Του Γιώργου Παγουλάτου*
Εάν είχαμε μπει λίγο βαθύτερα στον Αύγουστο, ίσως να είχα αναβάλει για δροσερότερες μέρες τη μελέτη της τακτικής έκθεσης του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Οντας όμως ακόμα σε κλίμα εργασίας, αποφάσισα να την αντιμετωπίσω με τον πάγιο τρόπο: διαβάζοντάς την.
Το ελάχιστο που μπορείς να πεις για τις εκθέσεις της τρόικας είναι ότι, τρία χρόνια τώρα, προωθούν τη συλλογική μας αυτογνωσία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Η δραματικότητα που περιβάλλει την τακτική δημοσιοποίησή τους υποχρεώνει πολιτικούς και ΜΜΕ, να πάρουν κάπως σοβαρότερα ορισμένα θέματα που κατά τη μακρά περίοδο της αμεριμνησίας περνούσαν στα ψιλά: το έλλειμμα, τις μεταρρυθμίσεις, το εξωτερικό ισοζύγιο, την ανταγωνιστικότητα.
Αναγκάζει την κυβέρνηση και το κράτος να ελέγχονται τακτικά στη βάση συγκεκριμένων στόχων και επιδόσεων υλοποίησης. Είναι εξυγιαντική αυτή η τακτική διενέργεια αυστηρών εξετάσεων, για ένα σύστημα διακυβέρνησης που ανδρώθηκε επί δεκαετίες, στη λογική του «περίπου», του «έλα μωρέ τώρα», «θα τα βρούμε». Υποχρεώνει τους υπουργούς σε τακτικό απολογισμό, στη βάση αμείλικτων αριθμών και δεδομένων. Ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, τους σοβαρούς από τους τζουμπέδες.
Υπάρχει βέβαια και η αντίστροφη όψη. Οι τριμηνιαίες επιθεωρήσεις της τρόικας καλλιεργούν αντανακλαστικά βραχυπρόθεσμα. Το κράτος οδηγείται να λειτουργεί με ορατότητα 2-3 μηνών, μέχρι την επόμενη επίσκεψη του κ. Τόμσεν. Εάν διαθέταμε κράτος με επιτελικές ομάδες που σκέφτονταν στρατηγικά, σχεδίαζαν το μέλλον, εργάζονταν συντονισμένα για την εκπόνηση και υλοποίηση μεσο- και μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών δράσεων, τότε αυτή η στοχοπροσήλωση στα βραχυπρόθεσμα «παραδοτέα» θα ήταν εξαιρετικά παραγωγική. Σε ένα κράτος μυωπικό όμως, που τα αφήνει όλα για την τελευταία στιγμή, οι ωφέλειες περιορίζονται.
Είναι δυστύχημα ότι έπρεπε να έρθει η τρόικα, μαζί με τη χειρότερη κρίση της μεταπολεμικής Ελλάδας, για να θυμηθούν οι κυβερνήσεις μας την προτεραιότητα του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος. Με όρους διαρθρωτικού ελλείμματος (δηλαδή εξαιρώντας την επίδραση της ύφεσης και άλλων συγκυριακών παραγόντων), η Ελλάδα είχε το 2012 την 5η καλύτερη δημοσιονομική επίδοση στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με την Κομισιόν. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι βεβαίως αναγκαία για να αποπληρώνεται το τεράστιο χρέος. Αλλά η κατάκτηση του δημοσιονομικού κανόνα δίνει διαπραγματευτική δύναμη για συντεταγμένη έξοδο από τη λιτότητα και βελτίωση του ευρωπαϊκού οικονομικού μείγματος.
Δεν περιποιεί τιμή στο διαχρονικό πολιτικό μας σύστημα ότι υπό την πίεση της τρόικας υποχρεώθηκε να σοβαρευτεί σε ένα μεγάλο εύρος μεταρρυθμίσεων. Επρεπε δηλαδή να έρθει η τρόικα για να αισθανθούν οι φοροφυγάδες το γόνατο του κράτους στο σβέρκο τους, για να αποκτήσουμε ισχυρή και ανεξάρτητη Γενική Γραμματεία Εσόδων, για να ενοποιηθούν τα πληροφοριακά συστήματα, ή για να ελεγχθεί ο μεγάλος αδήλωτος πλούτος; Χρειαζόταν το κράτος την τρόικα για να αντιμετωπίσει επιτέλους με πυγμή τους απατεώνες των μπουζουκομάγαζων, που κάνουν τις χυδαίες αρπαχτές τους πουλώντας «ψυχαγωγία» στους χλιδάτους γόνους του εγχώριου παρασιτισμού;
Χρειαζόταν η τρόικα για να εισπραχθούν τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία; Ή για να μαζευτούν οι τιμές των φαρμάκων στο ΕΣΥ, να επεκταθούν τα γενόσημα κι η ηλεκτρονική συνταγογράφηση; Ή για να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα; Ή για να διευκολυνθούν οι εξαγωγές; Ή για να εκσυγχρονιστεί το κτηματολόγιο; Ή για να αποσυμφορηθούν τα δικαστήρια και να μειωθούν οι τεράστιες καθυστερήσεις που ισοδυναμούν με αρνησιδικία; Ή για να προωθηθεί η εξωδικαστική διαμεσολάβηση για τον δικομανή λαό των Ελλήνων; Ή για να εξυγιανθεί η αγορά των πετρελαιοειδών; Για όλα αυτά δυστυχώς τελικά χρειαζόταν η τρόικα, και τα πιεστικά χρονοδιαγράμματα του Μνημονίου.
Λέει πολλά σωστά πράγματα η έκθεση. Οτι, για παράδειγμα, θα έπρεπε να είχε δοθεί από την αρχή μεγαλύτερη έμφαση στην απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, κι όχι μόνο της εργασίας. Οτι η προσαρμογή του κόστους εργασίας καταπίνεται από δυσκαμψίες στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, όπου οι τιμές δεν πέφτουν παρά τη μείωση του εργατικού κόστους. Οτι ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας είναι μεγάλος.
Για τα παραπάνω όμως, όπως και για άλλα, το ΔΝΤ θυμίζει λίγο τον πατροκτόνο που ζητεί την επιείκεια των ενόρκων γιατί έχει μείνει ορφανός. Φέρει μεγάλες ευθύνες η τρόικα. Αυτή ήταν που εντόπισε την πίεσή της στα συγκεκριμένα πεδία, αντί των άλλων. Και αυτή ήταν που πρόσφατα, αντί να προωθήσει την πραγματική μεταρρύθμιση και αναδιάρθρωση του κράτους (που θέλει κόπο και χρόνο), κατέφυγε στην ευκολία των μαζικών απολύσεων. Στον έκτο χρόνο ύφεσης και με 1,38 εκατομμύρια ανέργους, θεώρησε σκόπιμο να προσθέσει άλλους 15.000, με αμφίβολα δημοσιονομικά οφέλη. Δοκιμάζοντας τα ακρότατα όρια αντοχής της κυβέρνησης, δυναμιτίζοντας την εύθραυστη κοινωνική ειρήνη, και αποσταθεροποιώντας τις καταρρέουσες δημόσιες υπηρεσίες με νέες απεργίες και αναταραχή. Εχοντας ήδη πετύχει να συρρικνώσει μια τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας σε δικομματική.
Στα ζητήματα αυτά, τα στελέχη του ΔΝΤ μοιάζουν δυστυχώς με τους Βουρβόνους: τίποτα δεν ξέχασαν και τίποτα δεν έμαθαν.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Εάν είχαμε μπει λίγο βαθύτερα στον Αύγουστο, ίσως να είχα αναβάλει για δροσερότερες μέρες τη μελέτη της τακτικής έκθεσης του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα. Οντας όμως ακόμα σε κλίμα εργασίας, αποφάσισα να την αντιμετωπίσω με τον πάγιο τρόπο: διαβάζοντάς την.
Το ελάχιστο που μπορείς να πεις για τις εκθέσεις της τρόικας είναι ότι, τρία χρόνια τώρα, προωθούν τη συλλογική μας αυτογνωσία σχετικά με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Η δραματικότητα που περιβάλλει την τακτική δημοσιοποίησή τους υποχρεώνει πολιτικούς και ΜΜΕ, να πάρουν κάπως σοβαρότερα ορισμένα θέματα που κατά τη μακρά περίοδο της αμεριμνησίας περνούσαν στα ψιλά: το έλλειμμα, τις μεταρρυθμίσεις, το εξωτερικό ισοζύγιο, την ανταγωνιστικότητα.
Αναγκάζει την κυβέρνηση και το κράτος να ελέγχονται τακτικά στη βάση συγκεκριμένων στόχων και επιδόσεων υλοποίησης. Είναι εξυγιαντική αυτή η τακτική διενέργεια αυστηρών εξετάσεων, για ένα σύστημα διακυβέρνησης που ανδρώθηκε επί δεκαετίες, στη λογική του «περίπου», του «έλα μωρέ τώρα», «θα τα βρούμε». Υποχρεώνει τους υπουργούς σε τακτικό απολογισμό, στη βάση αμείλικτων αριθμών και δεδομένων. Ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, τους σοβαρούς από τους τζουμπέδες.
Υπάρχει βέβαια και η αντίστροφη όψη. Οι τριμηνιαίες επιθεωρήσεις της τρόικας καλλιεργούν αντανακλαστικά βραχυπρόθεσμα. Το κράτος οδηγείται να λειτουργεί με ορατότητα 2-3 μηνών, μέχρι την επόμενη επίσκεψη του κ. Τόμσεν. Εάν διαθέταμε κράτος με επιτελικές ομάδες που σκέφτονταν στρατηγικά, σχεδίαζαν το μέλλον, εργάζονταν συντονισμένα για την εκπόνηση και υλοποίηση μεσο- και μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών δράσεων, τότε αυτή η στοχοπροσήλωση στα βραχυπρόθεσμα «παραδοτέα» θα ήταν εξαιρετικά παραγωγική. Σε ένα κράτος μυωπικό όμως, που τα αφήνει όλα για την τελευταία στιγμή, οι ωφέλειες περιορίζονται.
Είναι δυστύχημα ότι έπρεπε να έρθει η τρόικα, μαζί με τη χειρότερη κρίση της μεταπολεμικής Ελλάδας, για να θυμηθούν οι κυβερνήσεις μας την προτεραιότητα του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος. Με όρους διαρθρωτικού ελλείμματος (δηλαδή εξαιρώντας την επίδραση της ύφεσης και άλλων συγκυριακών παραγόντων), η Ελλάδα είχε το 2012 την 5η καλύτερη δημοσιονομική επίδοση στην Ευρωζώνη, σύμφωνα με την Κομισιόν. Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα είναι βεβαίως αναγκαία για να αποπληρώνεται το τεράστιο χρέος. Αλλά η κατάκτηση του δημοσιονομικού κανόνα δίνει διαπραγματευτική δύναμη για συντεταγμένη έξοδο από τη λιτότητα και βελτίωση του ευρωπαϊκού οικονομικού μείγματος.
Δεν περιποιεί τιμή στο διαχρονικό πολιτικό μας σύστημα ότι υπό την πίεση της τρόικας υποχρεώθηκε να σοβαρευτεί σε ένα μεγάλο εύρος μεταρρυθμίσεων. Επρεπε δηλαδή να έρθει η τρόικα για να αισθανθούν οι φοροφυγάδες το γόνατο του κράτους στο σβέρκο τους, για να αποκτήσουμε ισχυρή και ανεξάρτητη Γενική Γραμματεία Εσόδων, για να ενοποιηθούν τα πληροφοριακά συστήματα, ή για να ελεγχθεί ο μεγάλος αδήλωτος πλούτος; Χρειαζόταν το κράτος την τρόικα για να αντιμετωπίσει επιτέλους με πυγμή τους απατεώνες των μπουζουκομάγαζων, που κάνουν τις χυδαίες αρπαχτές τους πουλώντας «ψυχαγωγία» στους χλιδάτους γόνους του εγχώριου παρασιτισμού;
Χρειαζόταν η τρόικα για να εισπραχθούν τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία; Ή για να μαζευτούν οι τιμές των φαρμάκων στο ΕΣΥ, να επεκταθούν τα γενόσημα κι η ηλεκτρονική συνταγογράφηση; Ή για να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα; Ή για να διευκολυνθούν οι εξαγωγές; Ή για να εκσυγχρονιστεί το κτηματολόγιο; Ή για να αποσυμφορηθούν τα δικαστήρια και να μειωθούν οι τεράστιες καθυστερήσεις που ισοδυναμούν με αρνησιδικία; Ή για να προωθηθεί η εξωδικαστική διαμεσολάβηση για τον δικομανή λαό των Ελλήνων; Ή για να εξυγιανθεί η αγορά των πετρελαιοειδών; Για όλα αυτά δυστυχώς τελικά χρειαζόταν η τρόικα, και τα πιεστικά χρονοδιαγράμματα του Μνημονίου.
Λέει πολλά σωστά πράγματα η έκθεση. Οτι, για παράδειγμα, θα έπρεπε να είχε δοθεί από την αρχή μεγαλύτερη έμφαση στην απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, κι όχι μόνο της εργασίας. Οτι η προσαρμογή του κόστους εργασίας καταπίνεται από δυσκαμψίες στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, όπου οι τιμές δεν πέφτουν παρά τη μείωση του εργατικού κόστους. Οτι ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας είναι μεγάλος.
Για τα παραπάνω όμως, όπως και για άλλα, το ΔΝΤ θυμίζει λίγο τον πατροκτόνο που ζητεί την επιείκεια των ενόρκων γιατί έχει μείνει ορφανός. Φέρει μεγάλες ευθύνες η τρόικα. Αυτή ήταν που εντόπισε την πίεσή της στα συγκεκριμένα πεδία, αντί των άλλων. Και αυτή ήταν που πρόσφατα, αντί να προωθήσει την πραγματική μεταρρύθμιση και αναδιάρθρωση του κράτους (που θέλει κόπο και χρόνο), κατέφυγε στην ευκολία των μαζικών απολύσεων. Στον έκτο χρόνο ύφεσης και με 1,38 εκατομμύρια ανέργους, θεώρησε σκόπιμο να προσθέσει άλλους 15.000, με αμφίβολα δημοσιονομικά οφέλη. Δοκιμάζοντας τα ακρότατα όρια αντοχής της κυβέρνησης, δυναμιτίζοντας την εύθραυστη κοινωνική ειρήνη, και αποσταθεροποιώντας τις καταρρέουσες δημόσιες υπηρεσίες με νέες απεργίες και αναταραχή. Εχοντας ήδη πετύχει να συρρικνώσει μια τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας σε δικομματική.
Στα ζητήματα αυτά, τα στελέχη του ΔΝΤ μοιάζουν δυστυχώς με τους Βουρβόνους: τίποτα δεν ξέχασαν και τίποτα δεν έμαθαν.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ο Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου