Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητούμε
σήμερα επί ενός νομοσχεδίου με το οποίο, μεταξύ άλλων, η χώρα ενσωματώνει τις
αποφάσεις που ελήφθησαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να ενισχυθεί ο
συντονισμός και η εποπτεία στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής στις
χώρες-μέλη μετά και την εμπειρία της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης που
ξέσπασε το 2008 και ανέδειξε τις αδυναμίες στο θεσμικό πλαίσιο της Ευρωζώνης.
Μια βασική αδυναμία είναι,
ότι στην ΟΝΕ δεν υφίσταται κεντρική άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως
συμβαίνει με την άσκηση της νομισματικής πολιτικής. Η δημοσιονομική πολιτική
ασκείται από τις εθνικές Αρχές, βεβαίως υπό την εποπτεία των ευρωπαϊκών θεσμών,
αλλά όχι με επιτυχία, όπως διαπιστώσαμε εκ των υστέρων.
Με αφορμή τις προβλέψεις
του συγκεκριμένου νομοσχεδίου ετέθη –εύλογα θεωρώ- το ερώτημα από συναδέλφους
της Αντιπολίτευσης, αν οι περιορισμοί που εισάγει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο
στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής στις χώρες-μέλη διευκολύνει ή όχι την
αντιμετώπιση των κρίσεων που απειλούν μεμονωμένες χώρες.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης
που ξέσπασε το 2008 σε αρκετά σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
διατυπώθηκαν προτάσεις για την αντιμετώπιση της ύφεσης που ισοδυναμούσαν με
επιστροφή στις κευνσιανές πολιτικές της χρυσής εικοσιπενταετίας της Σοσιαλδημοκρατίας,
δηλαδή μεταξύ 1945 και 1970, προτάσεις, που σήμερα είναι γνωστές ως Εθνικός
Κεϋνσιανισμός. Αυτές οι προτάσεις αναδεικνύουν τον ρόλο της δημοσιονομικής και
μισθολογικής πολιτικής, προκειμένου να τονωθούν οι οικονομίες που βρίσκονται σε
ύφεση ή σε στασιμότητα.
Από την ιστορική εμπειρία
γνωρίζουμε, ότι η συνεχής, δηλαδή έξω από την πορεία του οικονομικού κύκλου,
επεκτατική δημοσιονομική πολιτική σε μια χώρα καταλήγει να ενισχύει τα δίδυμα
ελλείμματα και, τελικά, οδηγεί σε κρίση δανεισμού ή νομισματική κρίση.
Ειδικά σε χώρες, με
δημοσιονομική ανισορροπία, όπως η Ελλάδα, δεν υπήρχε αυτή η επιλογή. Όταν, για
παράδειγμα, υπάρχει ύφεση 3%, έλλειμμα 15,7% και χρέος πάνω από 120% του ΑΕΠ,
όπως το 2009, δεν μπορείς να αυξήσεις τις δαπάνες, προκειμένου να
αντιμετωπίσεις τα προβλήματα της ύφεσης, διότι δεν μπορείς να βρεις τα χρήματα
να το κάνεις. Δεν θα σου τα δώσουν οι αγορές.
Στις νομισματικές ενώσεις
που λειτουργούν με επιτυχία, το πρόβλημα της ύφεσης σε περιοχές αντιμετωπίζεται
μέσω μεταβιβάσεων από τον κεντρικό προϋπολογισμό, που όμως στην περίπτωση της
Ευρωζώνης δεν υπάρχει. Εναλλακτικά, απαιτείται μεγαλύτερος συντονισμός
δημοσιονομικών πολιτικών μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.
Αυτό, όμως, προϋποθέτει
σύγκλιση απόψεων για την καταπολέμηση της ύφεσης, που αυτήν τη στιγμή στην
Ευρωζώνη δεν έχει επιτευχθεί, αφού εξακολουθεί να αντιμετωπίζει αυτήν την κρίση
ιδεοληπτικά ως κρίση χρέους και προτείνει ως λύση γι’ αυτά τα προβλήματα
πολιτικές λιτότητας και πολιτική διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Η λύση για την αντιμετώπιση
της κρίσης, την επιτάχυνση της εξόδου από την ύφεση και την αύξηση της
απασχόλησης δεν μπορεί να είναι σήμερα η επιστροφή σε μια πολιτική αύξησης των
δαπανών σε επίπεδο χωρών, αλλά η μετάβαση σε μια ευρωπαϊκή πολιτική αύξησης των
δαπανών, ώστε μέσω των μεταβιβάσεων σε στιγμές κρίσης να στηρίζονται οι
οικονομίες των επιμέρους χωρών.
Όμως, σε αυτήν την επιλογή
εναντιώνονται οι ισχυρές χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες εκτιμούν ότι μια
Ευρωζώνη που θα έχει ένα μηχανισμό μεταβιβάσεων, θα στέλνει το λογαριασμό σε
αυτές τις χώρες μονίμως. Γι’ αυτό αντιδρούν στη δημιουργία αυτού του
μηχανισμού. Αυτό διαπιστώθηκε και από τη στάση τους στη δημιουργία της
ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης. Αυτή είναι η απάντηση στο πρώτο ερώτημα που
έθεσε ο συνάδελφος κ. Τσακαλώτος.
Γι’ αυτό και επιμένω ότι ο
συσχετισμός των δυνάμεων στην Ευρώπη έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι για να
δημιουργήσουμε έναν ομοσπονδιακό προϋπολογισμό θα πρέπει να ψηφισθούν νέες
Συνθήκες που θα επιτρέψουν τη δημιουργία ενός μηχανισμού μεταβιβάσεων ή ενός
ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.
Όμως, η πραγματικότητα, από
τα πρόσφατα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών είναι, ότι όχι μόνο δεν έχουν
διαμορφωθεί αλλά ότι δύσκολα θα διαμορφωθούν εκείνες οι προϋποθέσεις και
εκείνος ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ευρώπη, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε
σε αλλαγή Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να δημιουργηθεί ο ομοσπονδιακός
προϋπολογισμός ή ο μηχανισμός μεταβιβάσεων.
Οι πολίτες ψήφισαν σε
αρκετές χώρες ακροδεξιά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, τα οποία δεν θέλουν να
προχωρήσει περαιτέρω η πολιτική και η οικονομική ενοποίηση στην Ευρώπη.
Ένα ζήτημα που έχει
απασχολήσει τόσο τους οικονομολόγους όσο και τους πολιτικούς είναι η σύγκρουση
ανάμεσα στην άποψη για κανόνες και στην άποψη για ευελιξία στην άσκηση
πολιτικής σε μια νομισματική ένωση. Είναι ένα μεγάλο και σοβαρό θέμα αν το
πλαίσιο που εισάγει σε ένα μεγάλο βαθμό η Ευρώπη με τους δημοσιονομικούς
κανόνες, μετά και την εμπειρία που αποκόμισε από την αντιμετώπιση της κρίσης,
περιορίζει το βαθμό ελευθερίας των χωρών να αντιμετωπίζουν την κρίση ή όχι.
Υπενθυμίζω αυτά που είπα
προηγουμένως σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την περίπτωση της Ελλάδος, όπου είχαμε
μεγάλα δημοσιονομικά προβλήματα, έλλειμμα, χρέος, δεν μπορούσαμε να κινηθούμε
ελεύθερα: Ακόμη και αν θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε τη δημοσιονομική πολιτική,
δεν είχαμε αυτήν την ευχέρεια, διότι δεν είχαμε προνοήσει τα προηγούμενα χρόνια
να έχουμε χαμηλά ελλείμματα ή το αντίθετο, να έχουμε πλεονάσματα, όταν η
οικονομία είχε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ώστε να μειωθεί το χρέος, για να
είναι διαθέσιμο το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής μόλις η χώρα βρισκόταν
σε κρίση.
Επομένως, ένα ερώτημα
είναι, αν θα μπορούσε η εισαγωγή κανόνων να βοηθήσει έτσι, ώστε να τεθούν υπό
έλεγχο τα δημόσια οικονομικά και το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής να
είναι διαθέσιμο στις χώρες μελλοντικά. Με τον τρόπο αυτό απαντώ στο δεύτερο
ερώτημα που τέθηκε από τον προλαλήσαντα συνάδελφο. Οι κανόνες πρέπει να έχουν
μια ευελιξία για να διευκολύνουν την αντιμετώπιση των κρίσεων. Θα κριθεί εκ του
αποτελέσματος εάν οι συγκεκριμένοι κανόνες που εισάγονται σήμερα και εάν η
ευελιξία που ενσωματώνουν θα είναι τελικά αποτελεσματικοί για την αποφυγή
μελλοντικών κρίσεων και για την επιτυχή αντιμετώπισή τους.
Θα ήθελα να σταθώ στην
ευελιξία που πρέπει να έχουν αυτοί οι κανόνες. Έχει γίνει μια πολύ μεγάλη
συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στο επίκεντρο
των προτάσεων των Σοσιαλδημοκρατικών και Σοσιαλιστικών κομμάτων της Ευρώπης να
εξαιρούνται από τα ελλείμματα οι δημόσιες επενδύσεις στην παιδεία, στην έρευνα
και σε κρίσιμα έργα υποδομής.
Εμείς, λοιπόν, ως προς το
τρίτο ερώτημα που θέτετε, έχουμε απαντήσει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο με τις
θέσεις που έχουμε πάρει σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην ομάδα
Σοσιαλιστών και Δημοκρατών.
Άρα, και τα τρία ερωτήματα
που θέσατε, έχουν απαντηθεί.
Αυτήν ουσιαστικά την
πρόταση ενσωμάτωσε και στην πρόσφατη τοποθέτησή του ο Αντικαγκελάριος της
Γερμανίας και Πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ο οποίος υιοθέτησε την
ουσία των θέσεων των σοσιαλιστών και των δημοκρατών και έκανε την εξής πρόταση,
ότι ειδικά για τις χώρες που κάνουν μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να υπάρξει μια
πρόνοια, ώστε οι χώρες αυτές, εφ’ όσον υιοθετούν τις μεταρρυθμίσεις, να μην
υπάγονται στις αυστηρές δεσμεύσεις των κανόνων που θεσμοθετούμε με το παρόν
νομοσχέδιο.
Είναι αναγκαία αυτή η
αλλαγή στους κανόνες, διαφορετικά οι υπερχρεωμένες χώρες, δηλαδή οι χώρες όπως
η Ελλάδα, δεν θα μπορούν να κάνουν επενδύσεις ούτε στην παιδεία ούτε στην
έρευνα, αλλά ούτε και στα μεγάλα έργα υποδομής. Και αυτό θα υπονομεύσει τις
αναπτυξιακές προοπτικές τους, θα δημιουργήσει δηλαδή στις χώρες του μεσογειακού
Νότου πολύ περισσότερα προβλήματα στο μέλλον από όσα επιχειρεί να λύσει ο
συγκεκριμένος τρόπος αντιμετώπισης του συντονισμού της δημοσιονομικής πολιτικής
στην Ευρώπη.
Προβλήματα, επίσης,
δημιουργεί και η άποψη, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει για τα επόμενα δέκα
χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ. Δεν μπορεί να γίνει
αυτό, και μάλιστα, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τις εξελίξεις στον οικονομικό
κύκλο.
Σε ό,τι δε αφορά το θέμα
που έθεσε ο συνάδελφος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο κ. Τσακαλώτος, ότι
σκοπίμως εισάγονται αυτοί οι κανόνες, έτσι ώστε το μόνο εργαλείο πολιτικής μέσω
του οποίου γίνονται προσαρμογές στο πλαίσιο της Ευρωζώνης να είναι οι μισθοί,
του απαντώ το εξής. Εάν παρατηρήσει, μεταξύ των θέσεων του Ευρωπαϊκού
Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι και η θέσπιση ενιαίου ελάχιστου μισθού στην
Ευρωζώνη. Άρα, και ως προς αυτό το ζήτημα, και πάλι δεν λαμβάνετε υπ’ όψιν τις
θέσεις, οι οποίες ήδη διατυπώνονται από τους Σοσιαλδημοκράτες σε ευρωπαϊκό
επίπεδο.
Ταυτόχρονα, βεβαίως, θα
πρέπει να συζητήσουμε και πάνω στο ζήτημα εάν η δημοσιονομική πολιτική της
χώρας πρέπει να στοχεύει ή όχι στη μείωση του χρέους. Η δημοσιονομική πολιτική
της χώρας βεβαίως θα πρέπει να υπηρετεί το στόχο για επίτευξη της ανάπτυξης και
αύξηση της απασχόλησης. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να αποσκοπεί και στη μείωση
ενός πολύ υψηλού χρέους.
Για να είμαι ειλικρινής,
δεν γνωρίζω να υπάρχει καμμία σχολή οικονομικής σκέψης που να ορίζει ως στόχο
της δημοσιονομικής πολιτικής την αύξηση του χρέους. Δεν μπορώ, λοιπόν, να
φανταστώ ότι υπάρχει συνάδελφος στην Αίθουσα αυτή που μπορεί να υποστηρίξει ότι
το χρέος σε μια χώρα πρέπει να αυξάνεται ανεξάρτητα από την πορεία της
οικονομίας.
Νομίζω ότι είναι πολύ πιο
εύκολο να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα για το πώς πρέπει να
διαχειριζόμαστε το χρέος για να μην καταστεί ανεξέλεγκτο. Λέω, λοιπόν, ότι,
όταν η οικονομία είναι σε ύφεση, τότε θα πρέπει να αφήνουμε τα ελλείμματα να
αυξάνονται και κατ’ επέκταση το χρέος, για να βοηθήσουμε να τονωθεί η ζήτηση
στην οικονομία και να αντεπεξέρχεται στα προβλήματα που δημιουργεί η ύφεση και
η ανεργία. Όταν πάλι με τη σειρά της η οικονομία περάσει σε θετικούς ρυθμούς
ανάπτυξης, πρέπει τα ελλείμματα να γίνονται πλεονάσματα, ώστε να μειώνεται το
χρέος για να μην καταστεί ανεξέλεγκτο και εμποδίζει την αναπτυξιακή προοπτική
της χώρας, να μη μεταφέρει υπερβολικά βάρη στις επόμενες γενεές, βάρη που δεν
δικαιολογούνται από την αρχή της διαγενεαλογικής αλληλεγγύης.
Εκτιμώ, λοιπόν, ότι είναι
αυτή η αντίληψη για τη σχέση υψηλού χρέους και ανάπτυξης που έχει οδηγήσει την
Αξιωματική Αντιπολίτευση να καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση για τη σύγκληση
Ευρωπαϊκής Διάσκεψης για τη μείωση του χρέους. Αντιλαμβάνομαι, δηλαδή, ότι και
εσείς συμφωνείτε ότι ένα υψηλό χρέος δημιουργεί πρόβλημα στις αναπτυξιακές
προοπτικές της χώρας.
Επομένως, αν το υψηλό χρέος
συνιστά μεγάλο πρόβλημα για μια χώρα, γιατί απορροφά πόρους που θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν σε άλλους παραγωγικούς σκοπούς, όπως είναι η επένδυση στην
παιδεία και στην υγεία, γιατί, κύριοι συνάδελφοι της Αντιπολίτευσης, να μην
προνοούμε, ώστε να μην καθίσταται ανεξέλεγκτο αλλά να λέμε «αφήστε το να
μεγαλώσει, μη βάζετε κανόνες και κάποια στιγμή, όταν δημιουργηθεί το πρόβλημα
του μεγάλου χρέους, θα πάμε να κάνουμε μια Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη και θα
διεκδικήσουμε από τους εταίρους, από τους δανειστές να εξασφαλίσουν ευνοϊκές
αποφάσεις για εμάς»;
Συνάδελφοι της
Αντιπολίτευσης, σχολιάζοντας τις πρόνοιες και τις προβλέψεις του συγκεκριμένου
νομοσχεδίου για την εισαγωγή του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, έβαλαν ως
επιχείρημα ότι η λειτουργία του περιορίζει την ελευθερία της πολιτικής ηγεσίας
του Υπουργείου Οικονομικών.
Θα ξαναθέσω το ερώτημα που
έθεσα και στη διάρκεια των συζητήσεων στις Επιτροπές: Κύριοι συνάδελφοι, είναι
η παρουσία του Δημοσιονομικού Συμβουλίου που περιορίζει τις επιλογές του
Υπουργείου Οικονομικών ή οι υπερεθνικές δεσμεύσεις που εν γνώσει μας έχουμε
αναλάβει ως χώρα; Διότι οι περισσότερες, αν όχι όλες οι δεσμεύσεις, που
αναλαμβάνουμε τουλάχιστον με το παρόν νομοσχέδιο, είναι δεσμεύσεις που
απορρέουν από αποφάσεις που έχουν παρθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Εάν, κατά τη δική σας την
άποψη, αυτές οι δεσμεύσεις δεν μπορούν να υπηρετήσουν τις στοχεύσεις και τις
αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας, τότε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της
Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, το πεδίο αντιπαράθεσης είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκεί θα πρέπει να δοθεί η μάχη, έτσι ώστε οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό
επίπεδο να λαμβάνουν υπ’ όψιν και τις ανάγκες των χωρών του Νότου, που
διεκδικούν την πραγματική σύγκλιση των οικονομιών τους με αυτές του Βορρά.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την
ανεξαρτησία του Δημοσιονομικού Συμβουλίου στη λειτουργία του, εκείνο το οποίο θα
πρέπει να επιδιώκουμε, ως μέλη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, είναι ότι κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους τα μέλη του Δημοσιονομικού Συμβουλίου δεν θα
επιδέχονται παρεμβάσεις από τις πολιτικές ηγεσίες των Υπουργείων.
Κύριε Υπουργέ, κατά τη
διάρκεια της συζήτησης είχα ζητήσει να εξετάσετε αν μπορούμε να διασφαλίσουμε
τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στην τοποθέτηση των μελών του Δημοσιονομικού
Συμβουλίου. Θα ήθελα να ακούσω την άποψή σας. Πάντως, εκείνο που έχει σημασία
είναι ότι το Δημοσιονομικό Συμβούλιο θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά του
χωρίς παρεμβάσεις από τις πολιτικές ηγεσίες, έτσι ώστε οι Βουλευτές, όταν
έρχεται ο Προϋπολογισμός προς συζήτηση στη Βουλή, να μπορούμε να χρησιμοποιούμε
τις αξιολογήσεις του, για να μπορούμε να ελέγξουμε την πολιτική ηγεσία του
Υπουργείου Οικονομικών, να ελέγξουμε αν ο Προϋπολογισμός που κατατίθεται
ανταποκρίνεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις και δεν οδηγεί σε αδικαιολόγητες
αποκλίσεις από τον αρχικό σχεδιασμό. Μιλάμε για αποκλίσεις από το στόχο που
ετίθετο στον Προϋπολογισμό, όπως καταγραφόταν για πολλά χρόνια στην Ελλάδα,
ιδιαίτερα τις προεκλογικές χρονιές.
Αυτό το οποίο έχουμε
καταγράψει ιστορικά ως εμπειρία τουλάχιστον από το 1974 και μετά -και μάλιστα
υπάρχουν και σχετικές μελέτες, μία από τις οποίες έχει συντάξει ο σημερινός
Υπουργός Οικονομικών κ. Γκίκας Χαρδούβελης - είναι ότι αυτές οι αποκλίσεις
έφθαναν σε πολύ υψηλό σημείο, ιδιαίτερα τις προεκλογικές χρονιές.
Ένα τέτοιο τυπικό
παράδειγμα προϋπολογισμού με μεγάλη απόκλιση σε σχέση με τον αρχικό στόχο είναι
ο Προϋπολογισμός του 2009 που συζητήθηκε το Δεκέμβριο του 2008. Ξεκίνησε με μία
πρόβλεψη για το έλλειμμα του 2009 στο 1,8% του ΑΕΠ, για να καταλήξει τελικά το
έλλειμμα στο 15,7%, καταρρακώνοντας την αξιοπιστία της χώρας διεθνώς, όπως
προκύπτει και από την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το ρόλο της
Τρόικας στις χώρες με πρόγραμμα.
Αν αυτές οι αλλαγές που
συζητούμε σήμερα είχαν γίνει πριν από πολλά χρόνια, η χώρα μας μπορεί να μην
έφθανε στην ανάγκη για μία απότομη δημοσιονομική προσαρμογή σαν αυτή που
ξεκίνησε το 2010 και τροφοδότησε την ύφεση, αύξησε την ανεργία και τις
κοινωνικές ανισότητες. Η χώρα δεν θα αντιμετώπιζε το πρόβλημα της αξιοπιστίας
εξαιτίας των στατιστικών στοιχείων, όπως έγινε τελικά το 2009 και το 2010.
Ας μου επιτρέψει, μάλιστα,
ο συνάδελφος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κ. Τσακαλώτος να συμφωνήσω μαζί του
σε ό,τι αφορά τον τρόπο λειτουργίας του Κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και την
προστασία της Δημοκρατίας. Είμαι από τους ανθρώπους που υπερασπίζονται, από την
ημέρα που ξέσπασε η κρίση, ότι με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να υποχωρήσουμε
στον τρόπο λειτουργίας της Δημοκρατίας και του Κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Δεν είμαι σίγουρος ότι το καταφέραμε, αλλά ένας που δεν θα πρέπει να βγει
λαβωμένος απ’ αυτήν την κρίση, είναι η Δημοκρατία. Είναι δική μας υποχρέωση να
διασφαλίσουμε ότι θα μπορέσουμε να υπερασπιστούμε τόσο το Κοινοβούλιο όσο και
τη Δημοκρατία, για να έχουμε τη δυνατότητα να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα των
πολιτών.
Κυρίες και κύριοι
συνάδελφοι, θεωρώ ότι με τις συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου γίνεται
μία σημαντική βελτίωση στο δημοσιονομικό πλαίσιο που καθορίζει τη δημοσιονομική
διαχείριση στη χώρα μας. Ενισχύεται η διαφάνεια, διευκολύνεται η λογοδοσία και
γι’ αυτό υπερψηφίζουμε το νομοσχέδιο.
_______________________________________________________________________
_______________________________________________________________________
ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Κατά τη συζήτηση του σχεδίου νόμου του
Υπουργείου Οικονομικών «Αρχές Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Εποπτείας
(Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - Δημόσιο Λογιστικό»
26/6/2014
Άκουσα
συνάδελφο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, που δεν είναι παρών αυτή τη στιγμή
στην Αίθουσα, να με καλωσορίζει στη μάχη για τη Δημοκρατία και τη λειτουργία
του Κοινοβουλίου. Φοβάμαι ότι ο συνάδελφος παραγνωρίζει ένα βασικό γεγονός, ότι
όλοι κρινόμαστε και όλοι κρίνονται.
Την
ανησυχία μου για τη Δημοκρατία και για τη λειτουργία του Κοινοβουλίου την έχω
καταθέσει -την έχουμε καταθέσει ως ΠΑΣΟΚ επανειλημμένα- από την εποχή που
ξέσπασε η κρίση και ακούγαμε να διατυπώνονται ακραίες απόψεις για το ρόλο του
Κοινοβουλίου και των Βουλευτών, αλλά και όσες φορές διαπιστώναμε ότι εξωθεσμικά
όργανα επιχειρούσαν να προσβάλουν με τη στάση τους το Ελληνικό Κοινοβούλιο και
να υποτιμήσουν το ρόλο του ως του μόνου υπεύθυνου να λαμβάνει αποφάσεις ακόμα
και σε συνθήκες βαθιάς κρίσης, οικονομικής και κοινωνικής.
Η
Δημοκρατία, κύριε Πρόεδρε, όσες φορές κινδύνεψε στη διάρκεια του 20ου
αιώνα, ήταν πάντα σε περιόδους οικονομικών κρίσεων.
Γι’
αυτό επιμένω, ότι όλοι σε αυτήν την Αίθουσα και έξω από την Αίθουσα έχουμε
υποχρέωση να υπερασπιστούμε τη Δημοκρατία, έχουμε υποχρέωση να υπερασπιστούμε
τη λειτουργία του Κοινοβουλίου. Και δεν δέχομαι ούτε και επιτρέπω σε
οποιονδήποτε εδώ μέσα να μοιράζει πιστοποιητικά προσήλωσης στη Δημοκρατία.
Διότι, αυτή η χώρα, έχει μακρά και κακή εμπειρία από αυτούς που μοιράζανε κάθε
είδους πιστοποιητικά.
Ας
δούμε, όμως, και το θέμα του συσχετισμού των δυνάμεων που έθεσε ο συνάδελφος, ο
Εισηγητής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο κ. Τσακαλώτος, στην Ευρώπη και το
τι έκανε η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εν μέσω της κρίσης: Σας λέω, λοιπόν, κύριε
συνάδελφε, ότι αναζητήσαμε συμμαχίες και μεταξύ των χωρών του μεσογειακού
Νότου, αλλά και με τους σοσιαλιστές τόσο του Βορρά όσο και του Νότου καθ’ όλη
τη διάρκεια της κρίσης, αλλά δεν βρήκαμε την αναγκαία ανταπόκριση, γιατί όλοι
εκείνη την εποχή έλεγαν ότι το πρόβλημα είναι ελληνικό, όταν εμείς λέγαμε ότι
το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό.
Και
θα συμφωνήσω με την επισήμανση την οποία κάνατε στους συναδέλφους του ΚΚΕ, ότι
το κράτος σήμερα μόνο του δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε μία κερδοσκοπική επίθεση
των αγορών. Όμως, θα πρέπει να κατανοήσετε ότι αυτό το οποίο λέτε εσείς ως
σχόλιο και ως κριτική απέναντι στο ΚΚΕ, ήταν ακριβώς η δύσκολη στιγμή με την
οποία βρέθηκε αντιμέτωπη η ελληνική κυβέρνηση όταν το ελληνικό κράτος βρέθηκε
στο επίκεντρο μιας πρωτοφανούς κερδοσκοπικής επίθεσης. Και επειδή ο συσχετισμός
δυνάμεων ήταν αδύναμος για την Ελλάδα, γι’ αυτό και υποχρεωθήκαμε να
προχωρήσουμε σε ορισμένες επιλογές.
Ακούω
τώρα τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ να λέει, ότι θα συμπράξει στη δημιουργία συμμαχίας
του Νότου. Δηλαδή, με ποιους; Με τον Πρωθυπουργό της Ιταλίας, με τον κ. Ρέντσι,
με τον Πρωθυπουργό της Ισπανίας, με τον κ. Ραχόι. Και λέω: Για τον Πρόεδρο του
ΣΥΡΙΖΑ και για το ΣΥΡΙΖΑ είναι εύκολο να καθίσει στο ίδιο τραπέζι και να
συνομιλήσει με πρωθυπουργούς που ανήκουν στην ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού
Κόμματος, είναι εύκολο να καθίσει στο τραπέζι με πρωθυπουργούς που ανήκουν στην
ομάδα των Δημοκρατών και Σοσιαλιστών στην Ευρώπη, αλλά ήταν δύσκολο την κρίσιμη
στιγμή, το 2010, το 2011, να καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Έλληνα
Πρωθυπουργό.
Αυτό,
όμως, για μένα και πάλι είναι μια υποχώρηση από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ σε
λογικές και ρεαλιστικές θέσεις από τις αρχικές τους τοποθετήσεις περί μονομερών
ενεργειών.
Γι’
αυτό σε ανύποπτο χρόνο σας έλεγα «κύριοι συνάδελφοι; μην ξανοίγεστε στα βαθιά
νερά, γιατί θα έρθει κάποια στιγμή και θα υιοθετήσετε τις δικές μας θέσεις και
θα καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι να επιτύχετε συναίνεση στο εσωτερικό της
χώρας». Να έχετε ένα ισχυρό μέτωπο εδώ για να μπορείτε να διαπραγματευτείτε και
να διεκδικήσετε στο εξωτερικό.
Εγώ
για να είμαι ειλικρινής, κύριε Τσακαλώτε, βλέπω με ενδιαφέρον την υποχώρησή σας
από την αρχική τοποθέτηση «σκίσιμο του μνημονίου» στη σημερινή θέση «απεμπλοκή
από το μνημόνιο». Είναι ένα σημαντικό βήμα. Είστε στο σωστό δρόμο, γιατί τώρα
βλέπετε ότι το να βγεις από το μνημόνιο είναι βεβαίως ένα ουσιαστικό θέμα το
οποίο αργά ή γρήγορα θα πρέπει να το αντιμετωπίσεις. Δηλαδή, θα πρέπει να
αποφασίσεις αν θα καλύπτουμε -και με ποιον τρόπο- τις δανειακές μας ανάγκες στο
μέλλον από τις αγορές.
Το
μεγάλο ζήτημα, όμως, είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα, τη μέρα μετά το
μνημόνιο. Διότι, τότε, δεν θα μπορείτε να κρύβεστε πίσω από τον τεχνητό
διαχωρισμό και το τεχνητό δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο και θα είναι
λειτουργικός ξανά ο ιστορικός διαχωρισμός «δεξιά» και «αριστερά». Και εμείς
τότε θα δώσουμε και θα συνεχίσουμε να δίνουμε τη μάχη και για την ανασυγκρότηση
της οικονομίας και για να βοηθήσουμε αυτούς που βρέθηκαν σε δύσκολες συνθήκες
εξαιτίας της κρίσης, αλλά και βέβαια θα δώσουμε τη μάχη για την ανασύνταξη της
ευρωπαϊκής και της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
Άκουσα
τον κύριο Υπουργό για άλλη μια φορά να τοποθετείται για το 2009. Κύριε Υπουργέ,
με όλη την εκτίμηση στο πρόσωπό σας, γιατί θεωρώ ότι πραγματικά αυτά τα δύο
χρόνια έχετε προσφέρει σημαντικό έργο από τη θέση του Αναπληρωτή Υπουργού
Οικονομικών στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, δύο πράγματα θα ήθελα να σας πω:
Ακούω
μία καινοφανή άποψη, ότι αυτά που δεν έκανε η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας
μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, έπρεπε να τα κάνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τους
τρεις μήνες.
Μία
πρόταση: Αναθέστε στο Δημοσιονομικό Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί, ως έργο, να
προσδιορίσει ποια είναι τα μέτρα που έπρεπε να πάρει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το
τρίμηνο του 2009 για να ανατρέψει το δημοσιονομικό έλλειμμα του 10%, το οποίο
μας είπε ο κ. Προβόπουλος ότι ήταν το έλλειμμα όταν αναλάβαμε. Αυτό θα είναι
πολύ χρήσιμο για τη συζήτηση, να είναι το πρώτο του έργο. Διότι, όταν είναι
10%, δηλαδή περίπου 24 δισεκατομμύρια το έλλειμμα εκείνη την περίοδο που
παραλάβαμε, θα ήθελα να μου πείτε συγκεκριμένα αυτά τα μέτρα που δεν πήρε η Νέα
Δημοκρατία μέχρι και τον Οκτώβρη του 2009, πώς θα μπορούσε να τα πάρει η
Κυβέρνηση που μόλις εκλέχτηκε;
Να αναφερθούμε, όμως, και στην Έκθεση
του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου το σημείο πέντε της Έκθεσης που ψηφίστηκε με
συντριπτική πλειοψηφία στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου -δεν το
ψήφισαν οι Ευρωβουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, δεν το ψήφισαν και οι
Ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ παρά το γεγονός ότι επεδίωξαν και συνάντησαν τους
συντάκτες της Έκθεσης- λέει το εξής: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι
πριν από την έναρξη του προγράμματος συνδρομής Ευρωπαϊκής Ένωσης - Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου, το οποίο δρομολογήθηκε την άνοιξη του 2010, υπήρχε ένας
διττός φόβος που αφορούσε την «αφερεγγυότητα» και τη «μη βιωσιμότητα» των
δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα της συνεχώς μειούμενης ανταγωνιστικότητας
της ελληνικής οικονομίας και του μακροχρόνιου δημοσιονομικού εκτροχιασμού…»
–άρα το πρόβλημα, κύριε Υπουργέ, δεν ήταν του 2009 αλλά ήταν και του 2008 και
του 2007- «…λόγω της χαμηλής πραγματικής είσπραξης φόρου εταιρειών, με το
δημόσιο έλλειμμα να αγγίζει το 15,7% του ΑΕΠ το 2009, έναντι 6,5% το 2007, και
το λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να συνεχίζει την ανοδική πορεία του από το
2003, όταν είχε διαμορφωθεί στο 97,4%, αγγίζοντας το 129,7%.». Και συνεχίζει:
«Είναι της γνώμης…» -το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- «…ότι η προβληματική κατάσταση
στην Ελλάδα οφειλόταν και στη στατιστική λαθροχειρία κατά τα έτη που
προηγήθηκαν της κατάρτισης του προγράμματος.»
Ας προχωρήσουμε λίγο στα θέματα του
νομοσχεδίου:
Κατά
τη διάρκεια της πρωτολογίας μου, είχα πει ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο για τη
χώρα μας να μπορεί να εξασφαλίσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 4,5% στο
επόμενο χρονικό διάστημα. Να συμφωνήσω, λοιπόν, ότι είναι ένα ζήτημα το τι
είδους δημοσιονομική πολιτική θα ακολουθούμε, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι
θα συμφωνήσουμε σε κάτι πολύ απλό: Ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε το
δημοσιονομικό τοπίο ανεξέλεγκτο, για να μπορεί πραγματικά η δημοσιονομική
πολιτική να αποτελεί εργαλείο στα χέρια μας.
Επίσης, θα ήθελα να τοποθετηθώ πάνω
στις τροπολογίες.
Εμείς, στο ΠΑΣΟΚ ήμασταν και
παραμένουμε ενάντια σε οποιαδήποτε αποσπασματική ρύθμιση. Η αντιμετώπιση της
κρίσης δημιούργησε τεράστια προβλήματα. Κατανοούμε ότι πρέπει να γίνεται
εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων. Δεν μπορεί, όμως, κάθε φορά να αντιμετωπίζουμε
τα προβλήματα αποσπασματικά.
Κύριε
Πρόεδρε, επειδή προέρχεστε από την Περιφέρεια, είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι
κατανοείτε πως σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες για τους περισσότερους από τους
Έλληνες, αν η Κυβέρνηση πρέπει να πάρει κάποια πρωτοβουλία, αυτή πρέπει να
αφορά πρωτίστως αυτούς οι οποίοι έχουν πληγεί περισσότερο από οποιονδήποτε
άλλον Έλληνα ή Ελληνίδα. Και αυτοί είναι οι μακροχρόνιοι άνεργοι, είναι οι
άνθρωποι οι οποίοι έχουν χάσει τη δουλειά τους, δεν έχουν κανένα εισόδημα. Σε
αυτούς πρέπει πρώτα να καταδείξουμε την ευαισθησία!
Κατανοώ
τις τοποθετήσεις άλλων συναδέλφων, αλλά δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί δεν πρέπει
μεταξύ των πρώτων τους οποίους θα πάμε να στηρίξουμε, να είναι αυτοί οι οποίοι
είναι άνεργοι και δεν βλέπω, επίσης, το λόγο
να μην επικεντρωθούμε στο πώς θα επαναφέρουμε μέτρα και πρωτοβουλίες
έτσι ώστε να οδηγήσουμε την οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και να
δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας που είναι, αν θέλετε, ο πιο αποτελεσματικός
τρόπος για να απαντήσουμε στα μεγάλα προβλήματα που δημιουργήθηκαν και στην
έξαρση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Σε
ό,τι αφορά την τροπολογία που μας έδωσε ο κύριος Υπουργός για τον ΕΟΠΥΥ, που
ήταν το αποτέλεσμα των συζητήσεων και των προτάσεων που έγιναν μεταξύ ΠΑΣΟΚ και
Νέας Δημοκρατίας, θεωρούμε ότι αυτή είναι μία θετική πρωτοβουλία που κινείται,
αν θέλετε, και διέπεται από αυτό το πνεύμα, να στηρίζουμε δηλαδή αυτούς που
πραγματικά έχουν ανάγκη, γιατί αν μη τι άλλο αυτοί οι οποίοι είναι άνεργοι και
ανασφάλιστοι χρειάζονται σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες τη δική μας προστασία.
Πρέπει να νιώθουν ότι εμείς ανταποκρινόμαστε σε αυτές τις δύσκολες στιγμές και
μπορούμε να παίρνουμε αποφάσεις προς τη θετική και σωστή κατεύθυνση.
Επιμένω,
ότι το νομοσχέδιο αυτό ενισχύει τη διαφάνεια, ενισχύει τη δυνατότητα
λογοδοσίας, αποτελεί μία θετική εξέλιξη στην άσκηση του δημοσιονομικού
πλαισίου, μπορεί να εισάγει ορισμένους κανόνες οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι
ευέλικτοι, αλλά είναι μέρος των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει, γι’ αυτό και το
υπερψηφίζουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου