του Β.Π.
Καραγιάννη
Είχα εντελώς
παραμελήσει - λησμονήσει μάλλον- αυτό το βιβλίο (
«Ταξιδιωτικό στα βιβλία. Μαθητεία στο ταξίδι, 1995-2003 χρόνια στο ΙΝΒΑ και τη
Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, εκδ. Πα ρέμβαση, 2010) το οποίο τελικά ήταν μια εξομολόγηση
άλλοτε επιφανειακή κι άλλοτε βάθους για τη δημόσια περιπ έτειά
μου στα βιβλία που μπορεί να έληξε ως τέτοια εκεί, αλλά δεν έληξε επί του προσωπικού
και συνεχίζεται εφ’ όλης της ύπαρξής μας. Το έγραψα ,εκτονώθηκα, ησύχασα ή έτσι
νόμιζα.
Το να κάνεις κάτι που σ’ αρέσει,
όπως σ’ αρέσει και μάλιστα να αμείβεσαι γι αυτό, είναι μια συναρπαστική
πραγματικότητα που λίγοι τη βιώνουν για αυτό κατ’ αρχήν θα πρέπει να πω έναν αναδρομικό
λόγο ευχαριστίας σ’ αυτούς που μου ζήτησαν να αναλάβω το ρόλο και μου εμπιστεύτηκαν
το άγνωστο γι αυτούς πνευματικό εγχείρημα έστω κι αν γρήγορα έδειξαν να το μετάνιωσαν!
Ηταν μια πολύτιμη εμπειρία, επί
χρήμασι αποκτηθείσα η διευθυντική διαχείριση δημοσίων πραγμάτων και χρημάτων
στην κατηγορία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του Ινστιτούτου Βιβλίου
και Ανάγνωσης, εκεί που υπήρχε η ψυχή μου και συνακόλουθα η καθημερινότητα μου.
Πρώτα ένοιωσα τον εαυτό μου αμήχανο ως προς τον τρόπο διοίκησης αφού προσερχόμουν από το ελεύθερο
επάγγελμα σ’ ένα δημοτικό υπαλληλικό λειμώνα με όλα τα συμπαρομαρτούντα άνθη
του κακού, του καλού και του αδιάφορου. Μετά με την άνεση του μη αγκυλωμένου
στη ρουτίνα ανθρώπου, κατάλαβα έκπληκτος το πως διασπαθίζονται τα δημόσια χ ρήματα από ορισμένους πάντα υπέρ των πολιτών φυσικά. Στο ενδιάμεσο
αυτών των δύο γνώσεων κι απογνώσεων, μια περίπου 8ετής πε ρίοδος συναρπαστικής συνύπαρξης με τις αδυναμίες μας, τους ανθρώπους
όλων των ειδών, τα βιβλία και τα χαρτιά, τα ταξίδια, τη μουσική, εκείνους που προϋπήρξαν
κι εκείνους που συνεχίζουν κ.λπ. Ηταν όμως κάτι καταφανώς θελκτικόν...
Αυτά διεξέρχομαι στο βιβλίο αυτό που
τόσο καθυστερημένα θυμήθηκα και όσα απόψε θα πω υπάρχουν στον πυρήνα και στον
πε ρίγυρο του βιβλίου,
όπως και στο εσωτερικό του οίκου ή στον αυλόγυρο αυτής της πόλης. Αποτελεί η
αφήγηση τη δική μου αλήθεια για τα συμβάντα,
τα γράμματα και τα βιβλία στην Κοζάνη οκταετία 1996-2003. Μπορεί να υπάρχουν και
οι αλήθειες των άλλων αλλά που δε θα μάθουμε. Ομως έκανα τον απολογισμό μου και
τον κατέθεσα δημόσια μάλλον προς σιωπήν. Ας έκαναν το παρόμοιο όσοι κατά
καιρούς διαχειρίστηκαν κοινές υποθέσεις και πρωτίστως χ ρήματα.
Α’
Τι έγινε εκείνη η Αόρατη Πόλη του Βιβλίου;
Ο,τι έγιναν οι «Αόρατες πόλεις» του Ι. Καλβίνο. Πόλεις της
ουτοπίας, της αναζήτησης, του διαφορετικού, του άπιαστου, του πε ρίεργου,
του αλλόκοτου, όλες με ονόματα γυναικών, αυτά τα ονόματα άλλωστε
σε υποβάλλουν σε φευγάτες διαθέσεις: Οκταβία, Σερμούνδη, Σωφρονία, Ολιβία,
Βαλτράδα, Χλόη, Ευτροπία, Υπατία, Ευφημία, Ζηνοβία, Ζωή, Φεδώρα. Μαυριλία,
Ισαθρα, Δέσποινα, Ζόρα , Ζαϊρα, Δωροθέα Ισιδώρα, Διομ ίρα
και άλλα. Μυσ τήριες αλλά πραγματικές στο φαντασιακό του συγγραφέα μου θυμίζουν "το Βιβλίο των
Φανταστικών Όντων" του Χ.Λ. Μπόρχες.
Αυτές οι πόλεις, όπως κι εκείνη η
Αριστοφανική Νεφελοκοκκυγία, είναι κατασκευές των συγγραφέων απόρροια
της διαφεύγουσας πραγματικότητας αλλά και του διαφυγόντος κέρδους τους στο
χρόνου, ο οποίος δεν μπορεί να σταματήσει κι ούτε να τον σταματήσεις με σταματούρες
ανθρώπινες. Τις πόλεις αυτές τις ζούμε καθ’ υπερβολήν μεθυσμένοι κι όχι
καθ' υποβολήν ξεψυχισμένοι.
Μια τέτοια πόλη φανταστήκαμε κι εδώ.
Την «Πόλη του Βιβλίου» φτιαγμένη με τα υλικά απ’ αυτά που είναι φτιαγμένα τα
σαιξπηρικά όνειρα. Τις πόλεις αυτές τις αγαπούμε συνήθως αμέσως μετά την άλωσή
τους από το χρόνο και
τον τ ρόπο των μικρών
ανθρώπων που συνήθως από κάποια στιγμή
και μετά τις διαδέχονται στη διαχείριση ή και απλώς τις κατοικούν. Α λλά κανείς τρίτος αγεωγράφητος στον έρωτα των
βιβλίων δεν μπο ρεί να
διαχειριστεί τα όνειρα
περί αυτών. Θέλω να πω τις νοσταλγούμε σαν ένα κομμάτι του άλλοτέ μας.
Το 1995 συστήθηκε νομικά και το 1996 έλαβε οργανωτική ύπαρξη
το ΙΝΒΑ. Οπως η πόλη της Σωφρονίας που δημιουργήθηκε από δύο μέρη, σαν τη
Βουδαπέστη, δημιουργήσαμε αυτή τη νοητή συνθήκη πόλεως που ε ίχε
περισσότερο ηθικό περιεχόμενο και γοητευτική προοπτική, ανταποκρινόμενοι στις
δικές μας φαντασιώσεις πα ρά στις απαιτήσεις του καιρού και
του τόπου. Δύo τμήματα τη συνέθεσαν ένα ιστορικό, πανελλαδικό, μέγεθος
γραμμάτων, η Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, και το άλλο μια θεσμική συνθήκη
κίνηση του βιβλίου και ανάγνωσης πανελλήνιου ενδιαφέροντος και αναφοράς. Μπήκαμε
σε μια περιπέτεια που αποδείχτηκε πραγματική στην ουτοπία της και δύσκολη ύπαρξη
στη συνέχειά της. Οι καλύτερες των προθέσεων πάντα βρίσκουν καλύτερους
κατεδαφιστές μαζί
με τα ανυπέρβλητα εμπόδια εκ της διανοητικής απελπ ισίας
των άλλων. Στο τέλος της,
κάπου στο 2003, εκδοτικά η Κοζάνη μετρούσε γενικό σύνολο εκδ όσεων κι
όχι μόνον του ΙΝΒΑ, περί τις 250 , μακρ άν δηλ. κάθε άλλης επαρχιακής πόλης.
Οι πα ρόμοιες πόλεις φύονται στους γεωγραφικούς
χάρτες αφού υπάρχουν π ρώτα στους χάρτες των ονείρ ων μας, φυτεύονται δε στις πόλεις, όπως τα αντίστοιχα χωριά
στη γαλλική ύπαιθρο, και δημιουργούνται από πολίτες γεμάτους ίσως πτώσεις επί του
προσωπικού αλλά με ανατάσεις επί του συλλογικού είναι.
Αυτή η ιδεατή πόλη εξαχνώθηκε
φυσικά, όμως μια ευεργετική αύρα μνήμης μένει σ’ εκείνους που τη δημιούργησαν, την έζησαν, την επωφελήθηκαν και
την νοσταλγούν με εκείνη τη νοσταλγία και τη μελαγχολία των παλιών αδιάβαστων βιβλίων
στα οποία σταματούν συλλογισμένες οι τις ευγενικές υπάρξεις και συνυπάρξεις.
Β.
Γιατ
ί διέλυσαν το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης;
Απάντηση μόνη. Γιατί δεν μπόρεσαν να
το κρατήσουν ζωντανό αφού όσοι το διαχειρ ίστηκαν μετά το 2003 δεν τους
συνέδεε τίποτα με τον πολιτισμό, την αισθητική, τη συλλογιστική, την
τρυφερότητα του είδους του.
Οσοι πέρασαν από την προεδρεία αυτής
της ιδιόμορφης δημοτικής επιχείρησης, μετά τον κ. Γ. Τιάλιο, τον μόνο πρόεδρό
της που γν ώριζε
περί τίνος επρόκειτο, ήταν κι αποδείχτηκαν
από ανεπαρκείς έως και βλαβεροί για τα γράμματα της πόλης και τη Βιβλιοθήκη,
ανεξάρτητα του τι ήταν ο καθένας τους στην προσωπική, επαγγελματική ή πολιτική
του ύπαρξη. Η μόνη τους ικανότητα ήταν να φέρουν την αποτελμάτωση και να προκαλέσουν την έργω
διάλυση. Τους ανέθετε καθοριστικούς ρόλους στο ΙΝΒΑ και τη ΔΒΚ η προ ϊσταμένη δημαρχιακή αρχή,
κυρίως για να τους ξεφορτωθεί από τη διεκδίκηση άλλων αμειβ όμενων δημοτικών αξιωμάτων. Στο
πνεύμα να περάσουν υποχρεωτικά από διετή αγρανάπαυση μέχρι την επιστροφή τους
σε θέσεις με χρήματα. Να διοικήσουν μια
άγνωστη σ’ αυτούς περι οχή του
τόπου μας στο τώρα και στην ιστορία του. Στη συνύπαρξή μου μ’ αυτού του είδους
πρόσωπα, φορές σχεδόν ντρεπόμουν για την απελπισία του πνευματικού τους κόσμου
στο ρόλο αυτό, σε σύγκριση με άλλους προέδρους πόλεων στο αυτό Εθνικό Πολιτιστικό Δίκτυο Πόλεων και την Επικράτεια Πολιτισμού. Ομως αυτός που τους
όριζε κερδοσκοπούσε ψηφοθηρικά σε βάρος της πόλης, της ιστορίας της και των
γραμμάτων της και άλλο τι δεν τον ενδιέφερε, από ένα σημείο και μετά. Αγνοούσαν,
τους γενικούς νόμους, τις συστατικές πράξεις, τα διαδικαστικά, τις λεπτές αποχ ρώσεις του
θεσμού. Δεν ήξεραν, αλλά και δεν ρωτούσαν αρκούμενοι στο εγωιστικό γονίδιο κάθε
εξουσίας ιδίως εκείνης της ασημαντοεξουσίας, η οποία εξ ορισμού γνωρίζει τα
πάντα ακόμα και την λεπτολογία ενός πρωτοποριακού πανελληνίου θεσμού γραμμάτων,
τον οποίο διαχειρίζονταν στο επίπεδο φανού της γειτονιάς. Ηταν μια φαιδρά
συντεχνία προέδρων, που βρήκε αυτή τη σημαία ευκαιρίας για την εντελ ώς δική τους μικροαυτοπροβολή
(στην αναβροχιά της καλή είναι κι αυτή) χωρίς τίποτα το θυσιαστικό, καμιά
έμπνευση, χωρίς αγάπη γι’ ό,τι αναλάμβαναν και με απύθμενη άγνοια αυτού.
Μια αέρινη προσπάθεια η οποία έφερε
τα πάνω κάτω στην πόλη και την έκανε πανελληνίως ενδιαφέρουσα, έπεσε θύμα της προσωπικής
τους ανικανότητας, της δημοτικής αδιαφορίας, της διευθυντικής ιδιοτ έλειας,
του δημοσιοϋπαλληλισμού. Θα μπορούσε ακόμα και σήμερα να συνεχίσει να υπάρχει το ΙΝΒΑ ως θεσμός και κίνηση γραμμάτων κι όχι
απαραίτητα με τη μορ φή της Δημοτικής Επιχείρησης. Ομως το κύριο ζητούμενό της,
ήταν κι αυτό που έλλειπε, δηλ. η έμπνευση
και η αυτοθυσία, λίθοι πολύτιμοι ως ανθρώπινη διάθεση κρυμμένοι και υπό ανακάλυψη
κι όχι υπό
κατασκευή. Αυτά όμως δεν είναι και τόσο
αυτονόητα σήμερα στην πόλη μας κι όχι μόνον. Οσοι ακολούθησαν στη διοίκηση και
τη διεύθυνση μετά την Ανοιξη του 2003 αυτοί στερούνταν καλλιτεχνικά που γράφει
ο κ. Μουφλουζέλης, αλλά εννοεί στην περίσταση μας, τα κρίσιμα πνευματικά απαιτούμενα.
Γ. Για ποια Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης;
Διαχωρίζω εδώ την ιστορική Δ.Β.Κ. από
την Κοβεντ άρειο κτηριολογική μετονομασία της, λόγω δωρεάς ξεπερασμένης
από το χ ρόνο και η οποία σήμερα αποτελεί μια εξαλλαγή προς το χαμηλό της
ύπαρξής της.
Στέκομαι στις πιο χαρακτηριστικές,
καθοριστικές της χρονολογίες που σηματοδοτούν πρόσωπα και πράξεις.
1668 (ή 1676 κατά Χ. Πατρινέλη). Η ομιχλώδης αφετηρία της ως σχολική της τότε Σχολής της Κοζάνης
1813 Οίκος Βελτιώσεως (με τον Χρυσό Αιώνα
των κοζανίτικων γραμμάτων)
1916 Αναγνωστήριο Κοζάνης (Ο Επίσκοπος
και μετέπειτα Πατριάρχης Φώτιος να συγκεντρώνει
γύρο της όλους τους επιφανείς λογίους της πόλεως).
1923 Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (Ν.
Π. Δελιαλής ο νεοφανής φτωχός άγιος της Βιβλιοθήκης)
1964 Κοβεντάρειον κτήριον της Δ.
Β. Κοζάνης (ο Β. Γ. Σαμπανόπουλος να το προσπαθεί εξαιρετικά, διακριτικά αλλά κι
εγωιστικά - λόγω επίγνωσης του τρόπου του- και να πέφτει θύμα της δημοτικής εγωιστικής
ημιμάθειας.
1995 Η Βιβλιοθήκη ως π ρώτη και καθοριστική συνιστώσα της Πόλης του βιβλίου με το
άρτι συσταθέν ΙΝΒΑ και να της συμβαίνουν πρ άγματα τα οποία δεν έγιναν
όλα τα προηγούμενά της χρόνια. Μια ανθοφορία πρωτοφανής όλης της ύλης της.
2003 Τέλος ανοίξεως. Η δεύτερη «σχολική»
επιστροφή της. Εδώ το σχολική έχει την έννοια του παιδαριώδους. Η περίοδος του «ό,τι
‘ναι» της. Ποια π ρόσωπα και έργα συνθέτουν το νυν πνευματικό μεγαλείο της έσχατης ανυποληψίας της αλήθεια;
201... Το νέο κτίριό της που πρέπει
να παραδοθεί στη γενιά των νέων ανθρώπων και παθιασμένων για τα γράμματα και
την ιστορία της πόλης για να μην μείνει απλούν κέλυφος, ήγουν προϊστορικό κήτος
ξεβρασμένο στον άνυδρο τόπο μας.
Σκέψεις φτερού.
α. Δεν είναι μόνον τα κτίρια που
ολοκληρώνουν την έννοια της Βιβλιοθήκης. Αλλά πρωτίστως η ιστορία, το υλικό της,
οι άνθρωποι, οι ερευνητές, οι χρήστες, τα βιβλία, οι συγγραφείς του τόπου και
οι εκτός του.
β. Η Ψηφιοποίηση της (αυτή που
χαρακτήρισαν οι εφημερίδες των Αθηνών
υπονοώντας διάφορα ως «τι σου κάνω μάνα μου») με τον άμεσο Απόλογό της
(δημόσιο απολογισμό αλλά και συλλογισμό για αναθεώρηση των προτεραιοτήτων που
έχουν θέσει οι άσχετοι της ουσίας και
της ιδιαιτερότητας της Βιβλιοθήκης.
γ. Ως πνευματική εμπροσθοφυλακή της μετάβασής
της η συγγραφή λίγων εμβληματικών μονογραφιών, που λε
ίπουν
από την τοπική βιβλιογραφία και βιβλιοθηκογραφία με ανάθεση του έργου από την τοπική
πολιτεία σε νέους επιστήμονες .
δ. Η προσπάθεια καλλιέργειας σ’ εκείνους τους δεκτικούς
και χαρισματικούς νέους της πόλεώς της ανάγκης τελικά να αγαπήσουν τη
Βιβλιοθήκη, να εμπνευστούν απ’ αυτήν και σ’ αυτήν, να αναλώσουν και ν’
αναλωθούν σ’ αυτήν της οποίας θα είναι οι συνεχιστές
της,
όπως και της πνευματικής πα
ράδοσης
του τόπου. Μιας συνέχειας όπως της αξίζει κι όχι όπως της προκύπτει στα χαμένα
εική κι ως έτυχεν.
ε. Να σταματήσει χτες το εμπόριο και το πα ρεμπόριο της γνώσης στη Βιβλιοθήκη που επέβαλε ο Δήμαρχος κι
οι αδαείς υπηρέτες του, ως φόρο στους χρήστες της σε καιρούς άγριας λιτότητας.
ζ. Οι εποχές της Βιβλιοθήκης οι
άνθρωποί της, η προσφορά τους σ’ αυτήν και στης πόλης τα γράμματα, να βγουν στο
φανερό, να γίνουν οι συγκρίσεις αλλά κυρίως οι συγκρούσεις με το σημερινό της τίποτα για να ξεκινήσει το
μετά της.
η. Στις πόλεις με πα ρόμοιους θεσμούς υψηλής
πνευματικ ότητας επανδρώνουν αυτούς οι σημαντικότεροι στο είδος
τους πολίτες όπως γινόταν και μέχρι πριν λίγα χρόνια στη Βιβλιοθήκη. Μήπως ο κ.
Δήμαρχος μπο ρεί να μας
μαρτυρήσει τους εκλεκτούς στα γράμματα συμπολίτες που τοποθέτησε στη Βιβλιοθήκη, το
σημαντικότερο πνευματικό θεσμό στην ιστορία της πόλης του. Αν ο Ν ίτσε
μας κληροδ ότησε τη «Χαρούμενη γνώση» εδώ μας διακινούν τη
χαζοχαρούμενη εκδοχή της.
θ. Μια συνάντηση ανθρώπων καλής
θελήσεως και γνώσεως με το ερώτημα - τίτλο: Τι ήταν τι είναι και τι θα ήθελε να γίνει η Βιβλιοθήκη όταν
μεγαλώσει με τα το 4.500 τ.μ. δίπλα από
Δημοτικό κήπο και πάνω στις πρώην αποθ ήκες γεωργικών προϊόντων με μικροοργανισμούς προσώπων
και σαπρόφυτα νοοτροπιών που παρέμειναν από την προηγούμενη
χ ρήση του
χώρου αλλά επιβιώνουν και στη νυν Βιβλιοθήκη.
Επιμύθιον.
Συνηθίσαμε σε μια γκρίζα, δημόσια και
μελαγχολική, πολιτιστική και πνευματική πραγματικότητα και τη θεωρούμε πλέον
σαν κάτι μη ανατρέψιμο, αφού συνδέεται και συγχέεται με μια παγιωμένα βαλτωμένη
και τελματωμένη δημοτική διοίκηση με την αφόρητη επανάληψη κι ανακύκληση των αυτών
έως κι αισθητικού κορεσμού, προσώπων. Ολα δείχνουν αμετακίνητα .
Ομως δεν είναι αυτή η αλήθεια της σημερινής πόλης. Δεν είναι «Σβησμένες όλες οι
φωτιές οι πλάστρες μες στη
Χώρα». Σιγοβράζουν καζάνια δημιουργίας
οργισμένα και στάχτες ανακατεύονται για τις μικρές αλλά καθοριστικές πυρκαγιές
της.
Ετοιμάζεται ήδη στις συνειδήσεις των συμπολιτών ένα ασύντακτο κίνημα πολιτισμού
της πράξης που θα σαρώσει τον κονιορτό της μετριότητας ο
οποίος κατακάθισε σαν ίζημα λάσπης στα γράμματα στην τέχνη στο πολιτισμό της
πόλεως Κοζάνης.
ΥΓ1. Το βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ
έκλεισε, το ΕΚΕΒΙ ομοίως κι εγώ τελευταία δεν αισθάνομαι καλά, θα μπορούσε να
πει ο εδώ χώρος αν είχε φωνή. Ομως η φωνή
της διευθύνουσας αυτού του οικοτροφείου συνειδήσεων και βιβλιοσωμάτων ακούγεται
και συνεχίζεται στην καθημερινή της ουσία. Κι ευτυχώς δηλαδή. Ο χώρος που μας φιλοξενεί απόψε και μας
φιλοξένησε τόσες φορές εδώ και 2,5 δεκάδες χ ρόνια ύπαρξης του είναι
τώρα η μόνη, μοναδική, μοναχική βιβλιοαίσθηση της πόλης αφού εδώ στο
βιβλιοπωλείο των βιβλίων και μόνον διεξάγεται ο ουσιαστικός διάλογος γραμμάτων . Τα άλλα είναι απλώς επαρχία με όλα της τα μαρτύρια τα μαρτυρικά
και χαζοχαρούμενα του βιβλίου διαπ ράγματα.
ΥΓ2. Εισήγηση που διαβάστηκε στις 23
Απριλίου παγκόσμια ημέρα του βιβλίου στην εκδήλωση του ΣΥΝ-Βιβλιοπωλείου με συν
- εταίρο στην παρουσίαση τον Αντ, Κάλφα
(«Γιατί διαβάζουμε λογοτεχνία ή όταν η Prada βραβεύει λογοτεχνικά ταλέντα»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου