Του Σάββα Ρομπόλη
Η κρίση που πλήττει την Ευρώπη από το 2008, είναι πλέον φανερό, ότι
δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική και οικονομική. Είναι ταυτόχρονα
κοινωνική, θεσμική και πολιτική. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές λιτότητας με
τους περιοριστικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών αυξάνουν τους
φόρους και την ανεργία, μειώνουν την ανάπτυξη και τα εισοδήματα,
διευρύνουν το δημόσιο χρέος τους και τροφοδοτούν την ευρωπαϊκή λαϊκή
δυσαρέσκεια η οποία εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους κινητοποιήσεων
και αντιδράσεων των ευρωπαίων πολιτών.
Η ευρωπαϊκή παραγωγή υποχώρησε κατά 4% το τελευταίο έτος στην
ζώνη του ευρώ και η ανάκαμψη εμφανίζεται αργή και αναιμική με αποτέλεσμα
η Ευρωπαϊκή Ένωση να είναι η μόνη, οικονομική οντότητα, μεταξύ των
άλλων, η οποία στο τέλος του 2010 δεν θα έχει αυξήσει το επίπεδο της
παραγωγής της από το 2007.
Με άλλα λόγια, η οικονομική κρίση στην Ευρώπη δεν αποτελεί
μόνο μία εξ’ ολοκλήρου εισαγόμενη απειλή της απορρύθμισης και της
κατάρρευσης των χρηματοπιστωτικών αγορών στις ΗΠΑ. Επιπλέον, αποτελεί
μία κρίση που έχει τις ρίζες της και στις συσσωρευμένες διαρθρωτικές
ανισορροπίες της παραγωγικής διάρθρωσης και της οικονομικής πολιτικής
των κρατών-μελών. Πράγματι από την άποψη αυτή η τεχνολογική και
παραγωγική αποδόμηση της παραγωγής στα κράτη-μέλη σε συνδυασμό με το
ανατιμημένο νόμισμα αποδυνάμωσε την εξαγωγική δυναμική της Ευρώπης.
Παράλληλα, η επιλογή του μοντέλου της δανειστικής οικονομίας
στα κράτη-μέλη, συνέβαλε στην υπερχρέωση των νοικοκυριών και οι
φοροαπαλλαγές του Κράτους προς τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την
κατάρρευση των μηχανισμών ελέγχου είσπραξης των φόρων και των
ασφαλιστικών εισφορών, συνέβαλε στον υπερβολικό δανεισμό και στην
υπερχρέωση των Προϋπολογισμών των κρατών-μελών ιδιαίτερα των Μεσογειακών
χωρών.
Στις συνθήκες αυτές, οι φορείς άσκησης της ευρωπαϊκής
οικονομικής, δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, επιβάλλουν, υπό
την πίεση των πλεονασματικών χωρών, στα κράτη-μέλη την εφαρμογή μιας
αυστηρής πολιτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας με αύξηση των φόρων και
μείωση των εισοδημάτων, προκειμένου χωρίς την δημιουργία συνθηκών
ανάπτυξης και παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων να μετατραπούν οι
Προϋπολογισμοί τους από ελλειμματικοί σε πλεονασματικοί.
Όμως, η εφαρμοζόμενη, αυτή πολιτική της «εσωτερικής
υποτίμησης» στα κράτη-μέλη, η οποία αποτελεί μία σωρευτική διαδικασία
διαδοχικών κύκλων μείωσης των μισθών και των τιμών, μετεξελίσσεται σε
μία διαδικασία ύφεσης και ανατροφοδοτούμενης επιδείνωσης του βιοτικού
επιπέδου των πολιτών με την θεσμοποιημένη θέσπιση της συρρίκνωσης των
εργασιακών, εισοδηματικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ακριβώς, στο βάθος αυτή την «εσωτερική υποτίμηση» και την
ανατροφοδοτούμενη επιδείνωση και συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων
αρνούνται με τις δυναμικές και διαρκείς κινητοποιήσεις τους να
αποδεχθούν οι γάλλοι πολίτες (συνδικάτα, φοιτητές, μαθητές) με αφορμή
την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης. Ταυτόχρονα, διεκδικούν
αντί της «εσωτερικής υποτίμησης» τον «ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό»
διαμέσου μίας ριζοσπαστικής ανατροπής της διανομής του προϊόντος στην
Ευρώπη που είναι εξαιρετικά δυσμενής για την μισθωτή εργασία. Διεκδικούν
την μείωση των περιθωρίων κέρδους στην Ευρώπη, ως μέσου χρηματοδότησης
της διατήρησης και αύξησης της απασχόλησης, αύξησης της αγοραστικής
δύναμης των μισθών, που εκτός από την κοινωνική τους διάσταση, αποτελούν
την αποτελεσματικότερη μακρο-οικονομική ρύθμιση που μπορούσε στις
παρούσες συνθήκες της κρίσης να ενισχυθεί η συνολική ζήτηση. Πράγματι,
αυτό που απαιτεί σήμερα σε συνθήκες κρίσης η Ευρώπη, προκειμένου να
αποφύγει τον εγκλωβισμό της σ’ ένα νέο κύκλο ύφεσης, δεν είναι η
διατήρηση των κερδών, των ολιγοπωλιακών συνθηκών των αγορών, των
ευέλικτων μορφών εργασίας, του συρρικνωμένου κοινωνικού κράτους, κλπ.
αλλά η αύξηση της ζήτησης των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων από
εργασία και η βελτίωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των
ευρωπαίων πολιτών διαμέσου μιας μείωσης των περιθωρίων κέρδους και μιας
ουσιαστικής αναδιανομής του εισοδήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου