Του Στέφανου Κασιμάτη
Αφού αναμείχθηκε δημοσίως στον καυγά με την τρόικα και ο Τάκης
Μπαλτάκος αυτοπροσώπως, δεν μένει χώρος για αμφιβολίες: μπλέξαμε άσχημα,
περισσότερο από ό,τι τις προηγούμενες φορές. Στις χθεσινές δηλώσεις του
στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού, βρίσκουμε τις ενδείξεις όλων των
συγκρούσεων στις οποίες έχει εμπλακεί η κυβέρνηση στην τρέχουσα φάση,
καθώς και κάτι ακόμη χειρότερο, το οποίο αφήνω για το τέλος.
Να ξεκινήσουμε από τα κάπως ανάλαφρα. Ο Τ. Μπαλτάκος αντιδιέστειλε τα
επιτεύγματα της διακυβέρνησης Σαμαρά με την απραξία της νεοκαραμανλικής
περιόδου: «Διοικεί (ο Σαμαράς) με 29% και έχει πετύχει πράγματα που
άλλοι πρωθυπουργοί δεν τα διανοήθηκαν, όχι απλά δεν τα πέτυχαν, με 44%».
Αυτό είπε· και τώρα ο Ευάγγελος Αντώναρος υποθέτω ότι ακόμη βγάζει
αφρούς από το στόμα και χτυπιέται στο πάτωμα.
Το βέβαιο είναι, πάντως,
ότι όσοι είχαν αμφιβολίες για τις τεταμένες σχέσεις στο εσωτερικό της
Ν.Δ. μεταξύ των νεοκαραμανλικών και των άλλων (των περί τον Σαμαρά
γενικώς, που, εκτός ορισμένων ακραιφνών, δεν μπορούμε να τους ονομάσουμε
συλλήβδην «σαμαρικούς») τώρα δεν πρέπει να έχουν.
Να σημειωθεί ότι ο Τ. Μπαλτάκος είπε, επίσης, ότι η παρούσα κρίση είναι
«η πιο δύσκολη που πέρασε η χώρα από το 1821». Η συγκεκριμένη αναφορά
δείχνει ότι, εκτός από την εσωκομματική σύγκρουση, υπάρχει και ακόμη
μία, μεγαλύτερη, με την πραγματικότητα! Διότι τι να πει κάποιος για τη
Μικρασιατική Καταστροφή ή τον Εμφύλιο; Αλλά αυτή η σύγκρουση δεν θα μας
απασχολήσει επί του παρόντος, καθώς είναι μια κατάσταση χρόνια στην
ελληνική πολιτική, ανεξαρτήτως προσώπων.
Το χειρότερο όμως που έρχεται στην επιφάνεια με τις δηλώσεις Μπαλτάκου
είναι η επαμφοτερίζουσα στάση του στενού πυρήνα της κυβέρνησης απέναντι
στο βασικό πρόβλημά μας: τη χρεοκοπία και πώς την αντιμετωπίζουμε. Σωστά
είπε ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου ότι το Μνημόνιο είναι μια
«μελανή σελίδα στην ιστορία της χώρας», υπό την έννοια ότι μόνοι μας, με
απόλυτα δική μας ευθύνη, χρεοκοπήσαμε. Το παραδέχεται, εξάλλου, και ο
ίδιος όταν λέει ότι την τρόικα «τη φέραμε με τις συμπεριφορές και τις
πολιτικές δεκαετιών». Αλλά η γενναία αυτογνωσία που εκφράζεται με αυτή
την παραδοχή υπονομεύεται από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί όταν μας λέει
πώς φαντάζεται το τέλος της εποπτείας της τρόικας: «Να απαλλαγούμε από
αυτήν», «να την αναγκάσουμε να φύγει».
Χωρίς να στρέφομαι προσωπικά εναντίον του Τ. Μπαλτάκου, παρά μόνον
εναντίον της στάσης που εκπροσωπεί, εδώ νομίζω ότι έχουμε την κλασική
περίπτωση του ψωροπερήφανου κομπλεξικού, ο οποίος και ξέρει ότι φταίει
για όσα παθαίνει και απεχθάνεται εκείνους που σπεύδουν να τον βοηθήσουν!
Κατά πρώτον, στο πνεύμα που εκφράζουν διατυπώσεις όπως οι
προαναφερθείσες είναι προφανής η αντίφαση με το εγκώμιο του Τ. Μπαλτάκου
για τα επιτεύγματα της κυβέρνησης. Μα, εδώ δεν ζούμε όλοι; Δεν βλέπουμε
τόσους μήνες πια πως το κάθε τι που πραγματοποιείται για την
ανασυγκρότηση είναι αποτέλεσμα των πιέσεων της τρόικας; Ποια είναι,
επομένως, η λογική συνάφεια που μπορεί να συνδέει τη διεκδίκηση των
δαφνών για τις όποιες μεταρρυθμίσεις με την απέχθεια για την τρόικα;
Κατά δεύτερον, όταν η τρόικα αντιμετωπίζεται όχι ως αναγκαιότητα με την
οποία έχουμε συμφέρον να συνεργασθούμε δημιουργικά, αλλά υπό ένα πνεύμα
«εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα», εντείνονται οι αμφιβολίες για τη
δυνατότητά μας να αλλάξουμε και, επιτέλους, εμείς οι ίδιοι να βάλουμε το
σπίτι μας σε τάξη. Συντηρείται ο φόβος ότι απλώς αδημονούμε για την
ευκαιρία να αρχίσουμε πάλι να κάνουμε αυτά που μας οδήγησαν ώς εδώ...
Εθνικό θέμα!
Κάπου διάβασα ότι την επομένη της δολοφονίας στο Σεράγεβο του διαδόχου
του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, ο Φραντς Κάφκα έκανε μόνον δύο λιτές
εγγραφές στο ημερολόγιο του: ότι ο διάδοχος είχε δολοφονηθεί την
προηγουμένη και ότι, το απόγευμα της ημέρας που έγραφε, ο ίδιος είχε
μάθημα τένις. Ακριβές ή μη, δεν ξέρω ―αλλά δεν έχει και πολλή σημασία.
Αυτό που μας λέει η συγκεκριμένη λεπτομέρεια είναι ότι τις περισσότερες
φορές δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε το βάρος γεγονότων τα οποία το μέλλον
ίσως αποδείξει ότι ήταν ιστορικά.
Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων, λοιπόν, σας καλώ να σταθμίσετε κατά την
κρίση σας, αλλά με την αρμόζουσα στους σοβαρούς ανθρώπους περίσκεψη, το
γεγονός ότι ο Γεώργιος Δημοσθένους Κασαπίδης, ανεξάρτητος βουλευτής
Κοζάνης (εκλεγείς με τη Νέα Δημοκρατία), ύψωσε μεσίστια τη γαλανόλευκη
στο εν Κοζάνη γραφείο του. Οπως εξήγησε από το βήμα τοπικού τηλεοπτικού
σταθμού, το έπραξε διότι πενθεί επειδή «χάθηκε η μάχη της φέτας»...
Ποια μάχη της... φέτας; Θα αναρωτηθείτε. Ο καλός βουλευτής αναφέρεται
στην εμπορική συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενωσης και Καναδά, βάσει της
οποίας οι Καναδοί παραγωγοί φέτας (ναι, υπάρχουν και τέτοιοι...)
υποχρεούνται εφεξής να αναγράφουν στη συσκευασία του προϊόντος τους ότι
είναι «τύπου φέτας» ή «απομίμηση φέτας». Από την Ε.Ε. και, ασφαλώς, την
Ελλάδα, η συμφωνία κρίθηκε ικανοποιητική για την προστασία της ονομασίας
προέλευσης του φημισμένου ελληνικού τυρού. Οχι όμως και από τον
βουλευτή Κασαπίδη.
Προσωπικώς, απεχθάνομαι μεν τη φέτα (περισσότερο και από τα
βρωμοπερίστερα της Αθήνας, τα βδελυρά ιπτάμενα τρωκτικά...), ωστόσο
αντιλαμβάνομαι τη διορατικότητα του οξυδερκούς βουλευτή. Βλέπει ο
νουνεχής άνθρωπος ότι η αναγνώριση στους Καναδούς του δικαιώματος χρήσης
του όρου «φέτα», έστω και στο πλαίσιο της διάκρισης ανάμεσα στην
ψευδοφέτα και την αυθεντική και μόνον ελληνική φέτα, αποτελεί μια
παραχώρηση στον τομέα των απαράγραπτων εθνικών δικαίων, η οποία -να μου
το θυμηθείτε- θα προσφέρει έρεισμα στο ακατονόμαστο κρατίδιο ώστε να
προωθήσει την ιδέα της υφαρπαγής του όρου «Μακεδονία», με την προσθήκη,
έστω, κάποιου επιθετικού προσδιορισμού.
Αυτά είχα να πω εγώ, αναγνωρίζοντας την εθνική σημασία του θέματος παρά
τη δυσοσμία του. Από εδώ και πέρα, ας αναλάβουν άλλοι, ικανότεροι εμού,
τον αγώνα τον καλό. Περιμένω ανάδειξη του γεγονότος από τον Σεβασμιότατο
Θεσσαλονίκης στο κυριακάτικο κήρυγμά του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου