Χρόνια λανθάνει στη βιβλιοθήκη μου και στην άτακτη
κι αστοίχιστη ντάνα (ντάνες δηλαδή) των αδιάβαστων βιβλίων, μια φωτοτυπημένη
έκδοση, σε μορφή βιβλίου δεμένη. Γράφει στην πρώτη σελίδα του: «Του νέου
Ρόμπινσον συμβάντα», κύριος τίτλος και ο υπότιτλός του σιδηρόδρομος:
«Συντεθέντα μεν εις Γερμανικόν ιδίωμα, μεταφρασθέντα δε εις την απλήν ημών
διάλεκτον παρά Κωνσταντίνου Δημητρίου Μπέλιου
του εκ Λινοτοπόλεως της Μακεδόνιας, και παρ’ αυτού αφιερωθέντα τοις
εντιμοτάτοις, χρησιμοτάτοις και εν πραγματευτείς αρίστοις Αυταδέλφοις Κυρίοις
Κυρίοις, Αδάμ και Δημητρίω Κωνσταντίνου Τζετήρη ων και τοις αναλώμασι τύποις
εκδοθέντα. Τόμος Α’ Εν Βιέννη της Αούστριας 1791. Εκ της Ελληνικής Τυπογραφ.
Γεωργ. Βεντότη».
Το
ζήτησα από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής κάποτε και μου το έστειλαν φωτοτυπημένο,
είχα πετύχει λίαν καταδεκτικούς ανθρώπους και ευγενικούς προσέτι. Δύο οι λόγοι
της αναζήτησής του.
α.
Ο,τι έχει σχέση με τον Ροβινσώνα Κρούσο του Δανιήλ Ντεφόε, από τα πρώτα παιδικά
και πλέον αγαπητά μου βιβλία, το συμμαζεύω σαν να βρίσκω πεταμένους καταγής
κόκκους χρυσού από την ύλη της άλλοτε μνήμης μου, μια σπονδή στο αμετάκλητα
χαμένο του χρόνου.
β.
Η μετάφραση του έργου έγινε από τον βαρόνο (τον ανακήρυξε ο αυτοκράτορας της
Αυστρίας), Κ. Δ. Μπέλιο, (1779-1838) ο οποίος, πλην του ότι υπήρξε μέγας
ευεργέτης της Ελλάδος, κατάγονταν από τη
Βλάστη της επαρχίας Εορδαίας, (από το καταστραφέν Λινοτόπι ήρθαν οι δικοί του)
δηλαδή του Ν. Κοζάνης. Αρα είχε κι ένα λόγο εντοπιότητος η αναζήτηση. Ο
μεταφραστής του δηλώνει στην «Προς τον αναγινώσκοντα είδησίν» του πως
επιχείρησε αυτό «δια να γίνει χρήσιμον εις τα παιδία πού δεν έχουν κανέν βιβλίο
να αναγιγνώσκουν και να μανθάνουν την ιδίαν γλώσσαν, αλλά με τόσους κόπους και
δυσκολίας χάνουν τον καιρόν εις την οκτώηχο και ψαλτήριο, χωρίς να εννοούν μίαν
λέξιν, και να χρησιμεύσει τοιουτοτρόπως και εις το ημέτερο γένος, το πότε μεν
λαμπρόν τε και ένδοξο δια τας Μούσας, νυν δε ακλεές τε και άδοξο δια την φυγήν αυτής.
Επειδή πάσαν του, φευ! την λογική δόξαν οι παρελθόντες τρεις αιώνες, ωσάν τινές
βιαιρίτε και σφοδροί χείμαροι την παρέσυραν, και αν δε φύσης κανένας βόρειος
λαίλαψ, βέβαια δεν θέλει ποτέ επιστρέψει».
Παραθέτω
ολόκληρον και στη γλώσσα του βιβλίου τον πρόλογο ο οποίος συμπληρώνει όλα τα
προαπαιτούμενα της αφήγησης που περιγράφουν τα λεξικά κι όπως και πάλι το
δηλώνω, εγώ αντιλαμβάνομαι.
«Ευρίσκετο
μιαν φοράν, εις την πόλιν Αμβούργο κοινώς Χαμπούργ, μία ευλαβής και τιμημένη
φαμήλια η οποία εσυνίστατο από μικρούς και μεγάλους, οκτώ τον αριθμό, δηλ.
πατέρας, μητέρα, πέντε υιοί και μία θυγατέρα. Αυτή η φαμήλια τόσον ηγαπημένη
ήτον, ώστε οπού όχι μοναχά εις όλους τους Χαμπουργιανούς, αλλά σχεδόν και εις
άλλας πολλάς πόλεις της Ευρώπης έγινε ένα κοινόν παράδειγμα. Και ποτέ δεν
ηκούετο από αυτήν άλλος κανένας λόγος, παρά το: «Προσεύχου και δούλευε». Οι
γονείς και τα τέκνα τους δεν εγνώριζαν εις όλην την ζωήν καμιάν άλλην τέχνη,
παρά την εξακολούθησιν αυτής της εντολής. Εις τον καιρόν δε οπού εδούλευεν αυτή
η φαμήλια επαρακαλούσαν τα παιδία τον πατέρα των δια να τα διηγήται από καμιάν
ηθική ιστορίαν, ωσάν οπού τοιαύτη ιστορία ημπορούσαν να ακούσουν και να μάθουν
πολλά καλά και ωφέλημα παραδείγματα, με τα οποία στολίζονται τα ήθη των νέων. Ο
πατέρας δε πάλιν δεν απέλιπε πάντοτε από το να τα διηγήται ποτέ μεν τέτοιες
ιστορίες, πότε δε παραβολάς, τας οποίας οι νέοι ηκροάζοντο με μεγάλη προσοχήν
και χαρά· αυταίς δε οι διήγησες εσυνήθιζον να γίνονται, ως επί το πλείστον, τω
εσπέρας μετά το βασίλευμα του Ηλίου.
Εις
μιαν από αυτάς τας εσπέρας έταξεν ο πατέρας εις τα παιδία, ότι θέλει τα διηγηθή
μίαν κατά πολλά περίεργον ιστορία του Νέου Ρομπινσόν, οπού εις τας ημέρας του
συνέβηκε· όθεν τα παιδία αφ’ ου ήκουσαν αυτό το τάξιμον του πατρός, δεν έλειπαν
από το να τον παρακαλούν, δια να τα διηγηθή μίαν ώραν προτύτερα. Ο πατέρας των
λοιπόν δια να ευχαριστήσει την μεγάλην των περιέργειαν, και να καταπραϋίνη την
ανυπομονησίαν των επήρεν όλην την φαμήλιαν και εβγήκεν έξω εις τον μπαχτζέν δια
να εύρουν καμμιάν εύμορφον πρασινάδα να καθήσουν. Ο Αλέξανδρος δε ο πρωτότοκός
τους υιός βλέποντας μίαν πολλά εύμορφον και ευρύχωρον πρασινάδα, υποκάτω εις
μίαν μηλέαν, είπε προς τον πατέρα του, πάτερ, εδώ είναι πολλά ωραία να
καθήσωμεν, επειδή άλλον καλύτερον τόπον από αυτόν δεν ευρίσκομεν. Ο πατέρας και
όλη η φαμήλια απεκρίθησαν, ναι και με μεγάλην τους χαράν πηδώντες και
κροτούντες τα χέρια εκάθησαν. Ο πατέρας δε δια να ακούσουν την διήγησιν με
περισσοτέραν νοστιμάδα, τα είπε πως δεν πρέπει να καθήσουν παντελώς αργά εις
τον καιρόν της διηγήσεως· όθεν τα παιδιά ευχαριστήθησαν εις αυτόν τον λόγον του
πατρός, και τον επαρακάλεσαν οπού να τα διορίση κανένα εργόχειρον. Η μητέρα
λοιπόν δεν αργοπόρεσε να τα διορίση ρεβίθια και κουκία να παστρεύουν.
Αφ’
ου λοιπόν εκάθησαν όλα κατά τάξιν, άρχισεν ο πατήρ την διήγησιν κατά τον
ακόλουθον τρόπον.
«Ητον μίαν φοράν εις αυτήν την ιδίαν πόλιν
Χαμπούργ, ένας άνθρωπος Ρομπινσόν ονομαζόμενος... κ.λπ.»
Εδώ
σταματήσαμε κι εμείς. Ίδωμεν κάποτε (πότε;) την ένδοξον συνέχεια της αφήγησης,
η οποία όπως είδαμε ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, διεξάγετε μετ’ ερωτοαποκρίσεων
(κάτι που προσμοιάζει με τη χρηστομάθεια) των ακροατών παιδαρίων προς τον
αφηγητή πατέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου