ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ: Κύριοι Υπουργοί, αγαπητοί συνάδελφοι, δεδομένου ότι συμμετέχω στην
Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, θα αρκεστώ σε μια επισκόπηση του παρόντος
νομοσχεδίου, του προϋπολογισμού για το 2020 και δεν θα αναφερθώ σε ειδικότερα
σημεία του.
Καταρχήν
επιτρέψτε μου να αναφερθώ στο οικονομικό τοπίο, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί πριν
τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019. Το κλίμα των τελευταίων ετών
θα μπορούσε να συμπυκνωθεί σε τρεις λέξεις: Υπερφορολόγηση, αναπτυξιακή καχεξία
και όλα αυτά στην πραγματική οικονομία, δηλαδή μια κατάσταση
ασφυξίας των
παραγωγικών δυνάμεων. Υπήρξε, λοιπόν, μια συνειδητή, ανελέητη –θα έλεγα-
φορολογική και ασφαλιστική επιδρομή, ενώ οι όποιες υπερβάσεις του
δημοσιονομικού στόχου δεν οφείλονταν στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, αλλά
ήταν το αποτέλεσμα της επιβολής νέων φόρων, των περικοπών στις συντάξεις και
στα οικογενειακά επιδόματα, της μη απονομής χιλιάδων συντάξεων, των πρόσθετων
επιβαρύνσεων στις ασφαλιστικές εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες, της
αναστολής δαπανών για δημόσιες επενδύσεις και άλλων αντίστοιχων πολιτικών,
δηλαδή ήταν τεχνητές.
Αυτό γίνεται εμφανές
από τους διεθνείς δείκτες αξιολόγησης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος που
κατέτασσαν πολύ χαμηλά τη χώρα μας. Ειδικότερα για το 2019 ο δείκτης για την
ευκολία του επιχειρείν κατέτασσε την Ελλάδα χαμηλότερα απ’ ό,τι το 2018 κατά
πέντε θέσεις. Ο δείκτης παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας καταδεικνύει οριακή
επιδείνωση της κατάστασης της Ελλάδας έναντι του 2018, με τις παραμέτρους που
τον επηρεάζουν να επιδεινώνονται συνεχώς. Δεν θα τις αναφέρω για να κερδίσουμε
χρόνο.
Ποιο
είναι, όμως, το οικονομικό τοπίο σήμερα; Έχει αλλάξει; Τι έχει αλλάξει; Ο
δείκτης οικονομικού κλίματος μετά το πρώτο εξάμηνο του 2019 ακολουθεί μια
εντυπωσιακή ανοδική πορεία που αποτελεί ρεκόρ για την Ελλάδα από την έναρξη της
οικονομικής κρίσης, σε αντίθεση με την επιβράδυνση στον αντίστοιχο δείκτη της
Ευρωζώνης. Οι αγορές συνηγορούν σ’ αυτό. Η χώρα δανείζεται με πολύ χαμηλό
κόστος, ενίοτε και με μηδενικό.
Πού
οφείλεται, όμως, αυτή η αναστροφή του κλίματος; Οφείλεται στις μεταρρυθμιστικές
πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης στο δεύτερο εξάμηνο του 2019, που συμπίπτει βέβαια
με το πρώτο εξάμηνο της θητείας της. Αυτή είναι η απάντηση. Στις πρωτοβουλίες
που πάρθηκαν αναφέρονται ενδεικτικά η επιτυχής άρση των κεφαλαιακών περιορισμών
που είχαν εφαρμοστεί από το 2015, η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η μείωση των φορολογικών
συντελεστών, η ρύθμιση των 120 δόσεων, η ολοκλήρωση υλοποίησης του προγράμματος
ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των φορέων της γενικής κυβέρνησης κ.ο.κ. Η αναστροφή
του κλίματος οφείλεται, δηλαδή, σ’ ένα περιβάλλον το οποίο δημιουργήθηκε και το
οποίο ευνοεί την ώθηση της οικονομίας προς τα εμπρός.
Το
θετικό αυτό οικονομικό κλίμα που δημιουργήθηκε θα πρέπει να ενταθεί, κάτι που
αποτυπώνεται ήδη στον κρατικό προϋπολογισμό για το έτος 2020. Διττή, λοιπόν, η
στόχευση του προϋπολογισμού για το 2020. Οι επενδύσεις και η κοινωνική συνοχή
είναι στο επίκεντρο.
Εξηγούμαι: Ο
προϋπολογισμός είναι φιλοεπενδυτικός, γιατί η ασκούμενη από την Κυβέρνηση
οικονομική πολιτική στοχεύει στην αντιστροφή του κλίματος αποεπένδυσης. Ο
μεσοπρόθεσμος στόχος της νέας πολιτικής στόχευσης είναι οι επενδύσεις ως
ποσοστό του ΑΕΠ να πλησιάσουν σταδιακά τα επίπεδα προ της κρίσης. Ο
προϋπολογισμός του 2020 προβλέπει σημαντική αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης από το
1,5% που παρατηρήθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2019 στο 2,8%. Προβλέπει επίσης –και
αυτό είναι πολύ σημαντικό- την αναδιάρθρωση του Προγράμματος Δημοσίων
Επενδύσεων με την ενίσχυση του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους και τον τερματισμό
της υποεκτέλεσης που χαρακτήριζε τα τελευταία χρόνια το Πρόγραμμα Δημοσίων
Επενδύσεων. Ναι μεν έχει έναν προϋπολογισμό 6,75 δισεκατομμύρια ευρώ, όμως
απευθύνεται σε δράσεις, σε υποδομές και σε ενέργειες οι οποίες συμβάλλουν και
ωθούν τη διαδικασία της τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης και είναι αυτές που
έχει ανάγκη η χώρα μας. Επομένως, έχει ολοκληρωμένο χαρακτήρα, έναν ολιστικό
σχεδιασμό –θα έλεγα- και εκ των πραγμάτων προδιαγράφεται θετικά η εξέλιξή του.
Σοβαρή αλλαγή επίσης στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων που
υποεκτελείται συστηματικά τα τελευταία χρόνια είναι η αναπροσαρμογή της
στοχοθεσίας του στη διάρκεια του έτους. Αντί, δηλαδή, να στοχεύουμε στην
υλοποίηση του 40% τον Δεκέμβριο, όπως γινόταν μέχρι τώρα και δίναμε την
εντύπωση των πλεονασμάτων που μπορούσαν να τα μοιράζουμε, αυτό θα
αντιμετωπιστεί με μια πιο ισομερή κατανομή των πόρων του προγράμματος Δημοσίων
Επενδύσεων. Έτσι τελικά θα οδηγηθούμε σε καταβολή περίπου του 16% των ποσών που
αναλογούν στο τέλος του χρόνου.
Πέραν του ότι είναι ο φιλοεπενδυτικός ο προϋπολογισμός,
είναι και ένας προϋπολογισμός με κοινωνικό πρόσωπο, γιατί αρκεί να δει κανείς
τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ο αρχικά
εγκεκριμένος προϋπολογισμός του Υπουργείου Εργασίας Οικονομικού έτους 2019
συνολικού ύψους 18,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, μετά την προσθήκη του 1,4
δισεκατομμυρίου ευρώ διαμορφώνεται στα 19,9 δισεκατομμύρια ευρώ με σκοπό την
καταβολή της λεγόμενης δέκατης τρίτης σύνταξης, τη συνεισφορά του δημοσίου στην
προστασία της πρώτης κατοικίας, την επιχορήγηση του ΥΠΕΚΑ για το Πρόγραμμα
«Σχολικά Γεύματα» και μια σειρά άλλων ενεργειών.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο προϋπολογισμός έχει
διαφορετική φιλοσοφία, αφού θέτει τέλος στην πολιτική των υπερπλεονασμάτων και
επιδιώκει όσο το δυνατόν τη μεγαλύτερη εγγύτητα στον στόχο, χωρίς να στοχεύει
-όπως είπα- στα υπερπλεονάσματα. Επίσης, δίνει τη δυνατότητα να μεγαλώσουν τα
πρωτογενή πλεονάσματα σε σημείο όπου η φορολογική ικανότητα των πολιτών μπορεί
να τα αντέξει, χωρίς, δηλαδή, τελικά να μειωθεί το πραγματικό εισόδημα των
πολιτών.
Είναι μια εφικτή πολιτική, γιατί ενισχύει τις αναπτυξιακές
προοπτικές και την κοινωνικότητα της ελληνικής οικονομίας, διευρύνει τη
φορολογική βάση, εξορθολογικοποιούνται οι επιμέρους δαπάνες. Είναι ένας προϋπολογισμός
ο οποίος στοχεύει και μετρά τα αποτελέσματα, διαμορφώνει και εξειδικεύει τις
επιδόσεις με δείκτες. Επειδή ο χρόνος πιέζει, δεν θα κάνω ειδική αναφορά στο τι
θετικό μπορεί αυτό να επιφέρει.
Αγαπητοί συνάδελφοι, όπως γίνεται κατανοητό, ο προϋπολογισμός
του 2020 δεν αποτελεί απλή παράθεση αριθμητικών στοιχείων του παρόντος και του
μέλλοντος. Είναι εργαλείο για υποβοήθηση της κοινωνίας και της οικονομίας με
βαθιά την αίσθηση ότι πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι. Αυτοί μας
έδωσαν τη δύναμη και επί της ουσίας μας εμπιστεύτηκαν να διαχειριστούμε
ζητήματα που τους αφορούν, διατηρώντας όμως το δικαίωμα να μας ελέγχουν.
Εμείς οφείλουμε να εκπέμψουμε μια διαρκή έγνοια, την
αξιοπιστία και συνέπεια που απαιτείται, έτσι ώστε να αναβαθμιστεί η έννοια των
πολιτικών και της πολιτικής που τα τελευταία χρόνια έχει πληγεί σημαντικά.
Η παρούσα Κυβέρνηση με την οραματική και συνεπή καθοδήγηση
του Πρωθυπουργού της χώρας, θέτει στο επίκεντρο τα παραπάνω. Είναι αποφασισμένη
να αναμετρηθεί με τα δύσκολα και ήδη το πράττει με επιτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου