα
μπαλκόνια και τα παραθύρια με χιλιάδες λαμπάκια που αναβόσβηναν τρελά, πάλευαν
μέσα στην ομίχλη που τα τύλιγε να κρατήσουν τη Χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα
ζωντανή.
Στο μεγάλο πεζόδρομο της πόλης η κίνηση είχε
αραιώσει και όσοι ακόμα κυκλοφορούσαν βίαζαν το βήμα τους να επιστρέψουν
γρήγορα στο σπιτικό τους.
Σιγά-σιγά οι μορφές των ανθρώπων χάνονταν και
οι σκιές που σχηματίζονταν από τα λαμπερά φώτα απόμεναν ασάλευτες, μη θέλοντας
να ταράξουν την Άγια έλευση του Θείου Βρέφους.
Μόνο
εκεί στην άκρη του πεζόδρομου στο σκοτεινό τελευταίο παγκάκι, μια σκιά σαν ν’
άλλαξε πλευρό βγάζοντας έναν αναστεναγμό που τέλειωνε μ’ ένα πνιχτό παράπονο.
Ο Ανέστης ήταν ώρες ακουμπισμένος εκεί,
θέλοντας να καλμάρει λίγο, μετά από αυτό που του συνέβη Χρονιάρα μέρα. Το
έφερνε στο μυαλό του και το αναπαρήγαγε χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, όπως
ανεξήγητη και απόμακρη του φαινόταν και η υπόλοιπη ζωή του, από τότε που έχασε
το πατέρα του.
Θυμόταν τις εύκολες μέρες που τους
χάριζε η σιγουριά του. Τον σεβασμό που έβγαζε η παρουσία του, παρότι
μεροκαματιάρης και με λίγα γράμματα- όπως έλεγε με παράπονο- όταν το έφερνε η
κουβέντα.
«Έφυγε»
ξαφνικά και χάθηκε ο ίσκιος του, χάθηκε το ανάστημα που τους ισορροπούσε στη
μικρή κοινωνία του χωριού του. Έτσι από Ανέστης του κυρ Μιχάλη έγινε ο γιός της
χήρας που στην εφηβεία του έπρεπε να κρατήσει ζωντανό ένα σπίτι και όρθιο τ’
όνομα του πατέρα του ως παρακαταθήκη.
Αυτή η παρακαταθήκη ήταν που τον έβγαλε απ’ τα ρούχα του εκείνη τη μέρα που
ο επιστάτης του σχολείου του τον κατηγόρησε άδικα για κάτι που του πήρανε από
το κυλικείο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, του πέταξε και ένα αισχρό
υπονοούμενο.
–Πες της μάνας σου να κάνει κάνα ψυχικό ακόμα για…
Εκεί
δεν κρατήθηκε άλλο, παλικαράκι ο Ανέστης, τον άρπαξε απ’ το λαιμό και τον
πέταξε κάτω.
Αργότερα στο Αστυνομικό τμήμα απολογούμενος
στον Αξιωματικό υπηρεσίας, έλεγε με πνιγμένη φωνή
-Έθιξε
την υπόληψή μας κύριε Διοικητά, πρόσβαλλε την αξιοπρέπειά μας…
Ο
Αστυνόμος κούνησε μάλλον με κατανόηση το κεφάλι του και του συνέστησε να είναι
πιο προσεκτικός, λέγοντας -ευτυχώς που ο επιστάτης δεν επιθυμεί τη δίωξή
σου.
Τα
χειρότερα όμως τον περίμεναν όταν γύρισε στο σπίτι με πρησμένα μάτια
κατασυγχυσμένος. Η μάνα του τον υποδέχτηκε με γυρισμένη τη πλάτη και πριν
προλάβει να μιλήσει άρχισε να τον βρίζει φωνάζοντας, για να τους ακούσει η
γειτονιά.
–Δεν ντρέπεσαι… Ρεζίλι μ’ έκανες… Ποιος είσαι
ο γιός του άρχοντα; Ο γιός του φουκαρά είσαι… Και συνέχισε μέσα στο παραλήρημά
της να χρεώνει το φταίξιμό του ακόμα και στο χαρακτήρα του πατέρα του.
Πάντα
η μάνα του είχε άσχημη συμπεριφορά και ασυγκράτητα νεύρα, που τα σκέπαζε η
ήρεμη παρουσία του πατέρα του. Όμως τελευταία το παράκανε με τα ξεσπάσματα πάνω
του, λες και ότι κακό συνέβαινε έφταιγε αυτός.
Αυτό
ήταν. Μάζεψε λίγα ρουχαλάκια σε μια τσαντούλα, πήρε κάτι οικονομιούλες από
δουλειές του ποδαριού που τις φύλαγε με μια φωτογραφία του πατέρα του και χωρίς
να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του, πήγε τρέχοντας στο μεταφορικό πρακτορείο που
δούλευε όταν ζούσε ο πατέρας του.
Εκεί
η αντιμετώπιση ήταν τελείως διαφορετική. Η εκτίμηση τους συνόδευε τη μνήμη του γονιού
του και όταν τους ζήτησε να τον πάρουν μ’ ένα φορτηγό για να φύγει από εκεί - εξιστορώντας
αυτά που του συνέβησαν- όχι μόνο ανταποκρίθηκαν, αλλά φρόντισαν να δουλέψει στο
πρακτορείο τους στη πόλη, ενώ τον βόλεψαν και σε μια γκαρσονιέρα με φτηνό
ενοίκιο.
Έτσι δουλεύοντας στο μεταφορικό πρακτορείο
πότε γραφιάς και πότε αχθοφόρος ανάλογα με τις ανάγκες, πάλευε τη ζωή του. Η
δουλειά δεν τον φόβιζε, ήξερε από τον πατέρα του που έλεγε και ξανάλεγε: ο
ιδρώτας ποτίζει το βιός του κάθε ανθρώπου.
Αργά-αργά, άρχισε να βρίσκει τα πατήματά του,
να γίνεται γνωστός στο περίγυρο του, να έχουν να λένε για το φιλότιμό του και
την εντιμότητά του όπου κι’ αν δούλευε. Γιατί ο Ανέστης του «κυρ Μιχάλη» όταν
σχόλαγε από τη μεταφορική έκανε κι’ άλλες δουλειές. Τελευταία πούλαγε και
λαχεία. Όταν δεν είχαν πολύ δουλειά έπαιρνε από τον «κυρ Ξενοφών» που ήταν
χρόνια λαχειοπώλης ένα μικρό αριθμό λαχείων
και από τα ποσοστά που του έδινε, συμπλήρωνε τις οικονομίες του.
Κάπως έτσι και σήμερα, μόλις τέλειωσε κατά
τις τρείς η ώρα στη μεταφορική, τσίμπησε κάτι πρόχειρα και βγήκε στη γύρα να
πουλήσει τα «τελευταία» πέντε-έξη που του έμειναν από χτες. Είπε μάλιστα να τα
επιστρέψει χτες το βράδυ στον κύριο Ξενοφώντα και να κλείσουν το λογαριασμό για
να γυρίσει σπίτι του νωρίτερα Χρονιάρα μέρα, όμως ο Λαχειοπώλης τον προέτρεψε
να κάνει μια βόλτα αύριο ακόμα και να τα δώσει.
Μπρός στην επιμονή του και να μην του
χαλάσει το χατίρι, του τα πλήρωσε κρατώντας τη σχετική προμήθεια ώστε να
κλείσει ο λογαριασμός.
Αυτά τα λαχεία έψαξε να πουλήσει
παραμονή Χριστουγέννων και τότε συνέβη το κακό. Στον πρώτο άνθρωπο που διάλεξε
ένα απ’ αυτά, αφού το επεξεργάστηκε λίγο, γύρισε και τον έπιασε από το γιακά
εξαγριωμένος.
–Ρε
απατεώνα κληρωμένα λαχεία πουλάς; Αλήτη… Ποιόν πας να κοροϊδέψεις ρε…
Και
τσαλακώνοντας το λαχείο, του το πέταξε στο πρόσωπο.
Ο Ανέστης δεν μπορούσε να καταλάβει τι έχει συμβεί. Μάζεψε το
τσαλακωμένο λαχείο και κάτω από το υποτιμητικό βλέμμα των διερχόμενων κατακόκκινος
από ντροπή, χάθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Κόντευαν
μεσάνυκτα, κουλουριασμένος στο τελευταίο το σκοτεινό παγκάκι του μεγάλου
πεζόδρομου, δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό που του συνέβη. Μια τα έβαζε με τον
εαυτό του που δεν πρόσεξε ότι η κλήρωση γινόταν μεσημέρι Παραμονής στη μία η
ώρα, μια με τον κύριο Ξενοφώντα που
επέμενε να τα δώσει την επομένη και μόνιμα κατέληγε στη ντροπιαστική σκηνή του
εξευτελισμού του.
Τότε
τον έπιασε το παράπονο και με πνιγμένους αναστεναγμούς επαναλάμβανε διαρκώς
γιατί; Γιατί; Γιατί το άδικο τον
κυνηγούσε όπου κι’ αν πήγαινε; Γιατί η ζωή τον βούλιαζε εκεί που πήγαινε ν’
αναπνεύσει; Γιατί Χριστέ μου…;
Με
βουρκωμένα τα μάτια και την ψυχή κομμάτια ξεδίπλωσε το κορμί του να σταθεί πάλι
στα πόδια του και άρχισε να περπατά στο φωτισμένο πεζόδρομο να ανηφορίσει για
το φτωχικό του. Ο ουρανός είχε βαρύνει ακόμα πιο πολύ και τον πλάκωναν τα
σκοτάδια που σμίγανε μέσα του.
Κόντευε στο τέλος του πεζόδρομου εκεί που ο Δήμος είχε φτιάξει την
αναπαράσταση της Θείας Γέννησης όταν άκουσε κάτι σαν κλάμα, σαν λυγμό.
Κοντοστάθηκε για λίγο και αφού σκούπισε τα μάτια του κοίταξε στο βάθος πίσω από
τη φάτνη του Μικρού Χριστού.
Πρώτα είδε την ανασούλα του ν’ αχνίζει
ανάμεσα στα σκόρπια άχυρα και μετά μια μικρή μουσούδα να ξεπροβάλλει και να τον
κοιτά. Ήταν ένα μικρό-ημερών, σκυλάκι ένας μπόμπιρας με μια άσπρη γραμμή να
χωρίζει το καφετί πρόσωπό του, που προσπαθούσε να σταθεί στα αδύναμα πόδια
του.
Τον κοίταξε με συμπόνια και ξεκίνησε να φύγει.
Αρκετές σκοτούρες είχε ο ίδιος σκέφτηκε, δεν χώραγαν άλλες. Όμως σαν κάτι να
τον κράταγε, στάθηκε λίγο διστακτικά και πίσω-κοίταξε χωρίς να ξέρει τι θέλει…
Ίσως αυτό περίμενε και ο μπόμπιρας. Βάζοντας
τα δυνατά του κατρακύλησε έξω από το δέμα με τ’ άχυρα και σκαρφάλωσε στα
παπούτσια του δαγκώνοντας το παντελόνι του.
Τον άφησε για λίγο να τρίβεται πάνω του ώσπου
να του ξεφύγει. Αλλά ο μπόμπιρας κολλιτσίδα δεν τον άφηνε με τίποτα.
Είδε και αποείδε.«Αδέσποτα-παρατημένα…»
είμαστε και τα δύο μουρμούρισε και με απαλές κινήσεις έσκυψε και τον πήρε στην
αγκαλιά του. Η καρδούλα του κτυπούσε πιο δυνατά και απ’ τη δική του και το
σωματάκι του έτρεμε απ’ το κρύο.
Με το που έφθασαν σπίτι του τον έβαλε σ’ ένα
μικρό χαλάκι του μπάνιου να σταθεί και άναψε μια ηλεκτρική σόμπα για να τον
ζεστάνει. Ύστερα πήγε στο ψυγείο έβαλε λίγο γάλα σ’ ένα πιατάκι και το
ακούμπησε μπροστά του. Ο μπόμπιρας έχωσε τη μουσούδα του μέσα στο γάλα και αφού
το άδειασε τεντώθηκε για λίγο και ξάπλωσε στη ζεστασιά της σόμπας.
Η
φροντίδα του μπόμπιρα απορρόφησε τόσο τον Ανέστη, που ξέχασε όσα τον βασάνιζαν
μέχρι πριν λίγο. Χωρίς να το καταλάβει ξανάσιασε το κορμί του και αφού του
έριξε μια τελευταία ματιά για να δει αν είναι εντάξει, ετοιμάστηκε να ξαπλώσει και αυτός.
Τότε
πρόσεξε πως το κινητό του είχε μείνει από μπαταρία και βιάστηκε να το βάλλει
στο φορτιστή και να κάνει επανεκκίνηση.
Με
τη συντροφιά του μικρού του φιλοξενούμενου τον πήρε ο ύπνος…
Τον ξύπνησαν τα
κάλαντα των παιδιών και η αδύναμη φωνούλα του μπόμπιρα που τους μάλωνε πίσω απ’
την πόρτα. Έβαλε τα γέλια βλέποντας πόσο σοβαρά ανέλαβε το ρόλο του φύλακα και
έσπευσε να του γεμίσει πάλι το πιατάκι με γάλα.
Χριστούγεννα…
Οι φωνές των παιδιών από τα κάλαντα του έφεραν στο νου τα δικά του παιδικά
χρόνια που η χαρά της μεγάλης Γιορτής γέμιζε το σπίτι τους με φίλους και
περαστικούς, που εύρισκαν μια ανοιχτή πόρτα για να υποδεχτούνε το μήνυμα της
αγάπης. Τώρα στριμωγμένος στη μοναξιά του πάλευε μ’ αυτά που τον στοίχειωναν
και απλά ψέλλιζε στην απόγνωσή του -φυγάς είμαι κι’ εγώ Χριστέ μου που τα’
άδικα με κυνηγάνε…
Ο Ανέστης κοίταξε το ρολόι του και αποφάσισε
να σηκωθεί, όταν κτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν ο κύριος Ξενοφών στην αναγνώριση
του κινητού του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μην απαντήσει με αυτό που του
συνέβη χτες, όμως τι έφταιγε ο άνθρωπος αφού ο ίδιος δεν πρόσεξε το πότε
γινόταν η κλήρωση; Άλλωστε μπορεί να
υπήρχε και κάποια εκκρεμότητα που του διέφυγε.
Απάντησε ευχόμενος Χρόνια Πολλά. Ο Κύριος
Ξενοφών είπε ένα βιαστικό Χρόνια Πολλά και ρώτησε με αγωνία- που ήσουν χτες όλο
το απόγευμα; Σε πήρα δέκα φορές τηλέφωνο και δεν απαντούσες.
–Γιατί,
τι συμβαίνει κυρ Ξενοφών είπε ο Ανέστης, και συνέχισε -μου είχε αδειάσει η
μπαταρία.
-Που τα πούλησες τα εναπομείναντα λαχεία ρε
παιδί μου;
Ο Ανέστης ανήσυχος από τα ερωτήματα του κυρ Ξενοφώντα είπε
–Γιατί κυρ Ξενοφών δεν σας τα πλήρωσα; Δεν κλείσαμε το λογαριασμό;
-Ναι
ρε παιδί μου δεν λέω, απλά ρωτάω γιατί είχαμε το πρώτο λαχνό στο πρακτορείο μας
και συνέχισε- για πες μου μήπως στα λαχεία που πήρες υπάρχει και αυτό το
νούμερο και άρχισε να του λέει τους αριθμούς και τη σειρά του λαχείου.
–Μισό λεπτό κύριε Ξενοφών είπε ο Ανέστης και άρχισε να κοιτά τους
αριθμούς των λαχείων μέχρι που διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ο τυχερός
αριθμός.
-Δυστυχώς κύριε Ξενοφών που τέτοια τύχη, εμείς αδέσποτα είμαστε και
έκλεισε το τηλέφωνο.
Την
ώρα που έκλεινε το τηλέφωνο ο μπόμπιρας σκάλωνε με τα ποδαράκια του στο
παντελόνι του. Σκύβοντας να τον πάρει λίγο αγκαλιά, πρόσεξε το τσαλακωμένο λαχείο που του πέταξαν
στα μούτρα, να έχει πέσει στο πάτωμα απ’ τη τσέπη του. Έπιασε με το ένα χέρι τον μπόμπιρα και με το
άλλο το τσαλακωμένο λαχείο προσπαθώντας να το σιάξει για να διαβάσει τους
αριθμούς.
ο
βλέμμα του καρφωνόταν μια στα νούμερα που του έδωσε ο Λαχειοπώλης, μια στους
αριθμούς του λαχείου. Η καρδιά του άρχισε να κτυπά σαν του μπόμπιρα. Η ανάσα
του κόντευε να κοπεί. Κοίταζε και ξανακοίταζε τους αριθμούς και τη σειρά και δεν
το πίστευε.
Μετά από ώρα και αφού η καρδιά του
καταλάγιασε κάπως, κάλεσε στο κινητό τον κύριο Ξενοφώντα και του είπε σε πολύ
ήρεμο τόνο, συγκρατώντας τη ψυχραιμία του.
–Κύριε Ξενοφών, μη το ψάχνεις το βρήκα, εγώ
το είχα πάρει το λαχείο. « Έπεσε…» σε κάτι αδέσποτα των Χριστουγέννων…
Μαγκλάρας Βασίλης
magklarasvas@yahoo. gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου