Του Β.Π. Καραγιάννη
Αυτό το εσπέρας είναι ακόμα η εορτή εκείνων των αγίων που θεωρήθηκαν φωστήρες της τρισηλίου θεότητος. Είναι όμως και γιορτή των γραμμάτων εν γένει αλλά και των αγραμμάτων εν είδει. Αλήθεια πότε εορτάζουν τα γράμματά μας; Σήμερα λ.χ. στην εορτή τους οι χώροι στους οποίους κυρίως παράγονται το διασκεδάζουν με την αργία και τη μακαριότητα τους. Η ακυρολεξία και η ρουτίνα της προσεγγίζει την εορτή του Πολυτεχνείου. Οταν οι θεσμικοί άγιοι της ημέρας (αυτοί οι μέγιστοι όντως συγγραφείς και φιλόσοφοι) κωδωνοταλαιπωρούμενοι και μεθυσμένοι από το θυμίαμα, αποσύρονται μαζί με τη μέρα τους, στο μέγα τίποτα εκ νέου και στις νεφέλες της λατρευτικής τους αοριστίας ή όταν ένας απλός άνθρωπος, ανοίγει ένα βιβλίο, όχι εξ ανάγκης αλλά από εσωτερική λαχτάρα, και το διεξέρχεται μυστικά και μυσταγωγικά.
Θεωρώ ότι σε παρόμοιες μ’ αυτές εδώ κι απόψε, συνυπάρξεις – και δεν παρασύρομαι από την οικεία σύμπτωση- τιμώνται ουσιαστικά τα γράμματα ακόμα και στην «κολυβογράμματη» εκδοχή τους, σε αντίθεση με εκείνες τις εξωστρεφείς με βαρύγδουπους διατυμπανισμούς και με τις υποχρεωτικές, χάριν πρωτοκόλλου, παρουσίες, όπως, καλή ώρα, αυτές των ανωτάτων, πνευματικών μας καθιδρυμάτων, τα οποία επιδίδονται τη μέρα αυτή σε επιδείξεις ευσεβισμού κι ορισμένως ημιμάθειας.
Αυτό το εσπέρας είναι ακόμα η εορτή εκείνων των αγίων που θεωρήθηκαν φωστήρες της τρισηλίου θεότητος. Είναι όμως και γιορτή των γραμμάτων εν γένει αλλά και των αγραμμάτων εν είδει. Αλήθεια πότε εορτάζουν τα γράμματά μας; Σήμερα λ.χ. στην εορτή τους οι χώροι στους οποίους κυρίως παράγονται το διασκεδάζουν με την αργία και τη μακαριότητα τους. Η ακυρολεξία και η ρουτίνα της προσεγγίζει την εορτή του Πολυτεχνείου. Οταν οι θεσμικοί άγιοι της ημέρας (αυτοί οι μέγιστοι όντως συγγραφείς και φιλόσοφοι) κωδωνοταλαιπωρούμενοι και μεθυσμένοι από το θυμίαμα, αποσύρονται μαζί με τη μέρα τους, στο μέγα τίποτα εκ νέου και στις νεφέλες της λατρευτικής τους αοριστίας ή όταν ένας απλός άνθρωπος, ανοίγει ένα βιβλίο, όχι εξ ανάγκης αλλά από εσωτερική λαχτάρα, και το διεξέρχεται μυστικά και μυσταγωγικά.
Θεωρώ ότι σε παρόμοιες μ’ αυτές εδώ κι απόψε, συνυπάρξεις – και δεν παρασύρομαι από την οικεία σύμπτωση- τιμώνται ουσιαστικά τα γράμματα ακόμα και στην «κολυβογράμματη» εκδοχή τους, σε αντίθεση με εκείνες τις εξωστρεφείς με βαρύγδουπους διατυμπανισμούς και με τις υποχρεωτικές, χάριν πρωτοκόλλου, παρουσίες, όπως, καλή ώρα, αυτές των ανωτάτων, πνευματικών μας καθιδρυμάτων, τα οποία επιδίδονται τη μέρα αυτή σε επιδείξεις ευσεβισμού κι ορισμένως ημιμάθειας.
Τα γράμματα τιμώνται μ’ όλους εσάς που είστε εδώ και τα διακονείτε στον τρόπο του ο καθένας, μέτοχοι της γραφής, της ανάγνωσης, της κρίσης και κυρίως της απόλαυσής τους. Τι άλλο ιερότερο απ’ αυτό;
Διατελώ εν επιγνώσει ένοχος της ασάφειας του τίτλου του βιβλίου αλλά κι εν πλήρει αθωότητι συγκεχυμένος. Ηρθε με βρήκε και με βάρεσε κατακούτελα κάπως αυτή η λέξη, με μια εμμονή δυσεξήγητη, παρμένη από το βίο ενός πραγματικού, αλλά εκτός της νυν ζωής, ήρωος στο πρώτο διήγημα, αλλά δεν μπορώ να την ψυχολογήσω στην ουσία της και να την τεχνολογήσω στη σημασία της και σ’ όλη την έκταση του βιβλίου. Τι σημαίνει «συγκεχυμένες αγάπες» αφού αυτές επί του ατομικού είναι συνήθως συγκεκριμένες υλικές και νοητικά προσδιορίσιμες γιατί διαφορετικά είναι νεφελώματα διαθέσεων και χασμωδίες προθέσεων. Είναι όπως οι θρησκευτικές αγάπες προς όλο τον κόσμο, δηλαδή κανέναν. Οσο προσπαθώ να την κάνω πιο λιανή στη σκέψη την έννοια, αυτή περιπλέκεται και όλο διαρρέει προς το γλυκό ασαφές.
Είναι απόψε εδώ πολλοί γνωστοί και φίλοι• κάποιοι ως ένα βαθμό, διετέλεσαν βοηθοί εκπληρώσεως, με τον νομικό όρο, αυτού του συγγραφικού πράγματος. Στάθηκαν δηλαδή αρωγοί μου και χωρίς να το γνωρίζουν.
Ανοίγω το ειλητάρι των επισημάνσεων και ταυτόχρονα των ευχαριστιών. Πρώτα ευχαριστώ τον ζωγράφο Κώστα Ντιό. Τις προάλλες έλεγα μετά φόρτου σε κάτι κύματα μαθητών που επισκέπτονταν την έκθεση ζωγραφικής των ποιητών του στο πατάρι του Συνεταιριστικού βιβλιοπωλείου, πόσο τυχεροί είναι, αλλά δεν το καταλαβαίνουν ακόμα, που έχουν δάσκαλο ένα τόσο σημαντικό ζωγράφο, τον οποίο και θα θυμούνται σαν περάσουν σ’ άλλες φάσεις του βίου τους. Οταν όλα θα σβήνουν, θα χάνονται ή θα ξεθωριάζουν, αυτός θα υπάρχει στα έργα του και στην αθανασία που επιφυλάσσουν τα δημιουργήματα στους δημιουργούς τους.
Ο ζωγράφος δεν πρωταγωνιστεί μόνον στο εξαίσιο εξώφυλλο του βιβλίου αλλά είναι κι «ο πατών επί πτωμάτων κι ο περιπατών επί χρωμάτων». Στο ενδιάμεσό των δύο μετοχών πηγαινοέρχονται, μια σειρά υπαρκτά ή φτιαχτά πρόσωπα του νυν ή διαφυγόντες της ζωής και του κέρδους της.
Στην Κύπρο οι «Κολόκες» της, κολοκύθες δηλαδή, μαρτυρούν μιαν εν σπέρματι, ιστορία του φίλου μου Αλέξανδρου.
Στην ιστορία του τράγου και της απόδρασης του, περνά από τη μνήμη ο απών του κόσμου τούτου, Κυριάκος, ιδιοκτήτης κι εκμεταλλευτής του, όπως κι άλλοι παρόμοιοι της περιοχής αλλά και άλλων τρόπων, της ζωικής επικονιάσεως.
Μια φορά η γυναίκα μου, μου ανέθεσε να ξεναγήσω μια ομάδα φίλων της Ιταλών εκπαιδευτικών (κι η Ευαγγελία εκεί δηλ. η Νούντσια) στην Αθήνα, όπου ευρισκόμην. Διεξήλθα αυτό το διακόνημα γνωρίζοντας μόνον την ιταλική λέξη acqua! Το διήγημα είναι ανταπόδοση της επίσκεψης και ξενάγησής μας στη Σικελία και όπως αυτό πέρασε στο διήγημα «Σικελικό απόδειπνο» στο «Χρώμα της νοσταλγίας».
Η όπερα του Πουτσίνι «Μποέμ» από το μυθιστόρημα του Αν. Μυρζέ «Σκηνές από την ζωή των Μποέμ», αυτών των φτωχοανέμελων καλλιτεχνών των Παρισίων, στάθηκε το υπόβαθρο για τη σύνθεση μιας ελεγείας, ας πούμε, των περασμένων, παιδικών μας καιρών και τόπων. Ο κεντρικός ήρωας Νίκος Κ. ερήμην του οποίου γράφτηκαν σκηνές του βίου του, έφερε το προσωνύμιο των ηρώων του Μυρζέ, είναι τώρα εδώ, αλλά και στο άλλοτε, το οποίο όλοι μας ξύνουμε το χώμα του με τα νύχια της μνήμης, τα οποία κάποτε ματώνουν.
Στη δίκην ταξιδιώτικου λεξικού αγιορείτικη αναφορά σώματος και ψυχής οι συντροφικές σκιές των κ. Νίκου, Αντωνίου και Αλέξανδρου, πάντα προπορεύονται ακόμα κι όταν πεζοπορούν κι εγώ μουλαροφέρομαι. Τους ακολουθώ ακόμα κι όταν λόγω της ηλικιακής εφεδρείας του κ. Ν., οδηγώ τη συνοδεία στα μονοπάτια, τ’ αρχονταρίκια, τα λιμανάκια, τους νάρθηκες των ναών στα αθωνικά μοναστήρια.
Στο αγροτικό έγκλημα τιμής «Πες αμάν» οι αλληλοσυμπληρούμενες πληροφορίες (με τις αλληλοσυγκληρούμενες δεκαετίες κοινής τους ευτυχίας κι ύπαρξης) του πατέρα και της μητέρας μου (μητέρα, άκου όρος κρύος, τη μάνα θέλω να πω) μαζί με τις εφημερίδες της εποχής, στάθηκαν οι πηγές άντλησης της ιστορίας. Θέλω, όμως, κάπως να κρύβομαι από τους θολά ενημερωμένους απογόνους εκείνης της ιστορίας.
Στα 6,6 της σκηνοπηγίας, σε πιστή επανάληψη εδώ, συμπρωταγωνιστούν πρόσωπα και χώματα της πόλης και του χωριού, τα οποία οι υπόγειες δυνάμεις κονιορτοποίησαν και τους υποχρέωσαν από μια συνθήκη ηρεμίας σε μια γνώση άγνωστη ως τότε, αλλά και αναίμακτα,ευτυχώς, οδυνηρή.
Λοιπόν.
Οποία επίδειξη, διάτρητη από τρύπες ματαιότητας, κι αυτή των ανθρώπων της όποιας συγγραφικής επιφανείας, να επιθυμούν διακαώς να διαδηλώνουν τις δημιουργίες τους προς τα έξω, σε όλους ή όπου τους παίρνει δηλαδή! Υπήρξα θύτης και συνεργός άπειρες φορές αυτού του ρόλου και 2 φορές συν τώρα, θύμα, αυτής της διάθεσης. Μόλις θα κυκλοφορήσει το έργο, προς γνώσιν κι όχι μόνον, καλούμε φίλους, συγγενείς ξένους και αδιάφορους, να τους ανακοινώσουμε της τέχνης και της τεχνικής μας τα φαρμάκια. Ανθρώπινη αδυναμία στην οποία λίγοι αντιστέκονται. Δηλαδή κανένας. Ως άνθρωποι εκτός από αδιόρθωτα λάθη μικρά ή μεγάλα, γεμάτοι από αξεδίψαστα χωμάτινα πάθη, είμαστε.
Προς ικανοποίηση των ούτω πως ματαιοδοξιών μου, παρακάλεσα να με «διεξέλθουν», όπως το επιθυμούν, φίλους παλιούς και νέους αγαπημένους. Τον εκ Θεσσαλονίκης Ηλ. Κουτσούκο, παλιά κι ανοξείδωτη καραβάνα της λογοτεχνίας και της γραπτής ή ζώσας δημοσιογραφίας και τον Παν. Δημόπουλο που θέλει κι έχει λόγο πέρα από την κλασική μουσική του. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.
Σημειώνω την κατάθεση μετοχής στην αποψινή μας τράπεζα του νεότευκτου θεσμού του «Λαϊκού Πανεπιστημίου Κοζάνης Γεώργιος Παρακείμενος», του μόνου ζωντανού, έστω και οιονεί πανεπιστημίου του τόπου μας, και στην δημιουργό του κ. Ολγα Κούρτογλου. Τέλος στο Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο το οποίο συνδέθηκε με αυτές μου τις πράξεις, όπως η μουσική της Καραΐνδρου με τις ταινίες του Αγγελόπουλου, μέρες του 2012 του που είναι. Υπερβολή, αλλά μου κάθησε ως λυπημένη υπόμνηση.
Γράφουμε για τη ζωή μας ή στις ζωές των άλλων εισχωρούμε. Τη μικρή μας ύπαρξη τη διοχετεύουμε στις στιγμές των γύρω μας για να προκύψει μια διαφορετική φάση συνέχειας. Είναι η τεχνητή ζωή των λέξεων που συνήθως είναι υπέρτερη της πραγματικότητας αφού (στη λογοτεχνία) κανείς δε σου ζητάει επαλήθευση όσων γράφεις, όπως στις εξισώσεις των μαθηματικών. Επομένως μπορείς ν’ αφεθείς εν φαντασία στο λόγο σου και να περιπλέξεις τα δεδομένα σου κατά το δοκούν, αρκεί να μην ξεπερνούν τους στοιχειώδεις κανόνες της γραφής.
Εζησα τις αφηγήσεις αυτές, όσες έχουν ένα ρεαλιστικό υπόβαθρο αναφοράς, σαν δικές μου. Μπήκα έτσι στη ζωή κάποιων άλλων φανταστικών ή πραγματικών ως ένα σημείο και τις έκανα βίωμά μου. Θυμάμαι τώρα περισσότερο όχι τα γεγονότα και τις σκέψεις στα κείμενα αλλά τους τόπους γραφής τους ή δράσης τους, δηλαδή όσα ήταν εκτός του κυρίου θεάτρου σύνθεσής τους -το γραφείο μου. Είναι οι τόποι συνάντησης με ό,τι σε θέλγει προσωρινά και κατακάθεται μέσα σου ως ίζημα ιαματικό. Εκεί υπάρχουν τα άυλα εικονοστάσια της γραφής που κτίζονται εις ανάμνηση των αναμνήσεων μας, όπως εκείνα που φυτρώνουν στους τόπους των οδικών, θανατηφόρων ατυχημάτων. Ο,τι γράφεται και δημοσιεύεται χάνεται πλέον από εσένα κι υπάρχει εκεί που υπάρχουν οι άνθρωποι που φεύγουν. Στο επέκεινα του τίποτε ή του παντός, του ελάχιστου ή του μέγιστου, του άγνωστου σίγουρα κι ως κονιορτός διαλύεται σε ό,τι προϋπήρξε ή κι όπως η μουσική, η οποία μαζεύεται στους συσσωρευτές του σύμπαντος χώρου της ευαισθησίας.
Από κει το απόσταγμα ομορφιάς της δημιουργίας διαρρέει προς τη γη κι οι τυχεροί όσοι τη δέχονται ευλογούνται από δροσιά έαρος, αύρα θερινή, πάχνη φθινοπώρου και λεπτή στρώση χιόνος που περιθάλπει τους σπόρους της γης.
Φεύγοντας από το εγωιστικά προσωπικό μας κέλυφος και λόγο, στον οποίο νομίζουμε πως αλώβητους μας διαπερνά το συλλογικό, τα πράγματα γύρωθεν μας εξακολουθούν να διατελούν συγκεχυμένα και καταθλιπτικά. Αυτό νιώθεται. Κι είναι μια πολυτέλεια το ότι απολαμβάνουμε απόψε μια κάπως εύχαρι κατάσταση. Προφανώς και δεν είναι ο καιρός για φιλολογικές ανατάσεις και λογοτεχνικές διαλάμψεις. Αγώνας γίνεται αμυντικός να υπάρξεις μέσα σε ό,τι έμαθες, έζησες, αγάπησες. Η σύγχυση, η διάλυση, η διάχυση του είναι μας, είναι το κυρίαρχο τοπίο στην αιθαλομίχλη μας. Δεν ξέρω ποιός θα σταματήσει αυτήν την φορά των πραγμάτων. Μέχρι τότε οι λόγοι παραμυθίας της λογοτεχνίας, οι επιδιώξεις της τέχνης γενικά, ίσως ν’ αποτελούν τα λίγα μας ψυχικά διαθέσιμα αντοχής. Οπως κι ο λόγος παρηγορίας Ι. Χρυσοστόμου, ενός εκ των τριών μεγίστων της σήμερον: «Νεφίδιον εστί και ταχέως παρελεύσεται πάσα θλίψης».
Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου