Της Λώρης Κεζά από ΤΟ ΒΗΜΑ
Το αίτημα της Νέας Δημοκρατίας, να απομακρυνθεί ο υπουργός Οικονομικών,
έχει πολλή πλάκα. Θα φύγει ο ένας και θα έλθει άλλος, ο οποίος τι
ακριβώς θα αλλάξει; Μήπως θα πάει τον ΦΠΑ στο 40%;
Μήπως θα
αρχίσει να βγάζει χρυσούς λαγούς από το καπέλο του; Μήπως θα προσφερθεί
να πουλήσει το κορμί του για να σώσει την πατρίδα; Στην παρούσα φάση δεν
έχει κανένα νόημα να ρίχνει κανείς ευθύνες σε πρόσωπα, κόμματα και
επιλογές. Δεν έχει κανένα νόημα να επιστρέφουμε στον Αύγουστο εκείνο που
προειδοποιούσε ο κ. Προβόπουλος, δεν έχει νόημα να αναμασάμε τα
περί αδράνειας του Δεκεμβρίου και των επιλογών του Μαρτίου. Ο γέγονε,
γέγονε. Πάμε παρακάτω.
Ολη αυτή η επικοινωνιακή φασαρία που
έγινε γύρω από τη συνέντευξη Τύπου των τροϊκανών έχει μια συναισθηματική
βάση. Ορισμένοι- ακόμη και μέσα στην κυβέρνηση- ένιωσαν θιγμένοι,
προσβεβλημένοι, λυπημένοι, αιφνιδιασμένοι, δυσαρεστημένοι. Απασχόλησε
περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο κοινοποιήθηκε η ανάγκη για τα 50 δισ.
ευρώ παρά το αντικειμενικό πρόβλημα, ότι δηλαδή δεν έχει κανείς να
παρουσιάσει μια άλλη ρεαλιστική λύση. Απασχόλησε περισσότερο ότι μίλησαν
δημοσίως οι «υπάλληλοι» της κατοχικής διαχείρισης από το αντικειμενικό
πρόβλημα, ότι δηλαδή δεν υπάρχει καμία άλλη λύση. Οι τράπεζες έχουν
στεγνώσει, οι έλληνες επιχειρηματίες δεν έχουν τα μέσα να κάνουν
σωτήριες επενδύσεις, οι εργαζόμενοι φορολογούμενοι δεν έχουν περιθώριο
να στερηθούν ούτε ένα ευρώ. Απασχόλησαν οι διατυπώσεις και όχι η ουσία:
όσο η «εκποίηση» μετονομάζεται «αξιοποίηση» κατευνάζονται τα πνεύματα.
Αραγε πώς ονομάζεται η παραχώρηση μπιρ παρά του λιμανιού στους Κινέζους;
Οι κορόνες που ακούστηκαν εναντίον του κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, τόσο από πασόκους όσο και από την αντιπολίτευση, θα μπορούσαν να περιοριστούν αν υπήρχε μια σεμνή αποδοχή των συνθηκών. Δεν χρειάζεται να πέσει κανείς στα γόνατα και να προσκυνά τους ξενόφερτους λογιστές, όμως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι ανακοινώσεις τους και η επικοινωνιακή πολιτική τους ούτε ευθύνονται για τα χρέη ούτε τα αυξάνουν. Για να γίνει σαφές το μέγεθος του προβλήματος μπορεί να γίνει μια προσομοίωση. Να φτιάξουμε στο μυαλό μας την εικόνα ενός δημοσίου υπαλλήλου, διαμερισματούχου, με ένα οικοπεδάκι στο χωριό. Αυτός ο υπάλληλος κατάφερε να ξοδέψει με πιστωτικές κάρτες κάπου 800.000
ευρώ. Με τους μισθούς του αδυνατεί να ξεχρεώσει στον αιώνα τον άπαντα. Δικαιούται λοιπόν να κρατά το οικοπεδάκι στο όνομά του; Ακόμη και αν αυτός ο υπάλληλος άρχιζε τα δικαιολογητικά, ότι του τα έφαγαν οι γυναίκες, ότι ήταν υπερτιμολογημένα τα Ρrada του, ότι φταίνε οι τράπεζες που χάριζαν πιστωτικέςαλλάζει κάτι;
Ας επιστρέψουμε στο αίτημα της Νέας
Δημοκρατίας: να φύγει λοιπόν ο κ. Παπακωνσταντίνου. Αν γίνει υπουργός
κάποιος πιο ευφάνταστος και τολμηρός, κάποιος που θα αποφασίσει να
πουλήσει το κορμί του προς 1 εκατομμύριο τη βραδιά. Θα βρεθούν πελάτες;
Μάλλον όχι. Αν ρίξει την τιμή στα 50 ευρώ ίσως υπάρξει ενδιαφέρον.
Το ίδιο ισχύει και για την κρατική περιουσία.
Εν
ολίγοις: όλος ο ντόρος για την εκποίηση έγινε χωρίς να υπάρχουν στον
ορίζοντα ενδιαφερόμενοι. Αν δοθεί χάρισμα αλλάζει το πράγμα. Υπάρχει
άνθρωπος να έλθει να επενδύσει στη χώρα όπου κυβερνούν τα συνδικάτα, στη
χώρα όπου το αρχαιολογικό συμβούλιο έχει υψηλό φρόνημα, στη χώρα που
βρίσκεται σε μια κατάσταση επενδυτικής λίμπο; Ούτε μια εκπόρνευση της
προκοπής δεν είμεθα ικανοί να οργανώσουμε...
1 σχόλιο:
αυτη τωρα πληρωνεται για να γραφει?
να γιατι εκλεισε το βημα
Δημοσίευση σχολίου