Κύριε Υπουργέ, τα
επίπεδα στα οποία διαμορφώνεται το ελληνικό χρέος καθίστανται απαγορευτικά, με
δεδομένη την ύφεση. Ποιες είναι οι εναλλακτικές της κυβέρνησης και τι θα συμβεί
το 2014, όταν κληθούμε να επιστρέψουμε στις αγορές;
Παρά τη σημαντική μείωση, το χρέος παραμένει σε πάρα πολύ
υψηλά επίπεδα. Αυτό, σε συνδυασμό με την παρατεταμένη ύφεση, κάνει τις αγορές
να εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικές αναφορικά με τη δυνατότητα της Ελλάδας
να εξυπηρετήσει το χρέος της. Υπενθυμίζω ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται για
έκτη χρονιά σε ύφεση και ήδη έχει απωλέσει ένα 20%, σε όρους ΑΕΠ.
Με την ύφεση της φετινής χρονιάς, σωρευτικά οι απώλειες μπορεί να προσεγγίσουν και το 25%, σε σχέση με την έναρξη της κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι εταίροι μας είναι ότι στο βαθμό που η Ελλάδα ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της, δηλαδή στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και των στόχων για τα δημοσιονομικά, έχουν δεσμευτεί ότι θα βοηθήσουν την Ελλάδα να εξασφαλίσει περαιτέρω μείωση του χρέους.
Με την ύφεση της φετινής χρονιάς, σωρευτικά οι απώλειες μπορεί να προσεγγίσουν και το 25%, σε σχέση με την έναρξη της κρίσης. Δεν είναι τυχαίο ότι μία από τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει οι εταίροι μας είναι ότι στο βαθμό που η Ελλάδα ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της, δηλαδή στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και των στόχων για τα δημοσιονομικά, έχουν δεσμευτεί ότι θα βοηθήσουν την Ελλάδα να εξασφαλίσει περαιτέρω μείωση του χρέους.
Αναφορικά με τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής
οικονομίας, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις και φέτος θα βρεθεί σε ύφεση (σ.σ.
οι εκτιμήσεις της Κομισιόν κάνουν λόγο για ύφεση 4.2% για το 2013) και βεβαίως υπάρχουν
αρκετές εκτιμήσεις ότι το 2014, υπό προϋποθέσεις, η Ελλάδα θα μπορούσε να πάει
σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Πώς μπορεί να
υλοποιηθεί μια περαιτέρω μείωση του χρέους;
Μπορεί να γίνει μέσα από πολλά και διαφορετικά κανάλια. Θα
ήταν πρόωρο αυτή τη στιγμή να κάνουμε υποθέσεις για το ποιοι είναι αυτοί οι
τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να μειωθεί το χρέος –οι τρόποι έχουν να
κάνουν με την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων ή με την περαιτέρω επιμήκυνση
αποπληρωμής του υφιστάμενου χρέους. Εκείνο το οποίο πρέπει να θέτει η Ελλάδα,
διαρκώς, από τη στιγμή που υλοποιεί το σκέλος της συμφωνίας που αφορά τις δικές
της υποχρεώσεις, είναι το ότι και οι εταίροι μας θα πρέπει να ανταποκριθούν στη
δημόσια δέσμευση που έχουν ήδη αναλάβει: ότι, δηλαδή, θα βοηθήσουν την Ελλάδα
να μειώσει το χρέος της. Χάρη στην πρωτοβουλία των τριών κομμάτων, η χώρα έχει
καταφέρει να επιδείξει συνέπεια στις υποχρεώσεις της.
Ναι, αλλά θα κληθούμε
σύντομα να βγούμε στις αγορές για δανεισμό, όπως ανέφερε και ο κ.Στουρνάρας…
Πρέπει να υπενθυμίσω ότι τα χρήματα τελειώνουν –το
πρόγραμμα τελειώνει το 2014. Μέσα στο 2014 η Ελλάδα, πλέον, δεν θα έχει άλλα
χρήματα να εισπράξει από το δεύτερο πρόγραμμα των 130 δισ. ευρώ. Γι’ αυτό και ο
υπουργός Οικονομικών άνοιξε τη συζήτηση για την επόμενη μέρα. Η Ελλάδα θα
πορευτεί προς τις αγορές για να αντλήσει κεφάλαια και να καλύψει τις
χρηματοδοτικές της ανάγκες ή θα αναγκαστεί να ανοίξει τη συζήτηση για ένα νέο
πρόγραμμα –μέχρι που να μπορέσει να βγει στις αγορές.
Η αμφισβήτηση των
πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται στην ΕΕ, με αφορμή και την αναδίπλωση των
οικονομολόγων του ΔΝΤ για τη μελέτη τους, αναφορικά με τη σχέση χρέους-ρυθμού
ανάπτυξης/ύφεσης, βοηθά στην «αναθεώρηση» και του προγράμματος που εφαρμόστηκε
στην Ελλάδα και προς την εξέλιξη που αναφέρατε;
Οι πολιτικές που ακολούθησε η Ελλάδα δεν υπαγορεύτηκαν από
τα πορίσματα της συγκεκριμένης έρευνας (ΔΝΤ για λιτότητα), αλλά από την
αδυναμία της Ελλάδας να αποκτήσει πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές ως συνέπεια του
δίδυμου ελλείμματος, στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στο δημοσιονομικό
ισοζύγιο του 2009. Το πρώτο ζήτημα, λοιπόν, είναι το εάν η χώρα μας έπρεπε να
κάνει δημοσιονομική προσαρμογή –και η απάντηση είναι «ναι». Το δεύτερο ζήτημα
είναι η ταχύτητα της δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή εάν θα έπρεπε να είναι
πιο αργή –η απάντηση και σε αυτό είναι «ναι».
Αλλά όταν διαπραγματεύεσαι, σε ένα μεγάλο βαθμό, το
αποτέλεσμα της συζήτησης το καθορίζει το συνολικό ποσό που είναι διατεθειμένοι
να βάλουν οι δανειστές. Εάν οι δανειστές, στο πρώτο πρόγραμμα ήταν
διατεθειμένοι να βάλουν περισσότερα από 110 δισ. ευρώ, θα μπορούσαμε να έχουμε
μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή –εάν η συμφωνία ήταν για 150 δισ. ευρώ, η
δημοσιονομική προσαρμογή θα γινόταν σε βάθος τετραετίας, και όχι διετίας ή
τριετίας, όπως υλοποιείται.
Το κόστος, όμως,
αυτής της «ταχύτητας» είναι η δραματική συρρίκνωση της απασχόλησης –κι όχι
μόνον στην Ελλάδα. Τι μπορεί να γίνει σε αυτόν τον τομέα;
Επιμείναμε –στη συζήτηση για το πολυνομοσχέδιο- να
προωθηθεί η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την καταπολέμηση της ανεργίας. Αυτή τη
στιγμή, τα δεδομένα έχουν ως εξής: για να επιστρέψει η αγορά εργασίας στις
συνθήκες προ της κρίσεως, θα πρέπει να επιστρέψουν σε θέσεις εργασίας πάνω από
1 εκατ. άτομα. Αυτό, πρακτικά σημαίνει ότι εάν η οικονομία μας είχε τη
δυνατότητα να δημιουργεί 100.000 νέες θέσεις εργασίας κάθε χρόνο, θα
χρειαζόμασταν δέκα χρόνια. Αυτό, όμως, επίσης σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι
των συμπολιτών μας θα έμενε άνεργο για τα επόμενα χρόνια –κι αυτό δεν μπορεί να
το αντέξει ούτε η ελληνική οικογένεια ούτε η ελληνική κοινωνία. Πιέζουμε και
την κυβέρνηση και τους Ευρωπαίους εταίρους μας ώστε να γίνει αναπροσανατολισμός
των ευρωπαϊκών πόρων προς το Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), ώστε τα λεφτά να
χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Θα μπορούσε, ωστόσο,
και το σκέλος των αποκρατικοποιήσεων να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης, εάν
δεν υπήρχαν τόσο μεγάλες καθυστερήσεις –γιατί συμβαίνει αυτό;
Στις ιδιωτικοποιήσεις υπήρξαν σημαντικές καθυστερήσεις,
διότι μεσολάβησε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου η χώρα
βρέθηκε υπό το καθεστώς της αβεβαιότητας που προέκυψε ως αποτέλεσμα των δύο
εκλογικών αναμετρήσεων –δεν υπήρχε το παραμικρό ενδιαφέρον για συμμετοχή στις
αποκρατικοποιήσεις ή στην υλοποίηση επενδύσεων. Ωστόσο, στην παρούσα στιγμή,
έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον, από πολλές πλευρές, για το πρόγραμμα που βρίσκεται
σε εξέλιξη. Όλοι περιμένουμε να δούμε τι θα γίνει με την ιδιωτικοποίηση της
ΔΕΠΑ και του ΔΕΣΦΑ.
Και στο θέμα της
ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ωστόσο, παρουσιάζονται σημαντικές
καθυστερήσεις και προσκόμματα. Πότε θα ολοκληρωθεί η διαδικασία;
Το ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών είναι πάρα
πολύ κρίσιμο, διότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ανάκτησης της αξιοπιστίας τους
και επιστροφής στις κεφαλαιαγορές. Η Ελλάδα είναι η τελευταία χώρα που
εξασφάλισε ένα οικονομικό πρόγραμμα παλαιού τύπου. Υπενθυμίζω ότι τον
Φεβρουάριο του 2012, η κυβέρνηση
Λ.Παπαδήμου πέτυχε την υπογραφή του προγράμματος 130 δισ. ευρώ, εκ των οποίων
τα 50 δις αποφασίστηκε ότι θα χρησιμοποιηθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των
ελληνικών τραπεζών –των συστημικών τραπεζών- και τα υπόλοιπα θα χρησιμοποιηθούν
για την εξυγίανση των μη συστημικών τραπεζών. Δυστυχώς, εξαιτίας των δύο
εκλογικών αναμετρήσεων και της μεγάλης καθυστέρησης που σημειώθηκε μετά τις
εκλογές για την επανέναρξη των συνομιλιών, καθυστέρησε πάρα πολύ η διαδικασία
ανακεφαλαιοποίησης. Εκτιμώ ότι η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης θα
ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο. Και θα «εξοπλίσει» τις τράπεζες με υπερ-αρκετά
κεφάλαια, ώστε να ανταποκριθούν στις όποιες μελλοντικές ζημίες προκύψουν από
δάνεια τα οποία δεν εξυπηρετούνται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου