Επίκαιρα Θέματα:

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Ομιλία Φίλιππου Σαχινίδη στη Βουλή για την Κύρωση του Ισολογισμού-Απολογισμού του Κράτους οικονομικού έτους 2010.

Οι μέρες που διανύουμε είναι από τις πιο κρίσιμες της μεταπολεμικής μας ιστορίας. Βρισκόμαστε μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία της χώρας. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν τις επόμενες ημέρες, θα κρίνουν την πορεία της για τα επόμενα χρόνια και θα οριοθετήσουν τις στρατηγικές της επιλογές.
Σημαντικό γεγονός αποτελεί ότι συμμετοχή στη διαμόρφωση και τη διαπραγμάτευση των αποφάσεων αυτών έχει ένα μεγάλο πλειοψηφικό μέρος του Κοινοβουλίου. Η εξέλιξη αυτή προέκυψε μέσα από τη συνειδητοποίηση, έστω και κάτω από πιεστικές δύσκολες και έκτακτες συνθήκες, ότι προέχει η προστασία της χώρας και των πολιτών.
Επομένως, ακόμα και αν οι ιδεολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των κομμάτων που υφίστανται και αναδεικνύονται καθημερινά όλο αυτό το διάστημα είναι σημαντικές, η συνεργασία κρίθηκε ως αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή υλοποίηση των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου. Πριν συζητήσουμε για τον Απολογισμό και Ισολογισμό του 2010, κρίνω σκόπιμο να επιχειρήσουμε μια γενικότερη τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα της κρίσης που έφερε τη χώρα στη θέση αυτή. Η ελληνική κρίση εκδηλώθηκε με αφορμή την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση που, κατά την άποψή μου, έχει συστημικά χαρακτηριστικά. Ο καπιταλισμός καθώς βρίσκεται στην ωρίμανση της δεύτερης φάσης της παγκοσμιοποίησης – η πρώτη, όπως γνωρίζετε, ανατράπηκε βίαια με την εκδήλωση του πρώτου παγκόσμιου πολέμου - βρίσκεται, σε μια αχαρτογράφητη περιοχή. Στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα θεωρήσαμε, ειδικά στις δυτικές κοινωνίες, πολλά πράγματα ως αυτονόητα. Η ευημερία και η οικονομική ανάπτυξη εμφανίζονταν ως κάτι αυτονόητο και δεδομένο ειδικά μετά τη ραγδαία ανάπτυξη και αυτονόμηση των χρηματοπιστωτικών αγορών. Περίπου από το 1970 και μετά και με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1990 φάνηκε να κυριαρχεί η άποψη για το τέλος των οικονομικών κρίσεων: ότι δηλαδή, οι κυβερνήσεις πλέον είχαν τα εργαλεία για την εξομάλυνση των οικονομικών κύκλων και την αποφυγή των κρίσεων, ενώ παράλληλα οι αγορές εξασφάλιζαν την αέναη παραγωγή πλούτου. Μόχλευση, μόχλευση, μόχλευση και όλα φαινόντουσαν δυνατά φέρνοντας στο μυαλό τη ρήση του Αρχιμήδη: «Δως μοι πα στω και τα γαν κινάσω». Δώσε μου τόπο να σταθώ και θα κινήσω τη γη. Όλοι θεωρούσαν ότι πλέον είχαμε στα χέρια μας ένα νέο οικονομικό παράδειγμα, ένα νέο μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας των οικονομιών και των αγορών. Τα γνωστά λίγο-πολύ σε όλους γεγονότα της κρίσης που ξέσπασε το 2008 ήρθαν να διαψεύσουν και να καταρρίψουν την παράλογη αισιοδοξία που είχε επικρατήσει και να επιφέρουν αμηχανία στους αναλυτές και τους θεωρητικούς των περισσότερων σχολών οικονομικής σκέψης και ιδεολογικών τάσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι πάρα πολύ φτωχές οι προσεγγίσεις που επιχειρούν να αναλύσουν την κρίση αυτής της φάσης του καπιταλισμού. Περιορισμένη είναι η και η προσφορά αναλυτικών εργαλείων για την κατανόησή της ακόμα και από πολιτικούς σχηματισμούς και διανοητές που εναντιώνονται στον καπιταλισμό. Ανεξάρτητα από την κατάληξη αυτής της παγκόσμιας κρίσης θα αποτολμήσω μια πρόβλεψη. Όπως η κρίση του 1929 άλλαξε τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού, έτσι και αυτή η κρίση θα προκαλέσει σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που θα αφήσουν τα ίχνη τους στην μελλοντική πορεία των χωρών.
Έρχομαι τώρα και στην κρίση της Ευρωζώνης. Έχει διατυπωθεί από πολλούς ότι η κρίση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Ευρωζώνη είναι μια κρίση χρέους. Αυτή είναι μια ρηχή, λανθασμένη για να μην πω ιδεοληπτική προσέγγιση. Η πραγματικότητα είναι πως η Νομισματική Ένωση της Ευρώπης βρέθηκε αντιμέτωπη με μία κρίση που είχε την αφετηρία της στο χρηματοοικονομικό τομέα, για την οποία δεν είχε τα κατάλληλα εργαλεία η ευρωζώνη να την αντιμετωπίσει. Βασικό πρόβλημα στον αρχικό σχεδιασμό της ΟΝΕ ήταν και παραμένει η απουσία ενός μηχανισμού αποκατάστασης των ανισορροπιών των χωρών της  Ένωσης. Ουσιαστικά η Νομισματική Ένωση δεν έχει τα εργαλεία να βοηθήσει μία χώρα, η οποία βρίσκεται σε ανισορροπία στις εξωτερικές της συναλλαγές, έτσι ώστε να προσαρμοστεί, να αποκαταστήσει αυτές τις ισορροπίες και να επανέλθει σε ισορροπία. Το αποτέλεσμα είναι να βρεθεί η ΟΝΕ να λειτουργεί περίπου με τους ίδιους κανόνες που λειτουργούσε ο κανόνας χρυσού. Υπενθυμίζω ότι αυτός ο κανόνας οδηγούσε χώρες με ανισορροπία στις εξωτερικές τους συναλλαγές, σε μία βίαιη, καθοδική προσαρμογή τιμών και μισθών, σε αύξηση της ανεργίας, έτσι ώστε μέσα από αυτή τη διαδικασία να τις ωθήσει να επιστρέψουν πίσω σε ισορροπία στις εξωτερικές τους συναλλαγές. Αυτό ενδεχομένως σε παλαιότερες εποχές, ειδικά κατά το 19ο αιώνα, να ήταν αποδεκτό από τις κοινωνίες, πάντοτε, όμως, με μεγάλο τίμημα σε όρους ανεργίας. Στον 20ο αιώνα, όταν τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα άλλαξαν, αυτού του είδους η προσαρμογή δεν ήταν αποδεκτή.
Επομένως, ο μόνος άλλος τρόπος για να μπορέσει μία οικονομία να επιστρέψει σε ισορροπία, ήταν μέσω της προσωρινής άρσης της μετατρεψιμότητας των τραπεζογραμματίων σε μεταλλικό νόμισμα, κάτι το οποίο συνέβη πάρα πολλές φορές ειδικά μέχρι και την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι λειτούργησε ο κανόνας χρυσού.
Η απουσία, λοιπόν, στην ΟΝΕ εργαλείων και μηχανισμών που θα επιτρέψουν χώρες με ανισορροπία να αποκαταστήσουν αυτές τις ανισορροπίες κατά τρόπο συμμετρικό, οδηγεί την ΟΝΕ να συμπεριφέρεται όπως ο κανόνας χρυσού. Οι χώρες, λοιπόν, με έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών υποχρεώνονται να πάρουν μέτρα και όχι οι χώρες οι οποίες έχουν πλεόνασμα στις εξωτερικές τους συναλλαγές. Αν οι χώρες αυτές που έχουν έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών έχουν ταυτόχρονα και δημοσιονομικές ανισορροπίες, τότε έχουμε τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση μίας κρίσης. Αυτή, λοιπόν, την αδυναμία της ΟΝΕ τη διέγνωσαν έγκαιρα οι αγορές. Γι’ αυτό έσπευσαν να αξιοποιήσουν τα περιθώρια που υπήρχαν για να κερδοσκοπήσουν. Είναι θέμα συμπεριφοράς των αγορών να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες για πραγματοποίηση κερδών όπου και όποτε αυτές προκύπτουν.  Έτσι, αυτήν την περίοδο το μεγαλύτερο στοίχημα είναι εάν και κατά πόσο το ευρώ θα καταφέρει να συνεχίσει την πορεία του ως το κοινό νόμισμα των χωρών που απαρτίζουν την ευρωζώνη. Συμπληρώνονται δύο χρόνια από την εκδήλωση της κρίσης της ευρωζώνης και ακόμα και σήμερα η αντιμετώπιση των προβλημάτων δεν έχει δρομολογηθεί με καθοριστικό τρόπο. Με τις αποφάσεις που επικεντρώνονται στο ζήτημα της δημοσιονομικής σταθερότητας στην Ευρώπη, επιχειρείται η συνολικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος. Ωστόσο, δεν έχει διαφανεί με σαφήνεια ο τρόπος με τον οποίο θα ξεπεραστεί η κρίση στην ευρωζώνη. Το νέο θεσμικό πλαίσιο για τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι μία πρόταση για την αποτροπή υπερδανεισμού των χωρών της Ένωσης. Ωστόσο, δεν είναι αυτό που θα καταπολεμήσει από μόνο του τις ανισότητες  που οδηγούν στον υπερδανεισμό. Ας μην ξεχνούμε ότι και στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ υπήρχαν τα όρια και οι ρήτρες με τις οποίες τα κράτη όφειλαν να πειθαρχούν. Και φυσικά η Ελλάδα δεν ήταν η μόνη χώρα η οποία δεν τήρησε τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας. Οι πρώτες χώρες που παραβίασαν το Σύμφωνο Σταθερότητας δεν ήταν οι γνωστές χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Ξέρω ότι όλοι όσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην ευρωζώνη αγωνιούν και απαιτούν λύσεις, παραγνωρίζοντας ότι οι λύσεις μέσα στο πλαίσιο της Ευρώπης χρειάζονται πολλές φορές χρόνο για να ωριμάσουν, να διαμορφωθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις έτσι ώστε να δρομολογηθούν. Ας μην ξεχνάμε και τα όσα αφορούν τη χώρα μας και ιδιαίτερα τα όσα συνέβησαν το 2010 και τη μεγάλη χρονική καθυστέρηση που επέδειξε συχνά η Ευρώπη τόσο στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων, όσο και στην αντιμετώπισή τους. Και αυτό δυστυχώς κοστίζει, καθώς, ειδικά σε τέτοιες συνθήκες κρίσης, ο χρόνος είναι πολύτιμος παράγοντας. Και λάθη σε ευρωπαϊκό επίπεδο έγιναν πολλά. Θα αναφερθώ αργότερα στα ελληνικά λάθη. Σε ό,τι αφορά, όμως, την Ευρώπη, θεωρώ ότι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη ήταν οι αποφάσεις της Ντοβίλ τον Οκτώβριο του 2010, όπου από εκεί και μετά καταρρίφθηκαν τα περισσότερα ταμπού για την πιθανότητα χρεοκοπίας μιας χώρας μέλους της ευρωζώνης, αλλά και το θέμα που αφορούσε τη συμμετοχή των ιδιωτών σε ενδεχόμενο απομείωσης χρέους. Αυτές είναι οι αποφάσεις, οι οποίες τελικά διαγνώστηκε ότι ήταν λανθασμένες και γι’ αυτό και ανακλήθηκαν, που είχαν καθοριστική αρνητική συνέπεια στην πορεία υλοποίησης του προγράμματος οικονομικής πολιτικής της χώρας μας που υπογράφτηκε το Μάιο του 2010. Πέρα από τη διαμόρφωση πολιτικών αποφάσεων και το χρόνο που αυτές απαιτούν, θα ήταν σήμερα ουτοπικό να πιστεύουμε ότι τα κράτη με πλεονάσματα, ειδικά στην παρούσα συγκυρία, θα μπορούσαν να απεμπολήσουν χωρίς ενστάσεις και αντιδράσεις μέρος των πλεονεκτημάτων τους. Μπορεί να θεωρούμε ως προαπαιτούμενο ότι στο πλαίσιο μιας ουσιαστικής λύσης εξόδου από την κρίση θα πρέπει να λειτουργούν στο μέλλον μηχανισμοί αναδιανεμητικοί  υπέρ των χωρών της Ευρωζώνης που βρίσκονται αντιμέτωπες με μία υφεσιακή κρίση.  Υπάρχει όμως κάποιος, ο οποίος μπορεί να πει σήμερα ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει εύκολα αποδεκτό; Επομένως, η εξομάλυνση των ανισορροπιών πρέπει να προέλθει από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των χωρών, όπως η Ελλάδα, που αυτή τη στιγμή υπολείπονται έναντι των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης. Η βελτίωση του ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου και γενικότερα του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα γίνει σε βάθος χρόνου και θα δώσει λύση στον εφιάλτη της ανεργίας, αλλά και στην αποτελεσματική αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων και όχι η κακώς εννοούμενη διανομή των πλεονασμάτων των χωρών που είναι ανταγωνιστικές.  Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η κρίση της Ευρώπης έχει οδηγήσει σε ακόμα στενότερη συνεργασία μεταξύ των χωρών της Ευρώπης. Η ίδια η ΟΝΕ προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας κρίσης. Θα αποτολμήσω μία πρόβλεψη. Ανεξάρτητα από την διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης και όποιο είναι το πέρας της, η Ευρωζώνη, μετά από αυτήν την κρίση, θα λειτουργεί εντελώς διαφορετικά σε σχέση με τον τρόπο που λειτουργούσε μέχρι και την εκδήλωση αυτής της κρίσης.  Εκείνο, όμως, που θα πρέπει να υπερασπιστεί η Ευρώπη, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, είναι το δημοκρατικό κεκτημένο, αλλά και τις κοινωνικές κατακτήσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Αναφέρομαι στο δημοκρατικό κεκτημένο για την ισοτιμία μεταξύ των χωρών, γιατί η ισοτιμία επί της ουσίας και όχι μόνο σε θεσμική βάση είναι αυτή που θα διασφαλίσει μια δημοκρατική Ευρώπη, με προοπτική για τους λαούς της. Οι δημοκρατικοί θεσμοί και η λειτουργία τους δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στο όνομα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης. Δεν μπορεί να γίνει έκπτωση στη δημοκρατία και στη λειτουργία της στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης.  Μπορεί, λοιπόν, κανείς να θέσει το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν να είναι κανείς ισότιμος με χώρες που εμφανίζονται να έχουν την οικονομική και πολιτική πρωτοκαθεδρία εντός της Ευρώπης; Η απάντησή μου είναι ότι μπορεί κανείς να είναι ισότιμος, όταν έχει την πραγματική βούληση -γι’ αυτό και φροντίζει να διατηρεί τη θέση του αλώβητη μέσα στο θεσμικό πλαίσιο που έχει καθορίσει μια τέτοια ένωση χωρών- όταν μπορεί και λειτουργεί αποτελεσματικά και αξιόπιστα στα πλαίσια των θεσμών της και όταν η παρουσία του εντός της ένωσης είναι επωφελής για όλους.  Έρχομαι τώρα και στην ελληνική κρίση. Σε όλο αυτό το πλαίσιο, το οποίο μόλις προηγουμένως περιέγραψα, υπήρχε και η ελληνική πραγματικότητα. Μιλάμε για μία οικονομία, η οποία εντάχθηκε το 2001 στην ΟΝΕ, έχοντας μία αδύναμη παραγωγική βάση και χρόνια προβλήματα στα δημόσια οικονομικά της. Δεν είχε γίνει επαρκής προετοιμασία, για να ξεπεραστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες της πριν την ένταξή της στην ΟΝΕ. Έτσι, η ελληνική οικονομία δεν κατάφερε να ενταχθεί με τρόπο ικανοποιητικό και αποτελεσματικό στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Δεν κατάφερε να ενταχθεί κατά τέτοιον τρόπο που θα της επέτρεπε να διασφαλίζει υψηλά επίπεδα απασχόλησης και ικανοποιητικά εισοδήματα για τους πολίτες της. Αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα και δεν χρειάζεται να έχει εντρυφήσει κανείς στα οικονομικά. Διότι, τι άλλο μαρτυρά η συμπεριφορά μιας οικονομίας, της οποίας το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών φθάνει στο 15%; Σας ερωτώ, κύριοι συνάδελφοι: Θα επέτρεπαν οι αγορές σε μια χώρα με εθνικό νόμισμα να φθάσει σε ένα τέτοιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών; Την απάντηση την γνωρίζετε. Όχι, και αυτό μαρτυρά η εμπειρία από τις κρίσεις του 1983 και του 1985 που οδήγησαν σε δύο βίαιες υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όλα τα ανωτέρω στοιχεία συνθέτουν το πάζλ της κρίσης με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η Ελλάδα, το πάζλ της κρίσης με το οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή αντιμέτωπη η Ευρώπη και το πάζλ της κρίσης με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η παγκόσμια οικονομία.
Θεωρώ, καθώς συζητούμε σήμερα για τον Απολογισμό και τον Ισολογισμό του έτους 2010 ότι συνιστά πρόοδο για το κοινοβουλευτικό έργο, το ότι καταφέραμε να συζητήσουμε εμπρόθεσμα τους απολογισμούς παρελθόντων ετών και έχει εκλείψει το φαινόμενο που συχνά συζητούσαμε στη Βουλή, γεγονότα και πεπραγμένα με καθυστέρηση δύο ετών. Το έτος 2010 για το οποίο συζητούμε αποτελεί ορόσημο για την εξέλιξη των οικονομικών της χώρας, ένα έτος κατά το οποίο καταβλήθηκε μία μεγάλη δημοσιονομική προσπάθεια και του οποίου τα γεγονότα, με αποκορύφωμα την προσφυγή της χώρας μας στο μηχανισμό στήριξης, σηματοδότησαν και οριοθέτησαν σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις που ακολούθησαν.
Αυτό το οποίο προκύπτει μέσα από την ανάγνωση της Έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι ότι είχαμε μία σημαντική βελτίωση των επιδόσεων στην εκτέλεση του Κρατικού Προϋπολογισμού, καθώς το έλλειμμα της Κεντρικής Κυβέρνησης διαμορφώθηκε περίπου στο 7% του ΑΕΠ, ενώ ο στόχος που είχε τεθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού του 2010 ήταν 9,3% του ΑΕΠ. Φυσικά, είναι γνωστό ότι αυτό δεν αποτελεί βασικό κριτήριο για την αξιολόγηση της συνολικής επίδοσης της δημοσιονομικής προσπάθειας, διότι πλέον η χώρα μας αξιολογείται με βάση τις επιδόσεις της Γενικής Κυβέρνησης και το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης και όχι με βάση τα αποτελέσματα της Κεντρικής Κυβέρνησης. Τα αποτελέσματα της Κεντρικής Κυβέρνησης και γενικότερα η παρακολούθηση εντός του έτους της πορείας της εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού είναι ενδεικτικά για την τάση και την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών της Γενικής Κυβέρνησης κατά τη διάρκεια ενός έτους. Τα καθαρά εισπραχθέντα έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, εξαιρουμένων των πιστωτικών για το 2010, ανήλθαν στα 53,9 δισεκατομμύρια ευρώ σημειώνοντας βελτίωση κατά 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το 2009. Υπολείπονται ωστόσο από το στόχο που είχε τεθεί στην εισηγητική έκθεση του 2010 κατά 3,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Στο σκέλος των εσόδων για μία ακόμη χρονιά καταγράφηκε αύξηση του υπολοίπου των ανείσπραχτων βεβαιωμένων οφειλών που, όπως φαίνεται και στο σχετικό πίνακα της Έκθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από τα 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2003 φθάσαμε στα 38,7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2010. Σε σχέση με το προηγούμενο οικονομικό έτος, οι δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού, όπως επίσης καταγράφονται από την Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σημείωσαν μείωση κατά 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το 2009. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι αλήθεια ότι ο Προϋπολογισμός του 2010 δεν υλοποιήθηκε κατά τρόπο ακέραιο, επιτυγχάνοντας όλους τους στόχους που είχαν τεθεί. Ωστόσο, εκτελέστηκε μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο, όπως αναφέρθηκα και στην εισαγωγή μου, είχε μεγάλες αβεβαιότητες και ανατροπές, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη μείωση του ελλείμματος κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες. Το σημειώνω αυτό, διότι είναι η μεγαλύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης –και καταθέτω σχετικό στοιχείο- και δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι αυτή η προσαρμογή πραγματοποιήθηκε μέσα σε μία χρονιά κατά την οποία η χώρα μας βρισκόταν αντιμέτωπη με ύφεση, ενώ την ίδια χρονιά δρομολογήθηκαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στον τρόπο με τον οποίο το ελληνικό κράτος αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται τα οικονομικά του. Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι αλλαγές που απαιτούνται να γίνουν στη χώρα δεν είναι απλές, ούτε και ανώδυνες. Και θέλω να απευθυνθώ στους ενσκύψαντες «Επιμηθείς» ότι το μεγαλύτερο λάθος του πολιτικού συστήματος της χώρας για πολλά χρόνια είναι η άρνηση αυτού του γεγονότος. Και αυτό ήταν ένα λάθος που κόστισε ακριβά, γιατί διατήρησε τις ψευδαισθήσεις των πολιτών και ταυτόχρονα, εγκλώβισε το πολιτικό σύστημα εν μέσω μιας κρίσης σε μία αδιέξοδη πορεία που στο τέλος της υπάρχει μόνο η απαξίωση. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας οφείλουν να υπερβούν αυτά τα ελαττώματα και να δώσουν διέξοδο ελπίδας στους πολίτες της χώρας.
Και θέλω να αναφερθώ στην τοποθέτηση που έκανε ένας συνάδελφος από τη Νέα Δημοκρατία σε ό,τι αφορά τα στατιστικά στοιχεία του 2009. Χαρακτήρισε «πλαστογραφημένα» τα στοιχεία που αφορούν το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης του 2009. Αλήθεια, είναι δυνατόν τη στιγμή που η χώρα μας διαπραγματεύεται δύο συμφωνίες –μία για τη δανειακή σύμβαση και μία συμφωνία που έχει να κάνει με την ανταλλαγή των ομολόγων- να βγαίνει σήμερα εκπρόσωπος κόμματος που φιλοδοξεί στις επόμενες εκλογές να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας και να εξακολουθεί να αμφισβητεί τα στατιστικά στοιχεία, που έχει επικυρώσει η EUROSTAT και που για πρώτη φορά παραθέτει στοιχεία που αφορούν τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, χωρίς τους συνηθισμένους αστερίσκους που τα συνόδευαν παλαιότερα; Θεωρώ ότι είναι μεγάλο πολιτικό πρόβλημα ότι το ύψος του ελλείμματος του 2009 συνεχίζει να αποτελεί πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, παρ’ όλο που έχει μετρηθεί από την ανεξάρτητη Ελληνική Στατιστική Αρχή και έχει επικυρωθεί από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Είναι πράξη ευθύνης από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας να άρει κάθε επιφύλαξη γύρω από την αξιοπιστία των ελληνικών στατιστικών στοιχείων και γι αυτό θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένο το Ελληνικό Κοινοβούλιο να διερευνήσει ποιοι παράγοντες, ποια μέτρα, ποιες συνθήκες οδήγησαν και στη διαμόρφωση του ύψους του ελλείμματος του χρέους το 2009 και ποιες ήταν εκείνες οι διαρθρωτικές αδυναμίες που υφίστανται διαχρονικά και οι οποίες έπρεπε να είχαν αντιμετωπιστεί για να μην φτάσει πλέον η χώρα μας να αμφισβητείται διαρκώς ως προς την αξιοπιστία των στατιστικών στοιχείων με τα οποία παρακολουθεί τα δημοσιονομικά  της μεγέθη. Σας ευχαριστώ πολύ, κύριοι συνάδελφοι και ευχαριστώ και εσάς, κύριε Πρόεδρε για την ανοχή σας.

Παρέμβαση

Κύριε Πρόεδρε, απευθύνω μία έκκληση προς το συνάδελφό μου, κ. Λαφαζάνη, να δεχθεί ο ίδιος να γίνει μία διόρθωση στα Πρακτικά. Χρησιμοποίησε δύο εκφράσεις οι οποίες αν μη τι άλλο είναι προσβλητικές για το πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Είπε τον Πρωθυπουργό «δοτό», είπε τον Πρωθυπουργό «εγκάθετο». Εγώ προσωπικά είμαι ένας εκλεγμένος Βουλευτής του Νομού Λάρισας και δεν θα δεχόμουν ποτέ να υπηρετήσω έναν «δοτό» ή έναν «εγκάθετο» πρωθυπουργό.  Ο Πρωθυπουργός, κ. Λουκάς Παπαδήμος, έχει τη στήριξη τριών Κοινοβουλευτικών Ομάδων. Έχει τη στήριξη της Κοινοβουλευτικής Ομάδος του ΠΑΣΟΚ, έχει τη στήριξη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Νέας Δημοκρατίας κι έχει και τη στήριξη της Κοινοβουλευτικής Ομάδος του ΛΑΟΣ. Δεν μπορεί λοιπόν ο κύριος συνάδελφος να χρησιμοποιεί εκφράσεις για τον Πρωθυπουργό της χώρας που είναι ταυτισμένες με πρωθυπουργούς που το όνομά τους έχει συνδεθεί με τις πιο μελανές σελίδες της Ιστορίας της χώρας. Γι’ αυτό λοιπόν, επειδή θεωρώ ότι είναι ένας έμπειρος και αξιόλογος κοινοβουλευτικός που έχει βεβαίως τις αντιρρήσεις του πάνω σε μια σειρά από επιλογές που έχουν γίνει, πιστεύω ότι θα δεχθεί να απαλειφθούν από τα Πρακτικά της Βουλής οι εκφράσεις «δοτός» και «εγκάθετος», που είναι προσβλητικές και υποτιμητικές για το πρόσωπο του Πρωθυπουργού της χώρας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας