(Δεν πάω πουθενά, τραβάτε κανένα ζόρι;)
Φέτος θα αλλάξουμε το χρόνο με τις πυτζάμες μας. Όχι από άποψη, ούτε
επειδή οργανώνουμε κάποιο εκκεντρικό ρεβεγιόν όπου θα έρθουν οι
καλεσμένοι με lounge-lingerie αμφίεση και θα πλακωθούμε στις Μοet και
στα χαβιάρια. Απλώς, η παρέα δεν κανόνισε τίποτα. Βαριόμαστε να κάνουμε τα σπίτια μας
λαμπόγιαλο, οπότε για ρεβεγιόν δεν προσφέρθηκε κανένας. Πήγαμε να
κλείσουμε ένα στέκι να γίνει λίγος χορός, δεν έκατσε: Άλλος έλειπε,
άλλος δούλευε, άλλος απολύθηκε, έπεσε περονόσπορος και μείναμε με τον
Άγιο Βασίλη στο χέρι.
Στην αρχή δεν μας φάνηκε παράξενο. Τόσα τρελά έχουν γίνει μέσα στα
χρόνια. Πρωτοχρονιές στο βουνό, στην παραλία, στο νησί, στην πόλη.
Νύχτες ήρεμες, αλλά και νύχτες με άνευ προηγουμένου κραιπάλες, αγάπες,
πάρτι που έγραψαν ιστορία, αλλά και ρεβεγιόν -φλόμπες, όπου περάσαμε
τόσο χάλια, που ακόμα τα θυμόμαστε και γελάμε. Ε, λοιπόν φέτος, δεν κανονίσαμε τίποτα. Ε, και; Κεκέδια. Πρέπει να
δείτε το βλέμμα των άλλων όταν μας ρωτάνε «τι θα κάνουμε» αύριο το
βράδυ και απαντάμε «τίποτα». Παγωμένη σιωπή, και κάργα καχυποψία.
Πλακωθήκατε; Χωρίζετε; Ποιος είναι άρρωστος; Τι συμβαίνει και δεν μας
το λέτε;
Ακολουθούν βροχή οι προσκλήσεις οίκτου: Οι κουμπάροι μας: «Να σας πάρουμε μαζί μας στους Ταδόπουλους;». Τους
Ταδόπουλους τους βλέπουμε και ξερνάμε. Εδώ που τα λέμε, κι αυτοί μας
βλέπουν και ξερνάνε, αλλά θεωρείται καλή πράξη να μαζεύεις κόσμο που
σιχαίνεσαι στο ρεβεγιόν σου- τώρα εξηγείται γιατί έχουμε πάει σε τόσα
καλέσματα όπου οι μισοί προσκεκλημένοι κάνουν βουντού στους άλλους
μισούς. Τα ξαδέλφια μας: «Εχουμε ένα τραπέζι στο Ρέμο- μπορούμε , με λίγη καλή
θέληση, να στριμωχτούμε». (Αφήστε καλύτερα, έχω κλείσει μια απονεύρωση
χωρίς νάρκωση-πιο διασκεδαστικά θα είναι.). Οι γονείς μας: «Τσακωθήκατε»; Εγώ. «Δεν μας χέζεις, ρε μαμά,
Πρωτοχρονιάτικα;». Η μαμά μου: «Α-χά! Ώστε αυτό είναι. Τσακωθήκατε».
(Μερικά πράγματα, απλώς, δεν αλλάζουν ποτέ).
Οι άλλοι φίλοι μας: «Ελάτε για πόκα στη Βουλιαγμένη, στη Μιμίκα». Εμείς: «Δεν παίζουμε πόκα, το μόνο χαρακίρι που ξέρω είναι αυτό με τη
σπαθάρα στη Μαντάμ Μπατερφλάϊ, (το οποίο σας απειλώ ότι θα κάνω αν
συνεχίσετε να με καλείτε σε άσχετα μέρη) . Επίσης, θέλουμε τρεις μέρες
να πάμε και να έρθουμε πρωτοχρονιάτικα στη Βουλιαγμένη, και,
επιπροσθέτως, δεν ξέρουμε καν ποια στο διάολο είναι η Μιμίκα». Αυτό δεν
πτοεί κανέναν, ούτε καν την μυστηριώδη Μιμίκα, η οποία, στο καπάκι,
μετά την πρόσκληση των φίλων, μας καλεί με e-mail στο σπίτι της για
πόκα και μας επισυνάπτει και ΧΑΡΤΗ με τη διεύθυνσή της. Άβυσσος η ψυχή
της Μιμίκας.
Πρόκειται για φρίκη. Κανείς δεν μας πιστεύει. Είμαστε φυσιολογικοί,
κανονικοί άνθρωποι, που, απλώς, δεν θα βγουν αύριο. Όχι γιατί δεν
θέλουμε, απλώς, επειδή δεν μας προέκυψε. Είμαστε και οι δυο, ο άντρας
μου κι εγώ, πρωτάρηδες σ΄αυτό: Συνήθως πάντα είχαμε «κάτι» κανονίσει,
έστω και μια παπαριά. Μας ρωτούσαν τυπικά, απαντούσαμε τυπικά… και μας
άφηναν ήσυχους. Νιώθουμε τόσο ούφο, που έχουμε απελπιστεί. Σας παρακαλώ, σας ικετεύω,
γράψτε μου: Είμαστε οι μόνοι άνθρωποι στην Αθήνα που θα μείνουμε σπίτι
μας απόψε- χωρίς (δόξα το Θεό), να είμαστε ασθενείς, πλακωμένοι, η
βαρυπενθούντες; Γράψτε μου, αλλά για όνομα του Θεού, μη μας ρωτήσετε αν είμαστε
τσακωμένοι. Και προ παντός, ούτε για πλάκα, μη διανοηθείτε να μας
καλέσετε πουθενά. Ειδικά εσύ, Μιμίκα!
1 σχόλιο:
Είστε οι ανόητοι κάτοικοι του λεκανοπεδίου Αττικής, που εξαιτίας σας θα καταστραφεί όλη η Ελλάδα.
Δημοσίευση σχολίου