ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ἰω. 20, 19-31)
Τή στάση τοῦ Θωμᾶ, ἀγαπητοί ἀδελφοί,
συνηθίσαμε νά τή βλέπουμε σάν κάτι πού θά πρέπει νά προσπαθήσουμε ν’
ἀποφύγουμε, ἀλλά αὐτή ἡ θεώρηση ὀφείλεται σέ παρεξήγηση. Ὁ Θωμάς δέ
θέλει ν’ ἀρκεστεῖ στίς διαβεβαιώσεις τῶν ἄλλων μαθητῶν καί ζητάει νά δεῖ
ὁ ἴδιος τόν Κύριο. Ὁ ὑμνωδός ἀποκαλεῖ αὐτή τήν ἀπιστία «καλή», γιατί
ὁδηγεῖ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων στήν «ἐπίγνωση».
Πραγματικά, ὅταν ἀρκούμαστε στίς
διαβεβαιώσεις τῶν ἄλλων, δεχόμαστε κάτι πού δέν τό διαπιστώσαμε καί δέν
τό γνωρίζουμε οἱ ἴδιοι. Ἔτσι δεχόμαστε τήν ἀλήθεια σάν ἕνα λογικό
συμπέρασμα, σάν μία νοητική σκέψη. Ὅμως ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι μία σκέψη,
ἀλλά μία ὁλοζώντανη πραγματικότητα. Ἡ διαβεβαίωση ἐκείνου πού βίωσε μία
πραγματικότητα ἔχει μία ἀναμφισβήτητη δύναμη, ἀλλά ἡ διαβεβαίωση
ἐκείνου, πού τόν διαβεβαίωσε κάποιος ἄλλος, δέν εἶναι τόσο δυνατή· κι
ὅσο ἡ διαβεβαίωση ἀπομακρύνεται ἀπό τό ἄμεσο βίωμα τῆς πραγματικότητας,
τόσο χάνει τή δύναμή της.
Πολλοί «εὐσεβείς» ἄνθρωποι δέ φαίνεται
νά ὑποπτεύονται ὅτι μία «καλή ἀπιστία» μπορεῖ νά εἶναι ἀσύγκριτα
καλύτερη ἀπό μία «κακή πίστη», μία πίστη συμβατική, μή γνήσια. Πολλές
φορές ἡ πίστη μας εἶναι ἀποτέλεσμα φόβου καί δειλίας. Εἶναι μία πίστη μέ
τήν ὁποία μποροῦμε νά ἐξασφαλίζουμε τήν πνευματική μας τακτοποίηση, μία
πίστη πού μᾶς προφυλάσσει ἀπό τήν περιπέτεια. Δηλαδή, μία πίστη πού δέν
εἶναι πράγματι πίστη. Γι’ αὐτό καί δέν τολμᾶμε νά τήν ἀμφισβητήσουμε.
Ὑποσυνείδητα φοβόμαστε ὅτι δέν ἔχουμε ἀρκετή
ἤ ἴσως ὅτι δέν ἔχουμε καθόλου πίστη κι ὁ φόβος μας αὐτός ἴσως νά μήν εἶναι ἀδικαιολόγητος.
Ἡ ζωή μας, παρά τίς διακηρύξεις πίστης
πού κάνουμε, δείχνει ἀδιάψευστα τήν ἀπιστία μας. Διακηρύσουμε τήν πίστη
μας στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό βάρος πού δίνουμε στούς τραπεζικούς
μας λογαριασμούς καί στά κτήματά μας εἶναι ἀδιάψευτη ἀπόδειξη τῆς
εἰδωλολατρίας μας. Ἔτσι ἡ πίστη μας τελικά εἶναι πολλά σκαλοπάτια πιό
κάτω ἀπό τήν ἀπιστία κάποιων ἄλλων, πού εἶχαν καί τήν τιμιότητα καί τήν
τόλμη ἀλλά καί ἀρκετή πίστη στήν πίστη τους, ὥστε νά τολμήσουν νά τήν
ἀμφισβητήσουν.
Ἐκεῖνοι τολμοῦν αὐτή τήν πνευματική
περιπέτεια, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἀληθινή γνώση τοῦ
Θεοῦ. Αὐτοί τολμοῦν νά ποῦν τό ἠρωϊκό: «ἄν δέν τόν δῶ ὁ ἴδιος, δέ θά τό
πιστέψω». Καί λέγοντας αὐτό δείχνουν ὅτι ἔχουν ἀρκετή ἐλπίδα καί πίστη
πώς θά τόν δοῦν. Ἐνῶ, ὅσοι ἀπό μᾶς δέν τολμᾶμε νά ποῦμε «ἄν δέν τόν
δοῦμε, δέ θά πιστέψουμε», δείχνουμε ὅτι μέσα μας δέν πιστεύουμε πώς
ὑπάρχει περίπτωση νά τόν δοῦμε καί γι’ αὐτό δέν τολμᾶμε νά τό
διακινδυνεύσουμε. Δέ θέλουμε νά διακινδυνεύσουμε τήν πνευματική μας
τακτοποίηση καί γι’ αὐτό δέν ριχνόμαστε στήν πάλη μέ τό Θεό.
Ὁ Θωμάς ὅμως τόλμησε νά ριχτεῖ σ’ αὐτή
τήν πάλη. Τόλμησε νά πεῖ «ἄν δέν τόν δῶ ὁ ἴδιος, δέν θά τό πιστέψω». Καί
μ’ αὐτή τήν τόλμη του ἔδειξε τήν πραγματική πίστη πού βρισκόταν κάτω
ἀπό τήν ἐπιφανειακή ἀπιστία του, γιατί κανείς δέ μπαίνει σέ μία
περιπέτεια ἀπό τήν ὁποία εἶναι βέβαιος ὅτι
θά βγεῖ χαμένος. Ἀλλά ὁ Θωμάς βγῆκε τόσο κερδισμένος, ὅσο κερδισμένος βγαίνει κι ὅποιος ἄνθρωπος ζητήσει νά δεῖ τό Θεό.
Ὁ Θωμάς ἔχει τό κουράγιο ν’ ἀναζητάει
καί γι’ αὐτό τολμάει νά λέει στούς ἄλλους μαθητές «ἄν δέν τόν δῶ, δέν
πείθομαι ἀπό τά λόγια σας». Αὐτή ἡ τόλμη τῆς ἀναζήτησης μίας ἄμεσης
ἐπαφῆς μέ τήν ἀλήθεια εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ τόλμη ὁδηγεῖ τόν
Θωμά στήν πραγματική συνάντηση μέ τόν ἀναστημένο Χριστό.
Γιατί ὅμως στήν εὐαγγελική περικοπή μας ὁ
Χριστός σχεδόν ἐπιπλήττει τόν Θωμά: «πείστηκες ἐπειδή μέ εἶδες μέ τά
μάτια σου˙ μακάριοι ἐκεῖνοι πού χωρίς νά μ’ ἔχουν δεῖ, πιστεύουν»; Ἡ
ἐπίπληξη αὐτή ἀναφέρεται στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Θωμάς θέλει νά
συναντήσει τόν Χριστό. Δέν τόν ἐπιπλήττει γιατί ζητάει νά τόν συναντήσει
ὁ ἴδιος, ἀλλά γιατί διαλέγει τό πιό χαμηλό δυνατό ἐπίπεδο συνάντησης,
δηλαδή ἐκεῖνο τῶν αἰσθήσεων. Οἱ ἐνέργειες τῆς θείας Χάρης πού ὑποπίπτουν
στίς αἰσθήσεις εἶναι λιγότερο συγκλονιστικές. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ
μέ τρόπους πολύ συγκλονιστικότερους ἀπό ἐκείνους πού ὑποπίπτουν στίς
αἰσθήσεις. Ὅμως ὁ Θωμάς, ὅπως κι ἐμεῖς πολλές φορές, δέν ἀναζητάει τίς
τελευταῖες ἀλλά ἀρκεῖται στίς πρῶτες. Ἄν κάποιος νεκρός ἀναστηνόταν ἀπό
τόν τάφο του, θά προκαλοῦσε κατάπληξη ἀκόμη καί στούς πιό πιστούς
ἀνθρώπους, ἀλλά τίς πνευματικές ἀναστάσεις πού συμβαίνουν καθημερινά
μόλις πού τίς παρατηροῦμε. Ποιός θάνατος ὅμως εἶναι φοβερότερος, ὁ
φυσικός ἤ ὁ πνευματικός; Ποιοί εἶναι πραγματικά πεθαμένοι, οἱ ἅγιοι πού
ἔχουν ταφεῖ πρίν ἀπό αἰῶνες ἤ οἱ ἄνθρωποι πού κινοῦνται πλάι μας
καί οἱ φυσικές τους λειτουργίες εἶναι
τέλειες, ἀλλά ἡ καρδιά τους δέ μπορεῖ νά νιώσει ἴχνος ἀγάπης οὔτε γιά τό
συνάνθρωπο οὔτε γιά τό Θεό;
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί ἀδελφοί,
ἀνταποκρίνεται στήν ἀνάγκη τοῦ κάθε ἀνθρώπου κι ἐνσαρκώνεται γιά τόν
κάθε ἄνθρωπο. Δηλαδή εἶναι πρόθυμος νά κατέβει καί νά τόν συναντήσει στό
ἐπίπεδο πού ἐκεῖνος βρίσκεται. Ἔτσι ἔκανε μέ τό Ζακχαῖο, τή Χαναναία
καί τόν ἑκατόνταρχο. Ζητάει ὅμως ἀπ’ ὅλους νά μήν ἀρκεστοῦν νά τόν
συναντήσουν στό ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεων, ἀλλά νά προχωρήσουν στήν
οὐσιαστική συνάντηση, πού γίνεται στό χῶρο τῆς καρδιᾶς.
Ἄς ἀναζητήσουμε κι ἐμεῖς τόν ἀναστημένο
Χριστό κι ἄς τόν δοξολογήσουμε μέ ὕμνους, ὄχι βλέποντας τον μέ τά
σωματικά μας μάτια ἀλλά πιστεύοντας τον μέ τόν πόθο τῆς καρδιᾶς. Ἄς
ἀπομακρύνουμε ἀπό τήν ψυχή μας τήν κατήφεια τῶν παθῶν καί τή ζάλη τῶν
λογισμῶν καί τότε θ’ ἀνθίσει στίς καρδιές μας ἡ ἄνοιξη τῆς πίστης. Μέ
μία τέτοια προπαρασκευή θά μπορέσουμε νά συναντήσουμε τόν ἀναστημένο
Χριστό πέρα ἀπό τό ἐπίπεδο τῶν αἰσθήσεων καί θ’ ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε καί
ν’ ἀκούσουμε «ὅσα μάτι δέ τά εἶδε κι οὔτε τ’ ἄκουσε αὐτί κι οὔτε πού τά
ἔβαλε ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσα ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού τόν
ἀγαποῦν» (Α΄ Κορ. 2,9). Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου