γράφει ο Βασίλης Ταχτσίδης
Η οχλαγωγία ξέμενε πίσω
του και μαλάκωνε σιγά-σιγά στ' αυτιά του, καθώς απομακρυνόταν απ' την
πλατεία. Τα φώτα της στα μάτια του χαμήλωναν, ώσπου σβήσανε τελείως.
Ερημιά !!!!. Ένοιωσε το σκοτάδι, σαν πίσσα, να τον τυλίγει και τη
ζεστασιά της αγκάλης των φίλων του να κρυώνει. Τόσο μεγάλη υποκρισία και
τόσο καλά κρυμμένη μες τα μάτια τους!!! Πόσο λάθος πίστευε!!!
Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και έστριψε στη γωνία. Το ποδάρι του,
διστακτικό, σαν κάτι στέρεο να έψαχνε να
βρει για να πατήσει. Ύστερα το τόλμησε και έκανε το επόμενο βήμα.
Ένοιωσε ένα αχνογάλανο φως να παραμερίζει το σκοτάδι και να τον τυλίγει.
Άθελα έσυρε τη ματιά του πάνω και πιο πάνω. Ολοένα το φως δυνάμωνε και
τον τραβούσε. Κοίταξε κατάματα το φεγγάρι, ολόγιομο σκέφτηκε,
πανσέληνος, μια ομορφιά που θέλεις δεν θέλεις σε κυριεύει. Τέτοιο
συναίσθημα δεν είχε ματαζήσει. Και ναι, ούτε που πρόλαβε τα μάτια του να
κλείσει. Ύστερα οι φωνές χάθηκαν. Κοίταξε πίσω του, η όραση του θαμπή,
κανέναν δεν μπόρεσε να διακρίνει. Φευγαλέα η σκέψη που πέρασε απ' το
μυαλό του. Τι άλλο πρέπει να κάνει ο άνθρωπος, παρά, που όταν στερέψει
το γάλα της μάνας του, τη ζωή του να φέρει σε ισοσκελή και όμορφα
ισοζύγια και με κάθε του δύναμη να προσπαθεί για έναν κόσμο γύρω του,
που να τον διέπει η αλληλεγγύη, ο αλληλοσεβασμός και μόνο η αγάπη που θα
ανθίζει και ο σπόρος της θα φυτρώνει στο αύριο. Το πρόσωπό του
συσπάστηκε, μάταιος ο κόπος;;;