Επίκαιρα Θέματα:

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Μανώλης Δραγώγιας. Οι πέτρες και οι άνθρωποι της Λευκοπηγής *

του Β.Π.Καραγιάννη
Από χρόνια έχω συγκρατήσει στην αναγνωστική μου μνήμη μια συνομιλία του Σαιν Τζών Περς, μεγάλου Γάλλου ποιητή, με το Γ. Σεφέρη, Ελληνα, καθ’ όλα ομοίου του στο ποιητικό είναι και μέγεθος, στην οποία πρώτος δήλωνε τον θαυμασμό του για τα τοπία της Ελλάδος.
            Ομως ο Σεφέρης τον συμπλήρωσε :
            -Τις πέτρες της να δεις, τις πέτρες της ελληνικής υπαίθρου...!
          Ο έλληνας ποιητής διαδήλωνε με τον τρόπο αυτό την αγάπη του για το απλό, ελληνικό τοπίο, στην ύπαιθρο χώρα το οποίο κυριαρχείται από τις ήμερες πέτρες, χωρίς τις ιδιαίτερες συνοδείες και περιβάλλοντα υλικά. Πέτρες γυμνές άλλοτε με δωρική σοβαρότητα κι άλλοτε φαγωμένες με τα σημάδια της φύσης πάνω τους, μόνιμοι ριζωμένοι κάτοικοι των χαμηλών και υψηλών βουνών του ελλαδικού χώρου. Η άποψη του Σεφέρη άλλωστε έρχεται και σε ευθεία αντιστοιχία με την ποιητική του σκέψη: 



        «Θέλω να μιλήσω απλά να μου δοθεί αυτή η χάρη»...
            Για πέτρες ταπεινές αλλά κι αγέρωχες μέσα στο γεωλογικό τους χρόνο, θα μιλήσω για λίγο, κι όπως αυτές μας έρχονται σε εικόνες και σχέδια, ταυτόχρονα με τους απλούς ανθρώπους δίπλα τους. Αυτά συμβαίνουν στην ελληνική ύπαιθρο του άλλοτε, τα οποία όμως κρατούν κάπως και στο τώρα και υπάρχουν στον τόπο μας. Οι πέτρες κι οι άνθρωποι της υπαίθρου, τα περασμένα στη συλλογική μνήμη πλέον τοπία του χωριού, κάποια χάθηκαν ή αλλοιώθηκαν καθοριστικά, είναι τα κύρια θέματα αυτής της αισθαντικής και λίαν συναισθηματικής ενότητας έργων του Μ.Δ. Ο σημαντικός αυτός ζωγράφος έρχεται να καταθέσει στη Λευκοπηγή που γεννήθηκε και ξεκίνησε τη ζωγραφική του μια συγκομιδή με πίνακες ώριμων πλέον έργων του (έχει και τον πρώτο πίνακα της τέχνης του, ένα μικρό λάδι με τη φιγούρα της γιαγιάς του). Ο ζωγράφος στον κόσμο της τέχνης κι αμετάκλητος πολίτης της Λευκοπηγής, διαρκώς επιστρέφει σ’ αυτήν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σώματι ή έργω. Η τωρινή όμως επάνοδος έχει μια ένταση επί του προσωπικού και μια ξεχωριστή έμφαση επί του εικαστικού. Θα ‘λεγα πως δεν είναι απλά μια έκθεση ζωγραφικής του Μ.Δ. αλλά μια ολική επαναφορά του στην μικρή πατρίδα, μετά από μια ομηρική περιπλάνηση στους κόσμους της δημιουργίας, η οποία όμως δεν τελειώνει αλλά συνεχίζεται αναζητώντας το παραπέρα του ανθρώπινου προορισμού στην τέχνη.
            Κάποτε μιλούσα κι έγραφα για την αισθητική και την τεχνική του στα πανιά στις βάρκες, τα καΐκια, τα καράβια των ελληνικών θαλασσών, σε μια πρόσφατη έκθεσή του στην πόλη της Κοζάνης. Σε εκείνα τα τοπία οι πέτρες, στο συμπληρωματικό τους ρόλο επί του καμβά, ήταν λείες, καθαρές στην υφή τους, γυαλιστερές στην οπτική αφή τους, τις οποίες στρογγύλεψε ο καιρός και το κύμα της θάλασσας.
            ΟΙ πέτρες της Λευκοπηγής, της κάθε Λευκοπηγής και για τον κάθε δημιουργό που είναι μακριά από τη ρίζα του, ως τόπος και τρόπος νόστου κι επιστροφής, είναι οι σημαδούρες στη θάλασσα που ορίζουν το λιμάνι σ’ εκείνους που ταξιδεύουν και βλέπουν καπνό της πατρίδας αναθρώσκοντα ή το παλιό ερειπωμένο σπίτι τους, από το οποίο αναδύεται μια μυρωδιά χρόνου και ανθρώπων που πέρασαν από κει κι άφησαν το ανεπαίσθητο άρωμα της ύπαρξης τους.
            Αν βρεθείς στη μόνιμη κατοικία του ζωγράφου στο Σχολάρι, ανατολικά της Θεσσαλονίκης, το πρώτο που θα δεις είναι οι πέτρες που μετα-φυτεύτηκαν εκεί στην αυλή, γνήσιες πλάκες στρωμένες, ένας εικαστικός διάκοσμος αλλά και δηλωτικός της πέτρινης, δηλαδή αυθεντικής δυτικομακεδονικής φύσης του ζωγράφου· ακόμα στις ιδιοκατασκευές του, όπως είναι η βρύση, ήρεμες, αδρές, φιλικές κι έτσι ως τέτοιες θα τις αναγνωρίσεις και θα σε αποδεχτούν, θα σε καλωσορίσουν εγκάρδια σ’ ένα κλίμα ανεπιτήδευτης οικειότητας. Αλλά αυτά είναι αισθήματα ανθρώπινα που διακοσμούν τους οικοδεσπότες του καλλιτεχνικού οίκου Μανώλη και Κατίνας. Αλλά γι’ αυτούς γίνεται ο λόγος.
            Οι πέτρες του χώρου μας, όπως αναλύονται έξοχα στους πίνακες του Μ. μόνες τους ή μέσα σε τοπία καλλιτεχνημένες, έχουν μια σταθερότητα  ριζωμένες καθώς είναι στο χώμα. Θαρρείς πως είναι μιας άλλης εποχής και πως έρχονται απ’ αλλού καθώς τις ξέβρασαν τα ηφαίστεια. Φυτεμένες εκεί και παντού από τον καιρό της γιγαντομαχίας των θεών, τις συμπαντικές δηλαδή διεργασίες τις οποίες οι αρχαίοι μυθολόγησαν και έδωσαν ανθρωπόμορφες διαστάσεις. Ανάγλυφες με έντονα σχήματα αφού υπόκεινται στις επιδράσεις του καιρού (ήλιος χιόνι, βροχές, αέρηδες αλλά και σεισμοί) άρα σε διαστολές, θραύσεις και διαλύσεις. Τότε είναι που σχηματίζονται πάνω τους εκείνες οι μικρές στέρνες, ανοιχτές παλάμες και χούφτες, να  μαζεύεται εκεί το νερό για να ξεδιψούν τα αγριοπερίστερα, οι κοκκινολαίμηδες, τα φίδια που ψήνονται το καλοκαίρι. Είναι ένα μικρό γεωλογικό κι εικαστικό συνάμα δημιούργημα και δεν το συναντάς σε πέτρες πεδινές παραθαλάσσιες, παραποτάμιες.
            Γράφει  ο Π. Β. Πάσχος γι’ αυτές στην ποινική συλλογή του «Λευκοπηγή» αθεράπευτος νοσταλγός αυτής της ευλογημένης γης:
            «Τώρα που γυρίζω, τα κιτρινισμένα φύλλα του
            βλέπω τη Στέρνα στα Σιουλνάρια
            γεμάτη ξερά φύλλα, χόρτα, νεκρά έντομα
            κι ούτε μια στάλα βορινό νερό
            να ξεδιψάσω. Ανέλπιδο ταξίδι
            στα βράχια του καλοκαιριού....
            Αυτές οι πέτρες φέρνουν στην κόψη τους αποστροφές από τα πρόσωπα των παλιών ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι  έγιναν ένα με τη γη και τα ζωογόνα υλικά της, ώστε να μπορέσουν να υπάρξουν σ’ αυτήν και μ’ αυτήν. Κι είναι ο ίδιος αυτός χρόνος που διαμόρφωσε στο απέραντο μάκρος του την αισθητική στα άψυχα κι αναλλοίωτα συστατικά της επιφανείας της γης και τα εσωτερικά γνωρίσματα στον άνθρωπο είδος και στο λιγοστό της ζωής.
            Ετσι είναι κάπως και οι φυσιογνωμίες που αποτυπώνει ο Μ.Δ. στους πίνακες, σ’ ένα αγαπητικό συναξάρι μικρών επώνυμων προσώπων του χωριού. Ανάγλυφα της ζωής, του αγώνα της και της αγωνίας των. Σκληροί κι αδροί στην όψη αλλά εύπλαστοι στο χαρακτήρα ντόμπροι, ανοιχτόκαρδοι, από καθαρά υλικά της δικής μας γης πλασμένοι κι αργασμένοι.
            Η κρεμασμένη ενότητα έργων έχει σαν θέμα τη μικρή πατρίδα του - η μεγάλη του είναι η τέχνη της ζωγραφικής- και σ’ αυτήν δοξολογούνται τα τοπία που πέρασαν στη μνήμη αλλά και αυτά της νυν πραγματικότητας είναι κάτι σαν μια σύναξη χρωματιστών ονείρων. Με την  έξοχη ζωγραφική  απόδοση ξεφεύγει από τα όρια της ρεαλιστικής αφήγησης και αφήνεται σε μια ξέφρενη εμπρεσιονιστική  εντύπωση κι αίσθηση του πραγματικού. Μεταξύ τους παρεμβάλλονται και κάποιες συνθέσεις οι οποίες με όλη την επιμέρους ευκολονόητη αναπαράσταση έχουν σαν σύνολο μια υπερρεαλιστική θα έλεγα τροπή. Ενας υπερρεαλισμός (δηλαδή ότι είναι έξω από την καθιερωμένη λογική) εισχωρεί στο εντελώς ρεαλιστικό  τοπίο και δημιουργεί μια σύνθεση  κατανοητών πραγμάτων σ’ ένα δυσνόητο ή πολλά σημαίνοντα σύνολο. Το γεγονός αυτό σε πρώτη ματιά μπορεί κάπως να νοιώθεται σ’ κείνον που παρατηρεί τα έργα αυτά. Ομως ο υπερρεαλισμός του σε εντελώς δική του εκδοχή δεν αποτρέπει, δεν δημιουργεί δυσφορία, δεν ενοχλεί δεν αφήνει ερωτήματα του τι θέλει να πει ο ζωγράφος. Ο τρόπος αυτός τονίζει τα επιμέρους στοιχεία χωρίς ιδιαίτερα να υποδηλώνει κάτι το πολυσύνθετο. Απλώς νιώθεται και έτσι μένει η αίσθηση στο ψωμί, στην βυζαντινή εικόνα, στο ξεκάρφωτο περιστέρι, στο κλασικό άγαλμα στα σταυροδρόμια στις στρούγκες.
            Ο πίνακας που θέλει να χαρακτηρίζει την ενότητα «Η Λευκοπηγή στα χρώματα και τους τρόπους του Μ. Δ» στο κέντρο του έχει τον πλάτανο. Ούτως ή άλλος κέντρο του χωριού είναι και από κάτω κινείται η ζωή και η συνέχειά της. Γράφει ο Γ. Κουτρώτσιος, μια θυμόσοφη κι αλησμόνητη μορφή του χωριού, σε μια ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Λίγα παλιά λόγια», απλά και ηρεμιστικά.
            Εχουμε γέρο πλάτανο στη μέση στο χωριό
            που οι κορφές του πέρασαν και το καμπαναριό
            Οι κλώνοι του απλώσανε σκεπάσανε τα σπίτια
            κι απάνω  χτίσανε φωλιές κοράκια και σπουργίτια
            Στον πίνακα σε ένα ποτάμι από κλαδιά του πλάτανου αιωρούνται σε ευθυτενή στάση όπως εικονίζεται ο Χριστός στη βάπτιση, παντού πλην μιας φορητής εικόνας στην εκκλησία της Λευκοπηγής που είναι γονυπετής μπροστά στο Βαπτιστή ο μέγας άγιος προστάτης του χωριού Ι. Πρόδρομος και το φαινομενικά ισοϋψές με αυτόν καμπαναριό. Ενας χορός πασχαλιάτικος γυναικών, με τα πολύχρωμα και βαριά ρούχα της παράδοσης κανοναρχεί, εδώ και χρόνια, τον κυματισμό της νοσταλγίας για το μακρινό άλλοτε της Λευκοπηγής, το ατέλειωτο πηγαινέλα των ανθρώπων της όπως διαγράφουν τους κύκλους τους επί της γης πατρικής και ύστερα υπό της, στο χώμα της το οποίο χωνεύει όλους τους χρόνους και τους τρόπους ισότιμα κι ισοπεδωτικά.
            Ο Μ Δ κάνει μια ανακομιδή της μνήμης της Λευκοπηγής και φέρνει πάλι στη ζωή με την ζωγραφική του δεινότητα, την αύρα της ανάμνησης σε ό,τι ίσως να χάθηκε οριστικά αλλά και σε ό,τι υπάρχει στο τώρα μας και θα μας υπάρχει στο πάντα. Ενα φωτεινό, χαρούμενο, χρωματικό, πανηγυρικό μνημόσυνο το οποίο φέρνει μια χαρμολύπη, όπως αυτή που διαχέει η εσπερινή καμπάνα καθώς που σημαίνει τη λήξη του φωτός και της μέρας. Ο εικαστικός χορός του Συλλόγου γυναικών του χωριού, που κάποτε τραγούδησε και χόρεψε στο κοίλον του Ηρωδείου, ο πρώτος επαρχιακός λαογραφικός σύλλογος ξεδιπλώνεται στην ωραία πέτρινη πλατεία η οποία μαζί με τον πλάτανο, την εκκλησία και τον λάκκο αποτελούν το ιστορικό κέντρο της Λευκοπηγής, όπως αυτό αναμορφώθηκε κι αναδιατάχτηκε ύστερα από την καθοριστική επέμβαση του μέγα πολιτικού ευεργέτη του χωριού κ. Πασχάλη Μητλιάγκα.
            Οι ελάσσονές άγιοι, όπως ο ζωγράφος τους νιώθει, εμφανίζονται σ’ ένα άλλο πίνακα να περιβάλλουν τον Τίμιο Πρόδρομο («μνήμη δικαίου μετ’ εγκωμίων»). Είναι οι ιερείς και τους περισσότερους τους συνάντησε στον βίο του αλλά και στην ιστορία του χωριού. Με τον Παπαγιάννη στο κέντρον ζώντα προϊστάμενο του ναού αλλά και τον Παπα-Παναγιώτη Δουγαλή του οποίου ο γιός Πασχάλης διαπρέπει στη ζωγραφική στη Γερμανία ως εικονογράφος βιβλίων, άριστος στην τεχνική της απεικόνισης της φύσης και των επ’ αυτής δέντρων, πουλιών και ζώων. Από τους σημαντικότερους στο είδος αυτό στην Ελλάδα.
            Τα παλιά σπίτια του χωριού, οι αχυρώνες, τα σοκάκια, οι αυλές έχουν κι αυτά το μερίδιο σ’ αυτήν την ακολουθία της νοσταλγίας και ωραιότητας στους πίνακες του Μ.Δ. Οπως και τα οικεία πρόσωπα του χωριού σε σύντομες αλλά περιεκτικές είτε στις εξαντλητικά αναλυτικές αλλά πάντα αριστοτεχνικές  προσωπογραφίες του ΜΔ, αφήνουν μια λεπτή αύρα πραγματικότητας και ζωής ακόμα κι οι οριστικά απόντες από αυτή. Η τέχνη άλλωστε διαιωνίζει πρόσωπα και καταστάσεις κι αθανατίζει την πεπερασμένη ανθρώπινη ύπαρξη. Ως εκ τούτου είναι ένα αντίβαρο στη φθορά και στην απώλεια. Ο ζωγράφος ξαναπλάθει τον κόσμο όπως ο Δημιουργός του Μπόρχες αλλά σε κάθε εκδοχή λόγου και τέχνης.
            Ο ΜΔ. είναι ένας ξεχωριστός ζωγράφος του τόπου μας, της Κοζάνης, της Δ. Μ. της Μακεδονίας. Εργα του υπάρχουν σε χιλιάδες σπίτια σ’ όλη την Ελλάδα μόνιμα αλλά και σε εκθέσεις εφήμερες ή διαρκείς. Οι κάτοχοι τους ή κι οι απλοί περιηγητές της τέχνης του, ζουν ή έζησαν μέσα από τον λόγο του, μια αισθητική μέθεξη η οποία κάπως εν-ημερώνει -ιδίως σήμερα- τα πρόσωπα του μαρτυρίου των ανθρώπων. Οι δημιουργοί είναι οι ερμηνευτές, οι ψυχαγωγοί αλλά και οι παρηγορητές της ψυχής. Για όλους αυτούς τους λόγους και στο μέτρο της προσφοράς και της αξίας του καθένα τους οφείλουμε μία αναγνώριση κι εκτίμηση είτε ως άτομα είτε ως σύνολα οργανωμένα
            Για το ΜΔ ο Δήμος Κοζάνης με το ΔΣ του αποφάσισε κάτι το ιδιαίτερα συγκινητικό. Μια αναγνώριση και τιμή από τις ελάχιστες που παραχώρησε μέχρι τώρα  σε ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Αυτό τιμά ιδιαίτερα το Δήμαρχο, την πρόεδρο του ΔΣ και όλους τους Δημοτικούς συμβούλους που ομόφωνα το αποφάσισαν.
           


            *Εισήγηση στην εκδήλωση που έγινε στη Λευκοπηγή την Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου, όπου με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής του Μανώλη Δραγώγια με θέμα: Η Λευκοπηγή μέσα από τους τρόπους και τα χρώματα του Μ. Δραγώγια», ο Δήμαρχος Κοζάνης κ. Λάζαρος Μαλούτας απένειμε στο ζωγράφο το αργυρό μετάλλιο της πόλης, για την 55ετη προσφορά του στην τέχνη μετά από ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου  Κοζάνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας