Το τετράγωγο
αυτό βιβλίο με τον τίτλο «Γρεβενά -Ογδόντα χρόνια φωτογραφίες 1895-1975» έχει όλες
τις προδιαγραφές του βιβλίου αλλά είναι συγχρόνως κι έ
να
αυτόνομο έργο τέχνης. Ενα
τρίπτυχο από φωτογραφίες - εικόνες δηλαδή- λόγια -διευκρινιστικά επιγράμματα
στην ιστορία, μάλλον σχόλια επ’ αυτής- και βαθύτατο αίσθημα χρόνου απολεσθέντος,
το οποίο αναβλύζει από το φρέαρ μιας καλλιτεχνικά πυρακτωμένης συνείδησης.
Ε ίναι ένα μέγεθος
αξιοπρόσεκτο σε όγκο και σε καλλιτεχνική αισθητική δημιουργία. Μια Κιβωτός που
διασώζει έναν άλλο κόσμο με τη μορφή του στιγμιαίου, του ενσταντανέ, τυπωμένο
αριστοτεχνικά. Η ιδιόρρυθμη τέχνη της φωτογραφίας στο άσπρο και μαύρο της χωνεύει και διασώζει τη στιγμή
άρα το χρόνο, και συγ χωνεύεται μ’ αυτόν σ’ ένα
εικαστικό ανθρωποκεντρικό σύνολο. Κάτι σαν έργο ζωής απ’ αυτά που όλοι οι
δημιουργοί έχουν στο ενεργητικό τους, μια σύνθεση η οποία τους χαρακτηρίζει δια
βίου, τους ακολουθεί εσαεί κι ονομάζουν opera magnoum.
Ο δημιουργός του λευκώματος
φωτογραφιών Βαγγέλης Νικόπουλος είναι μια αλλοπαρμένη, φλεγομένη και ου καιομένη
οντότητα. Θα τον πω στην κυριολεξία και μεταφορικά ταξιδευτή που θέλει να
βιώσει το ταξίδι του στον άλλο τόπο, το χρόνο και τους ανθρώπους. Να βρει το
κρίσιμο στοιχείο αναφοράς τους, να το περισυλλ έξει και τέλος να το μνημειώσει εν τύποις και
μεγαλοπρεπώς. Πολλοί τον γνωρίζαμε στην καθημερινότητά του με το προσωπείο της
δικαστικής υπαλληλίας, ένας άνθρωπος χωρίς κατ’ αρχήν ιδιαίτερες ιδιότητες. Είπα
ιδιότητες, κι όχι ικανότητες, κι αμέσως στο νου μου έρχεται το μεγάλο έργο σε
όγκο και σε ποιότητα περιεχομένου του Ρ. Μιούζιλ «‘Ανθρωπος χωρίς ιδιότητες» ένα παγκόσμιο αριστούργημα. Μετά λόγου γνώσεως
και χωρίς να το τεκμηριώνω περαιτέρω, δηλώνω πως το φωτο-λεύκωμα «Γρεβενά
1895-1975» είναι ένα εκτυπωτικά, αισθητικά, εκδοτικό αριστούργημα τέχνης και
τεχνικής. Η δωρική λι τότητά του χωρίς τις πολύφερνες
φιοριτούρες που βουλιάζουν το αντικείμενο τέχνης, εξ αυτής της ωραι ότητας σε θέλγει. «Θέλω να μιλήσω απλά να μου
δοθεί αυτή η χάρη» κ.λπ. σημειώνει ο Γ. Σεφέρης ως ύψιστη κατάκτηση τρόπου έκ φρασης.
Ο Β. Ν. με την πρώτη του εμφάνιση την κατέκτησε. Από κει κι ύστερα όμως, για
τον άλλο κόσμο των κάπως μυημένων στο διαρκές ωραίο, κι όχι μόνον αυτόν της
δικονομίας και δικομανίας που τον έβλεπε και βλέπει να κρατά σημειώσεις καταθέσεων
μαρτύρων και κατηγορουμένων,
υπάρχει ένα άλλο του κι εντελώς γοητευτικό π ρόσωπο προφίλ σ’ όλες τις ανθρώπινες διαστάσεις και τις
καλλιτεχνικ ά, συλλεκτικά διαθλάσεις του.
Κι επειδή το πρόσωπο είναι το έργο
τελικά, λαβαίνοντας καιρό απ’ αυτό το συγκλονιστικό λεύκωμα φωτοϊστορίας μιας περασμένης
μελαγχολικής ήδη εποχής στην περιήγησή
της κι εν ός τόπου που από μόνος
του αποπνέει μια μυρωδιά παλαιάς δαγκεροτυπίας, ό,τι τυπώνεται στο χαρτί του
χρόνου είναι ήδη εντυπωμένο στα σώματα των ανθρώπων που έφυγαν και φεύγουν από
το προσκήνιο αποσυρρόμενοι από το νυν στο άλλοτε, από το είναι στο ήταν, αυτό
που ασήκωτο μας φαντάζει σαν σώμα βιβλίου, είναι τελικά μια ελεγεία στον χαμένο
χρόνο και στην αναζήτησή του. Η αναζήτηση κατά
τον τρόπο του Μ. Προύστ κι η επαναφορά του στο τώρα με την φωτογραφία, είναι
μια αφηγηματική τοιχογραφία μεγάλων αξιακών διαστάσεων μπροστά στην οποία ο
αναγνώστης ή ο περιδιαβαστής της σιωπά με αίσθημα δέους..
Ο Β. Ν. καταθέτει ένα βαρύτιμο κι
ακριβό φωτογραφικό φορτίο μνήμης στην ιστορία του τόπου του -τα Γρεβενά- που μάζεψε
με πόνο σώματος και κόπο της ψυχής και γι αυτό και μόνον αξίζει το δημόσιο
έπαινο. Σε συνδυασμό με το λαμπρό αποτέλεσμα του μόχθου του η εγγράμματη
πολιτεία (για μας «και» η Παλαμική «μοναξιά»)
οφείλει να το δει και να το σημειώσει όπως πρέπει. Η Ακαδημία Αθηνών και πάσης
Ελλάδος θα έπρεπε ήδη να το έχει π ρώτο στις υπό βράβευση
εκδοτικές πανελλήνιες προσπάθειες. Γιατί αυτά τα έργα μόνον μεγάλα, δημόσια
μουσεία του πολιτισμένου κόσμου κι οργανισμοί μπορούν να τα φέρουν σε πέρας, αν βρουν φυσικά τους ειδικούς ανθρώπους
όπως στην περίπτωσή μας ε ίναι ο Β.Ν. Πολύ δε περισσότερο αξίζει όταν είναι αποτέλεσμα
ιδιωτικής ευαισθησίας και θυσίας, αλλά τότε είναι που φτάνει στο κατόρθωμα.
Νομίζω πως για την ολοκλήρωση του θα
κουράστηκε, και τηρουμ ένων των κοσμολογικών αναλογιών φυσικά και πέρα
από βλασφημίες , τόσο
όσο κι ο Δημιουργός του σύμπαντος κόσμου σε μια φάση από το «Εξαήμερό Του». Θα
ξόδεψε σ’ αυτήν την περιπέτεια όλα τα
αξόδευτα πάθη και θα διαχύθηκε σ’ αυτό
με μανικόν κι αλλόφρονα έρωτα σώματος κυριολεκτικά αφού η ολοκλήρωσή του θα έφερε
αισθήματα υπέρτατης πληρότητας με το ταυτόχρονο ανικανοποίητο της συνέχειάς
του.
Δεν ξέρω τι τύχη θα έχει στην κυκλοφορία
του ώστε να μπορέσει να ελαφρύνει κάπως τον
τρόπο δημιουργίας του, αλλά είμαι σ ίγουρος για την τύχη του στην
ιστορία των δημιουργημάτων αυτής της δυτικομακεδονικής περιοχής. Είχε πολλά
χρόνια να εμφανιστεί παραπλήσια δημιουργία στον κόσμο των γραμμάτων και της
τέχνης.
Μπροστά σ’ αυτό το λεύκωμα, δηλα δή στον Β.Ν για ν’
ακριβολογούμε, οφείλουμε να αποκαλυφτούμε.
Νομίζω πως διέπραξε τη σημαντικότερη
έκδοση των νεώτερων χ ρόνων στον τόπο του και στον τόπο μας,
δύο πόλεις κάποτε μια, στις οποίες εκμετρά το ζείν του και στις οποίες οι
κοινοί φωτογραφικοί, ιστορικοί τόποι και μνήμες συνορεύουν,
αλληλοπεριχωρούνται, αλληλοπεριέχονται έτσι ώστε να αισθάνονται σώματα μεν δύο
στο νυν, αλλά ύπαρξη μία ένα στο άλλοτε που διασώζει συλλεκτικά και ο Β.Ν.
Στο ΣΥΝ-βιβλιοπωλείο βλέπω το
Λεύκωμα εδώ και καιρό, μόνο του όπως ένα καράβι δεμένο στο λιμάνι απλώς να
λικνίζεται στα ακύμαντα νερά του κι από πάνω του να πετούν αμέριμνα ή αδιάφορα
τα πουλιά -μάτια και δάχτυλα αδιαφορίας ή κι εκθαμβωτικής απορίας. Υπάρχει σε
μια μόνιμη κατάσταση ακινησίας και στασιμότητας. Μπροστά του τα άλλα βιβλία
ωχριούν, μυθιστορήματα, μελέτες, ποίηση, λευκώματα. Εδώ υπάρχει μια δημιουργία
που ξεπερνά την επιχώρια αλλά και πανελλήνια φαντασία και δυνατότητα. Μια
περιπέτεια στο χρόνο ένα ταξίδι στον κόσμο, μια επιστροφή στον τόπο. Το Λεύκωμα
του Β.Ν. είναι μια μνημειώδης σ ύνθεση συλλεκτικής, εικαστικής φωτοϊστορίας.
Η αφ ήγησή
της από τον δημιουργό ίσως να αποτελεί από
μόνη της μια μυθιστορία που θ’ ακούγεται συναρπαστική ή τουλάχιστον, σίγουρα
δηλ., συγκινητική. Θα μας την πει ο ίδιος τώρα κι επί τροχάδην ή κάποτε πια
κατασταλαγμένα αφού και η συνέχεια μετά την έκδοση με την αγωνία της κυκλοφορίας
ή για την κυκλοφορία του αποτελούν τμήματα αναπόσπαστα τόσον γοητευτικά όσον κι
απογοητευτικά ορισμένως, του όλου του
Ως τέχνη βιβλίου και βιβλίο τέχνης είναι
εκτός κάθε συναγωνισμού και υπάρχει χωρίς να διαγωνίζεται όπου συνεκτεθεί ή
συνυπάρχει με άλλα βιβλία, όπως οι μεγάλες ταινίες εκτός συναγωνισμού στα διεθνή
φεστιβάλ κινηματογράφου.
Κλείνοντας θα θυμηθώ τον «Δημιουργό»
του Χ. Λ. Μπόρχες και συνεχίζοντας κάπως διακειμενικά, όπως προσπαθώ να το
προσεγγίσω, ίσως κι αδόκιμα.
«- Κάποιος άνθρωπος βάζει σκοπό της
ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με
επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία,
άστρα, άλογα και ανθρώπους. Λίγο πριν το τέλος, ανακαλύπτει ότι αυτός ο
υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την αυτοπροσωπογραφία
του.»
Ο Β. Ν με το
Λεύκωμα φωτογραφιών μας έδωσε την αυτοπροσωπογραφία του κάτι που λίγοι το
καταφέρουν εν τω βίω τέχνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου