Κυρίες
και κύριοι Βουλευτές, ελπίζω να είναι προφανές σε όλους εδώ μέσα ότι η
συζήτηση αυτή δεν διεξάγεται, δεν πρέπει να διεξάγεται, για εσωτερική
πολιτική κατανάλωση. Η συζήτησή μας αφορά ένα μεγάλο ανοιχτό ιστορικό
ζήτημα και τίποτα δεν είναι πιο επίκαιρο πάντα από την ιστορία, από τη
συνείδηση και τη διδαχή της ιστορίας.
Αλλά
επιπλέον αυτού, η συζήτησή μας αφορά ένα ζήτημα που τίθεται κατά το
Διεθνές Δίκαιο, άρα έχει τεράστια σημασία η ακρίβεια όσων λέγονται στη
Βουλή των Ελλήνων, γιατί ό,τι λέγεται εδώ και καταγράφεται στα πρακτικά,
δεσμεύει τη χώρα και εντάσσεται σε μία δύσκολη διπλή διαδικασία, που
δεν είναι μόνον πολιτική, αλλά είναι και νομική.
Υπό την έννοια αυτή, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του κάθε
ομιλητή εδώ μέσα, είναι ανιστόρητο και εσφαλμένο και πλήττει τα
συμφέροντα της χώρας να διατυπώνεται η άποψη ότι η Ελληνική Δημοκρατία
έως τώρα δεν έχει θέσει πολιτικά και διπλωματικά το ζήτημα των πολεμικών
αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της
Γερμανίας και μετά τον πόλεμο, αλλά κυρίως μετά την ενοποίηση της
Γερμανίας και την υπογραφή των σχετικών Διεθνών Συνθηκών του 1990.
Διότι
εάν κάποιες Κυβερνήσεις μεταπολεμικές πράγματι δεν ήταν όσο επίμονες
και συστηματικές έπρεπε στον τρόπο με τον οποίον έθεταν το ζήτημα αυτό,
είναι εξίσου λάθος να πει κανείς ότι δεν το θέσαμε και άρα έχει βάση το
γερμανικό επιχείρημα που διετύπωσε προσφάτως ο κ. Σόιμπλε, πως «είναι
πολύ αργά τώρα πια μετά από τέτοια καθυστέρηση και αδράνεια που
αποδυναμώνει τα δικαιώματα της Ελλάδος, να τίθενται ζητήματα για πρώτη
φορά».
Αυτός ο ισχυρισμός της γερμανικής πλευράς
δεν αληθεύει και επαναλαμβάνω ότι είναι πολύ μεγάλο λάθος υπονομευτικό
της προσπάθειάς μας να τον υιοθετούμε άμεσα ή έμμεσα. Κάποιοι μπορεί να
νομίζουν ότι η εθνική αξιοπρέπεια, ο πατριωτισμός, η ίδια η ιστορία,
αρχίζει με την δική τους έλευση στη Βουλή των Ελλήνων ή με την άνοδο την
εκλογική και την κοινοβουλευτική του δικού τους κόμματος, αλλά βεβαίως
δεν είναι έτσι, δεν κινείται έτσι η ιστορία, δεν κινείται έτσι η
πολιτική.
Και πρέπει να πω ότι εδώ διαχωρίζω
απολύτως τον Μανώλη Γλέζο, ο οποίος δεν ανήκει στον ΣΥΡΙΖΑ, ανήκει σε
όλο τον ελληνικό λαό και ομιλεί εξ ονόματος του Έθνους και δεν περίμενε
να εκλεγεί Βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ για να πει αυτά που λέει και
που τα λέει στο όνομα του δικού του ηρωισμού και του δικού του
πανεθνικού ιστορικού ρόλου.
Κυρίες και κύριοι
Βουλευτές, επειδή κρίσιμο είναι το αν η Ελλάδα έχει θέσει το ζήτημα των
πολεμικών αποζημιώσεων και ιδίως του αναγκαστικού κατοχικού δανείου στη
Γερμανία, μετά την κρίσιμη ημερομηνία της ενοποίησης της Γερμανίας, θέλω
να έχει καταγραφεί στα πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων ότι σειρά
ολόκληρη Ελληνικών Κυβερνήσεων -από τις ημερομηνίες που θα παραθέσω θα
καταλάβετε πάρα πολύ καλά ποιου πολιτικού χαρακτήρα ήταν οι Κυβερνήσεις
αυτές- έθεσε με ευθύ, απερίφραστο, διπλωματικά τεκμηριωμένο, τρόπο το
ζήτημα αυτό.
-Μετά λοιπόν το 1990, που είναι η
κρίσιμη ημερομηνία κατά το Διεθνές Δίκαιο, με εντολή του τότε Υπουργού
Εξωτερικών και σημερινού Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κάρολου
Παπούλια, ο Έλληνας Πρέσβης στη Βόννη, όπως ξέρετε, επέδωσε διακοίνωση
στον Γερμανό Υφυπουργό Εξωτερικών, με την οποία ετίθετο με αναλυτικό και
τεκμηριωμένο νομικά τρόπο το ζήτημα του κατοχικού δανείου και εν γένει
της διεθνούς ευθύνης της Γερμανίας.
-Μετά από την
ενέργεια αυτή, το 1997 ο τότε Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων ο
παριστάμενος Απόστολος Κακλαμάνης επισκεπτόμενος τη Βόννη ακόμη
πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, έθεσε στον τότε
Υπουργό Εξωτερικών και Αντικαγκελάριο κ. Κίνκελ το ζήτημα των πολεμικών
αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου μαζί με πολλά άλλα θέματα.
-Το
1998 ο τότε Έλληνας Πρέσβης και μετέπειτα Γενικός Γραμματέας Προεδρίας
της Δημοκρατίας κ. Ηλιανός έθεσε το ζήτημα αυτό στον Γενικό Διευθυντή
Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας, τον κ.
Χόρτσμαν.
-Και η κορυφαία στιγμή ήταν όταν το 2000
κατά την επίσημη επίσκεψη του τότε Προέδρου της Ομοσπονδιακής
Δημοκρατίας της Γερμανίας Ράου ο Έλληνας Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής
Στεφανόπουλος, με την έγκριση και προσυπογραφή της τότε Ελληνικής
Κυβέρνησης, όπως προβλέπει το Σύνταγμά μας, έθεσε με τον επισημότερο
δυνατό τρόπο το ζήτημα στο Γερμανό ομόλογό του. Και αυτό επανελήφθη
λίγες μέρες αργότερα, σε συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών των δύο
χωρών, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής
Ένωσης.
Πρέπει δε να σας πω ότι μετά από όλα αυτά η
κορυφαία πολιτική και ταυτόχρονα νομική ενέργεια που έγινε, ήταν η
απόφαση της τελευταίας Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να παρέμβει η Ελληνική
Δημοκρατία στη δίκη που ανοίχθηκε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με
πρωτοβουλία της Γερμανίας, η οποία ζήτησε από το Διεθνές Δικαστήριο να
υψώσει φραγμό στη διεθνή της ευθύνη, δικονομικό φραγμό, επικαλούμενη τη
διεθνή ασυλία του κράτους, την ετεροδικία δηλαδή της Γερμανίας, ενώπιον
οποιουδήποτε δικαστηρίου άλλου κράτους.
Και
εστράφη η Γερμανία τότε κατά της Ιταλίας, γιατί τα ιταλικά δικαστήρια
και εντέλει ο Ιταλικός Άρειος Πάγιος ήταν αυτός που είχε καταστήσει
αμετάκλητες και εκτελεστές ιταλικές δικαστικές αποφάσεις κατά
περιουσιακών στοιχείων του Γερμανικού Δημοσίου επί ιταλικού εδάφους, για
αποζημιώσεις ιδιωτών που εβλάβησαν ως θύματα της ναζιστικής θηριωδίας
στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Αλλά ο ιταλικός
Άρειος Πάγος είχε θεωρήσει εκτελεστές και τις αποφάσεις των Ελληνικών
Δικαστηρίων για την υπόθεση του Διστόμου, οι οποίες είχαν εκδοθεί μετά
από τη γνωστή ιστορική πρωτοβουλία του αείμνηστου Γιάννη Σταμούλη πρώην
Ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ και πρώην Νομάρχη Βοιωτίας στα όρια του νομού του
οποίου βρίσκεται το μαρτυρικό Δίστομο.
Όταν
λοιπόν η Γερμανία πήρε την πρωτοβουλία να θέσει το θέμα στο υψηλότερο
δυνατό επίπεδο της διεθνούς δικαιοσύνης, στη Χάγη, η Κυβέρνησή μας
απεφάσισε η Ελλάδα να παρέμβει ως μη διάδικος στη δίκη αυτή,
υποστηρίζοντας πως η Γερμανία δεν έχει κρατική ασυλία, ετεροδικία,
υποστηρίζοντας δηλαδή τις θέσεις της Ιταλίας, η οποία ήταν ταυτόχρονα
θύτης κατά τη διάρκεια του φασισμού και θύμα μετά την πτώση του
Μουσολίνι.
Άρα είχε πάρα πολύ μεγάλη σημασία η
απόφασή μας να παρέμβουμε ως απόφαση πολιτική και ως πράξη δικονομική,
διότι πια θα είχαμε μία απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για
το δικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να κινηθούν τα ζητήματα που
αφορούν όχι μόνον ιδιώτες που υπέστησαν βλάβη και ζητούν αποζημίωση,
αλλά και κράτη βεβαίως κατά άλλου κράτους, ενώπιον των δικών τους
δικαστηρίων ή άλλων εθνικών δικαστηρίων.
Κι επειδή
έχω ακούσει πολλά για τη στάση μας σε σχέση με τη Γερμανία, κατά τη
διάρκεια της κρίσης και κατά τη διάρκεια επίπονων και επικίνδυνων
διαπραγματεύσεων για την πορεία του τόπου μας, θέλω να σας πω ότι όλες
οι κρίσιμες διαδικαστικές φάσεις αυτής της υπόθεσης στη Χάγη, δηλαδή η
αποδοχή της παρέμβασής μας ως παραδεκτής, κάτι που σπανίζει στο Διεθνές
Δίκαιο, η υποβολή των γραπτών μας παρατηρήσεων και η ακροαματική
διαδικασία διεξήχθησαν μεταξύ Ιουλίου του 2011 και Φεβρουαρίου του 2012
που εκδόθηκε η περιβόητη απόφαση της 3ης Φεβρουαρίου του 2012 του
Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Δηλαδή τους μήνες που συνέβαινε να είμαι
Υπουργός των Οικονομικών και να έχουμε τη σκληρότερη διαπραγμάτευση για
το δεύτερο πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας, για το μεγάλο
δάνειο, με πολύ ευνοϊκότερους όρους, για το κούρεμα του ελληνικού
δημοσίου χρέους, το μεγαλύτερο που έχει γίνει διεθνώς.
Στις
3 Φεβρουαρίου εκδόθηκε η απόφαση της Χάγης, 21 Φεβρουαρίου διεξήχθη το
κρίσιμο Eurogroup για την έγκριση του Προγράμματος, 9 Μαρτίου έγινε το
κούρεμα του χρέους. Και στη διάρκεια αυτών των δύσκολων μηνών, είχαμε
και υποδείξεις και πιέσεις και ενώ ήταν ανοιχτή η εκκρεμοδικία αυτή,
διαπραγματευόμασταν για το περιβόητο μνημόνιο. Και τίποτε δε μας έκαμψε
να κάνουμε την πιο μεγάλη, ανοιχτή επίσημη, πολιτική και νομική,
σύγκρουση με τη Γερμανία θέτοντας το ζήτημα στο υψηλότερο και
επισημότερο επίπεδο.
Άρα, ποιος μπορεί να πει ότι
τα θέματα αυτά έχουν μείνει έτσι; Κάτι το οποίο είναι ιστορικά
ανακριβές. Και τα καταγράφουμε αυτά γιατί πρέπει η Βουλή των Ελλήνων,
αλλά ιδίως η Διεθνής Κοινότητα και οι φίλοι και σύμμαχοι και εταίροι μας
Γερμανοί, να θυμηθούν και όσοι δεν τα έχουν ξανακούσει να μάθουν, τι
είναι αυτό που έχει συμβεί.
Είμαι ευχαριστημένος
από τον τρόπο με τον οποίο διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις
χειρίστηκαν το ζήτημα αυτό; Όχι. Θα έπρεπε να είναι πολύ πιο επίμονη,
πιεστική, συστηματική η θέση του ζητήματος αυτού αλλά τα ζητήματα
έχουν τεθεί και βεβαίως έχουν διακοπεί κάθε είδους προθεσμίες. Και δε
μπορεί κανείς να προβάλλει ισχυρισμό γι’ αποδυνάμωση του δικαιώματος που
έχει η Ελλάδα.
Τιμώ κι εγώ το ήθος και την
επαγγελματική ικανότητα των στελεχών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους
που υπό το Γενικό Διευθυντής τους, τον κ. Καρακούση, συνέλλεξαν
στοιχεία και υπέβαλαν την έκθεση αυτή. Δε συμφωνώ με το χαρακτηρισμό της
έκθεσης αυτής ως εμπιστευτικής ή απόρρητης. Και συμφωνώ με την πρόταση
του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να λάβουν γνώση τα κόμματα.
Μπορώ
να σας πω ότι είναι και αυτό μεγάλο λάθος, να λέει κανείς ότι υπήρχαν
στοιχεία που δε γνωρίζαμε και άρα ατεκμηρίωτα θέσαμε τα θέματα όταν τα
θέταμε. Όχι. Όλα είναι γνωστά. Οι υπηρεσιακοί φάκελοι του Υπουργείου
Εξωτερικών, οι τρέχοντες, έχουν περισσότερα στοιχεία, είμαι βέβαιος, από
την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου.
Γιατί και το
Υπουργείο Εξωτερικών και η Τράπεζα της Ελλάδος έχουν, λόγω της
αρμοδιότητάς τους, χειριστεί από πολύ πιο κοντά και πολύ πιο πρόσφατα
απ’ ό,τι η περίοδος της κατοχής τα θέματα αυτά. Είναι όλα γνωστά.
Συμφωνώ
με την παραπομπή του θέματος στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την
έννοια ότι χρειαζόμαστε πρόσθετη και επίκαιρη τεκμηρίωση και είναι
απολύτως αναγκαίο να συγκροτηθεί Ομάδα Εργασίας με τη συμμετοχή και του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Υπουργείου Εξωτερικών και του
Υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδας και ειδικών
επιστημόνων σε θέματα Διεθνούς Δικαίου, σε θέματα χρηματοοικονομικά και
ιστορικών οι οποίοι θα παρουσιάσουν την επίκαιρη και ολοκληρωμένη
τεκμηρίωση. Όχι την πρώτη, αλλά μια νεότερη επικαιροποιημένη τεκμηρίωση.
Και
συμφωνώ επίσης, το θεωρώ αυτονόητο, πως πρέπει να ενημερωθεί η υπό το
Μανόλη Γλέζο Εθνική Επιτροπή για τη διεκδίκηση των πολεμικών
αποζημιώσεων από τη Γερμανία. Και όλος ο ελληνικός λαός. Γιατί δεν
κινούμαστε κρυφά. Και για μένα είναι αυτονόητο ότι πρέπει να συγκροτηθεί
και Διακομματική Επιτροπή.
Και χαίρομαι γιατί ο
Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται στο θέμα αυτό τη σημασία του
συνταγματικού τόξου και αποδέχεται την πρότασή μας σε σχέση με τη
συνεργασία των κοινοβουλευτικών δυνάμεων που ανήκουν στο συνταγματικό
τόξο και που πρέπει να έχουν αίσθηση ενότητας, συνείδηση κινδύνου και
υποχρέωση συσπείρωσης προκειμένου να προστατεύσουμε τη δημοκρατία και
την εθνική μας ενότητα. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται σοβαρότητα,
αλήθεια, ειλικρίνεια και συνέπεια.
Υπό την έννοια
αυτή και επειδή η Γερμανία ειδικά για το κατοχικό δάνειο έχει προβεί σε
πράξεις αναγνώρισης και έναρξης εξόφλησης, πρέπει να σημειώσουμε ότι
ειδικά για το θέμα αυτό, του κατοχικού δανείου, που έχει την ιδιομορφία
του, έχουμε και πρόσθετα επιχειρήματα καθώς ο διακανονισμός εξαρχής
υπερέβαινε τα συνήθη έξοδα κατοχής. Άρα, υπερβαίνει και το ζήτημα των
πολεμικών αποζημιώσεων και το ζήτημα της αποζημίωσης ιδιωτών για βλάβες
που υπέστησαν. Βεβαίως με τη Γερμανία είμαστε φίλοι, εταίροι και
σύμμαχοι μακράς πνοής και δεν έχουμε τίποτα το εχθρικό.
Και
δεν τα θυμόμαστε αυτά σήμερα λόγω της κρίσης ή ως αντιστάθμισμα για να
μην είμαστε συνεπείς στους μεγάλους στόχους της δημοσιονομικής και
διαρθρωτικής προσαρμογής. Βεβαίως και θα είμαστε συνεπείς, γιατί η
ελληνική οικονομία πρέπει να αναπνεύσει, η Ελλάδα να ξανακατακτήσει την
αυτοδυναμία της και την ισοτιμία της μέσα στην Ευρώπη. Δεν είναι
αντιστάθμισμα ή αντάλλαγμα σε σχέση με το πρόγραμμα προσαρμογής η
συζήτηση για τις ιστορικές και διεθνείς υποχρεώσεις της Γερμανίας
απέναντι στην Ελλάδα. Κάθε άλλο.
Είναι όμως επίσης
λάθος να λέει κανείς ότι αυτό που έγινε με τη Γερμανία το 1953 με την
άφεση του γερμανικού δημοσίου χρέους, δεν το διεκδίκησε, δεν το πέτυχε η
Ελλάδα. Η Ελλάδα έχει πετύχει ως χώρα μείωση του δημοσίου χρέους της
κατά 130 δισεκατομμύρια, δηλαδή κατά 65 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Τη
μεγαλύτερη μείωση που έχει γίνει διεθνώς.
Και
θέλετε από τη μείωση ν’ αφαιρέσω το κόστος ανακεφαλαιοποίησης των
Τραπεζών, που αφορά το PSI; Όχι τα κακά δάνεια της Black Rock; Τα
αφαιρώ.
Θέλετε ν’ αφαιρέσω και τη μείωση του
χαρτοφυλακίου των Ταμείων που είπα προχθές στην αρμόδια Επιτροπή
Κοινωνικών Υποθέσεων πώς λειτουργεί και πώς λειτούργησε; Την αφαιρώ.
Πάλι η μείωση είναι 50 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Πάλι είναι η
μεγαλύτερη διεθνώς. Και επίκειται η περαιτέρω μείωση του χρέους, η
υπεσχημένη από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Eurogroup με κριτήριο την
επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
Γιατί θεωρούμε
ότι τώρα είναι εφικτή και η μείωση του ΦΠΑ και η επανεξέταση του
Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης; Έτσι; Επειδή βγήκε η
τρόικα την περασμένη Δευτέρα και είπε 6% το δημοσιονομικό έλλειμμα το
πραγματικό της Ελλάδος το 2012. Τυπικά, λογιστικά, 10% επειδή
καταγράφεται η ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, το πραγματικό έλλειμμα
6%. Μια εντυπωσιακή μείωση από το 15,7% χάρις στις θυσίες του ελληνικού
λαού αλλά και χάρις στις δικές μας πολιτικές θυσίες και στο κόστος.
Όταν
έχουμε βρει τρόπο ν’ απορροφηθεί το δημοσιονομικό κενό μέχρι το τέλος
του προγράμματος κι έχουμε συμφωνήσει στο συνολικό στόχο για τα έσοδα
από έμμεσους φόρους, δε μπορούμε να θέσουμε τα ζητήματα αυτά; Με
κορυφαίο το ζήτημα της περαιτέρω μείωσης του χρέους που δεν το θέτουμε
εμείς, το θέτουν οι εταίροι μας, δηλαδή ο διεθνής, δημόσιος τομέας τον
οποίο και αφορά το ζήτημα αυτό.
Θέλω όμως ν’ απευθυνθώ στους
εταίρους μας, Γερμανούς και άλλους και στη Διεθνή Κοινότητα για να
θυμίσω κάτι που δεν το είπαμε ως τώρα: Η Ελλάδα ιστορικά, κυρίες και
κύριοι Βουλευτές, δε συσσώρευσε ποτέ πλεόνασμα τεχνητό ούτε από αποικίες
ούτε από πολέμους, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με άλλες ευρωπαϊκές
χώρες, ίδιου μεγέθους με την Ελλάδα όχι μόνο μεγάλες.
Η
Ελλάδα είναι πάντα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, θύμα
διεθνοπολιτικών συσχετισμών και καταστάσεων. Ο εθνικός διχασμός, η
μικρασιατική καταστροφή, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η γερμανική επίθεση, η
τριπλή κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος ως πρώτη πράξη του ψυχρού πολέμου..
Και όλα αυτά βεβαίως έχουν επηρεάσει το μεταπολεμικό μοντέλο ανάπτυξης.
Αφορούν
τα ιστορικά θεμέλια της ανταγωνιστικότητας, την υστέρηση στις υποδομές,
το μικρoμεσαίo μέγεθος επιχειρήσεων, το μεγάλο, υπερβολικά μεγάλο
μέγεθος της αυταπασχόλησης, τη μετανάστευση.
Άρα η διεκδίκηση
των αποζημιώσεων και της αποπληρωμής του δανείου δεν εφάπτεται με την
δημοσιονομική κρίση και το πρόγραμμα προσαρμογής, ούτε υποκαθιστά τους
στόχους αυτούς.
Αλλά θέλει καθαρά λόγια ως προς το τι και πώς
θα κάνουμε. Δεν αντιλαμβάνομαι τι σημαίνει θα δημιουργήσουμε διεθνές
κίνημα αλληλεγγύης. Δεν πρόκειται για την επιστροφή των Μαρμάρων του
Παρθενώνα. Πρόκειται για πολύ συγκεκριμένα σκληρά πράγματα που αφορούν
διμερείς διακρατικές σχέσεις και το διεθνές δίκαιο. Άμεσα.
Το
ζήτημα έχει τεθεί και πρέπει να ξανατεθεί, όπως το προβλέπει το διεθνές
δίκαιο, πολιτικά και διπλωματικά, σε διμερή βάση με ευθύ και πλήρως
τεκμηριωμένο τρόπο, μεταξύ εταίρων φίλων και συμμάχων. Δεν μπορούμε να
αφήσουμε το ζήτημα να υφέρπει σε μια γενική πολιτική συζήτηση, γιατί
αυτό θα υπονομεύει τις ελληνογερμανικές σχέσεις.
Θα
δημιουργεί δε στη συνείδηση του ελληνικού λαού ένα ακόμη αίσθημα
διεθνούς αδικίας, θα τροφοδοτεί μια συνωμοσιολογική θεώρηση της
ελληνικής ιστορίας και της ελληνικής πολιτικής ζωής και θα επιτρέπει
ανέξοδες επιδείξεις υπερπατριωτισμού που τροφοδοτούν τις
αντιδημοκρατικές επιλογές και συμπεριφορές. Όχι. Θα τεκμηριώσουμε τη
θέση μας και θα τη θέσουμε όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο με καλή
πίστη μεταξύ φίλων, συμμάχων και εταίρων που έχουν στρατηγική προοπτική.
Η
άρνηση αποδοχής των θέσεών μας, συνιστά διεθνή διαφορά, κατά το διεθνές
δίκαιο. Ξέρουμε τι έχει πει η Χάγη. Η οποία ζήτησε από τα διάδικα μέρη,
Γερμανία και Ιταλία, να προβούν σε πολιτική και διπλωματική
διαβούλευση, όπως προβλέπει ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ. Και αυτό που
θα μας πει το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, η ειδική Νομική Υπηρεσία του
Υπουργείου Εξωτερικών, η επιστημονική κοινότητα που ασχολείται με τα
θέματα αυτά, με βάση και την αξιολόγηση της νομολογίας του Διεθνούς
Δικαστηρίου, και της Νομολογίας του Στρασβούργου του Ευρωπαϊκού
Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου -που κι αυτό έχει αποφανθεί όχι
ευνοϊκά για αυτούς που διεκδικούν τις αποζημιώσεις δυστυχώς- είναι να
μας πει σε ποιο φόρουμ και με ποιο τρόπο πρέπει να τεθεί το ζήτημα αυτό;
Γιατί εφόσον τα ζητήματα υπάρχουν και εφόσον οι καλοί λογαριασμοί
κάνουν τους καλούς φίλους, πρέπει κι εμείς να κινηθούμε έτσι όπως
κινηθήκαμε και το 2011 με την παρέμβασή στο Διεθνές Δικαστήριο της
Χάγης. Όταν η χώρα, από πλευράς δημοσιονομικής κρίσης και αναγκών
δανειοδότησης ήταν σε πολύ χειρότερο σημείο απ’ ό,τι είναι σήμερα που
έχουμε διανύσει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτής της επώδυνης
διαδρομής.
Άρα, κυρίες και κύριοι βουλευτές, να
λέμε την αλήθεια, να είμαστε ακριβείς, να μην διατυπώνουμε ανακριβείς
ισχυρισμούς που υπονομεύουν ιστορικά, πολιτικά και νομικά τη θέση της
χώρας, αυτό που λέμε περί εθνικής ενότητας να το εννοούμε στην πράξη και
να κάνουμε αυτά που πρέπει με επαγγελματισμό και συνέπεια και με
αίσθηση του πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται η χώρα.
Ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου