Την πεποίθησή του ότι η απόφασή του να ζητήσει δημοψήφισμα ήταν
σωστή και ότι εφόσον αυτό διεξαγόταν θα το κέρδιζε εξέφρασε ο πρώην
πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, το
βράδυ της Τετάρτης, στο Πανεπιστήμιο Columbia σε εκδήλωση που
διοργανώθηκε προς τιμήν του.
Ο κ. Παπανδρέου μέφθηκε τους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας εννοώντας χωρίς να τους κατονομάσει την Ανγκελα Μέρκελ
και τον Νικολά Σαρκοζί γιατη στάση που τήρησαν απέναντι στην πρότασή
του και σημείωσε ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να στηρίζεται πλέον στις
αποφάσεις μιας ελίτ.
Μεταξύ άλλων πρότεινε τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων, την εκλογή του
προέδρου της Ενωσης και την εμπέδωση της αλληλεγγύης μέσω μιας νέας
μεγάλης συμφωνίας.
Ο κ. Παπανδρέου είπε μεταξύ άλλων στην ομιλία του:
Οι ευρωπαίοι ηγέτες συμπεριφερθήκαμε περισσότερο ως «τοπικοί παίχτες»
που ασχολούνται με τους φόβους των εκλογικών τους περιφερειών, αντί να
ηγούνται με αυτοπεποίθηση μιας πορείας προς μία πιο ισχυρή Ένωση. Παρά
την τόσο απαραίτητη οικονομική βοήθεια που όντως δόθηκε στην Ελλάδα,
μπορώ να πω ότι η Ε.Ε. έδρασε περισσότερο με διαιρετικό παρά με
ενοποιημένο τρόπο.
Το συμπέρασμά μου; Χρειάζεται να ξαναθυμηθούμε τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρώπης.
Αλλά και να εντοπίσουμε τους μύθους, τις λανθασμένες πολιτικές
αφηγήσεις γύρω από την ελληνική κρίση που δεν επέτρεψαν στην Ευρώπη να
διαγνώσει πλήρως το πρόβλημα και να αναλάβει ενιαία και αποτελεσματική
δράση.
Ο πρώτος μύθος ήταν ότι αυτό που χρειαζόμασταν ήταν λιτότητα – και πολύ λιγότερο μεταρρυθμίσεις.
Στο πρώτο μου Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως Πρωθυπουργός της Ελλάδας – είχε
ήδη αρχίσει να αποκαλύπτεται το πραγματικό μέγεθος του ελληνικού
ελλείμματος – όλοι ήμασταν σοκαρισμένοι από τους αριθμούς.
Μερικοί πρότειναν άμεσα και σκληρά μέτρα λιτότητας. Τους αντέτεινα
ότι το έλλειμμα ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Χρειαζόμασταν, ναι,
δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά πρώτη προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στα
βαθύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα.
Η Ελλάδα και η οικονομία της υπέφεραν από κακοδιαχείριση. Αυτό που
χρειαζόταν η Ελλάδα δεν ήταν υπερβολική λιτότητα αλλά μία επανάσταση, με
την έννοια που προσδιόρισε τον όρο ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Επανάσταση
δεν σημαίνει ούτε εμφύλιος πόλεμος ούτε αιματοχυσία. Η επανάσταση είναι
μια αλλαγή ορισμένων κεντρικών θεσμών της κοινωνίας μέσω της
δραστηριότητας της ίδιας της κοινωνίας».
Αυτό χρειαζόμασταν στην Ελλάδα. Αυτό ξεκινήσαμε να κάνουμε. Ήθελα να
χρησιμοποιήσω όλο το πολιτικό μου κεφάλαιο ως νέος Πρωθυπουργός για
μεταρρυθμίσεις. Για την «επανάσταση του αυτονόητου», όπως την
αποκαλούσα.
Αλλά αυτό σήμαινε χρόνο. Χρειαζόμασταν χρόνο. Και δυστυχώς όταν οι
αγορές άρχισαν να πιέζουν, η Ευρώπη αποφάσισε να μην υποστηρίξει τις
προτεραιότητές μου και να μετακινηθεί στην γνωστή φόρμουλα της λιτότητας
αντί για βαθειά μεταρρύθμιση.
Ο δεύτερος μύθος ήταν ότι δεν υπήρχε ευρωπαϊκό, αλλά μόνο ελληνικό πρόβλημα.
Μια οικονομία όμως που φτάνει μόλις το 2,5% του ΑΕΠ της Ε.Ε. δεν
μπορεί να είναι το πρόβλημα. Και όμως πολλά μέσα ενημέρωσης, ακόμα και
σοβαροί πολιτικοί μιλούσαν για τεμπέληδες Έλληνες. Αυτό εξελίχθηκε σε
μια αφήγηση για τους τεμπέληδες νοτιοευρωπαίους που πρέπει να
τιμωρηθούν. Ήταν πολύ βολικό για ορισμένους να κατηγορούν την Ελλάδα.
Αυτό που έλεγα πάντα ήταν ότι η Ελλάδα είχε πρόβλημα αλλά η Ελλάδα δεν
ήταν το πρόβλημα. Αυτό ήταν ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πρόβλημα και έπρεπε
να δράσουμε ενωμένοι αντί να ανταλλάσουμε κατηγορίες. Αλλά αυτό σήμαινε
γενναίες αποφάσεις σε θέματα όπως:
Τις ελλιπείς δομές της Ευρωζώνης.
- Την απουσία πραγματικού ελέγχου από την Επιτροπή.
- Τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την μονοδιάστατη προσκόλλησή της στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού.
- Την ανισορροπία που δημιουργείται από την παρουσία ελλειμματικών και πλεονασματικών οικονομιών σε μία ένωση με κοινό νόμισμα.
- Τα βαθύτερα αίτια πίσω από την ευρωπαϊκή ύφεση και την απώλεια ανταγωνιστικότητας απέναντι σε αναδυόμενες οικονομίες, αίτια όπως η έλλειψη πράσινων αναπτυξιακών πολιτικών.
- Οι ευρύτερες οικονομικές ανισότητες – όπως η φοροδιαφυγή μέσω φορολογικών παραδείσων και off shore εταιριών.
- Ένα φοβισμένο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα στην μετά το 2008 εποχή, που σήμαινε ελάχιστες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.
- Την αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε από μία Ε.Ε. που συνήθως έκανε "πολύ λίγα, πολύ αργά" ή από τη συνεχή ανακύκλωση σεναρίων για έξοδο από την Ευρωζώνη.
Η μη αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων εξαρχής δημιούργησε δυσπιστία
στο ίδιο το ευρωπαϊκό κοινό μας σχέδιο και είχε το αντίθετο αποτέλεσμα:
το πρόβλημα εξαπλώθηκε και δημιούργησε επιπρόσθετη ύφεση.
Ο Peer Steinbruck, πρώην υπουργός οικονομικών της Γερμανίας και υποψήφιος για την γερμανική Καγκελαρία στις επερχόμενες εκλογές
είπε πρόσφατα ότι αν η Ε.Ε. είχε εγγυηθεί τα ελληνικά ομόλογα το 2010
θα είχαμε γλυτώσει και το κόστος της υπερβολικής λιτότητας και το κόστος
του τεράστιου δανεισμού για τις δανείστριες χώρες.
Έχει δίκιο. Αυτή θα ήταν μια πραγματικά ευρωπαϊκή απάντηση.
Ο τρίτος μύθος είναι ότι η Ελλάδα δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της.
Παρά τις δυσκολίες, παρά τα λάθη, είχαμε πρωτόγνωρα αποτελέσματα. Με
τις μεγάλες θυσίες των Ελλήνων και την ισχυρή πολιτική θέληση για
αλλαγές, καταφέραμε πάρα πολλά μέσα στο Μηχανισμό Στήριξης.
Μειώσαμε το έλλειμμα μας 6,5% σε μόλις δύο χρόνια. Έτσι, χωρίς τις
πληρωμές για τόκους, η Ελλάδα το 2013 θα δαπανήσει λιγότερα χρήματα από
όσα εισπράττει, επιτυγχάνοντας το αποκαλούμενο πρωτογενές πλεόνασμα.
Ήμασταν η πρώτη χώρα του ΟΟΣΑ σε ρυθμό μεταρρυθμίσεων μέχρι το 2011.
Αυτά οδήγησαν σε πραγματική προσαρμογή: η Ελλάδα ξανακέρδισε σε δύο
χρόνια την ανταγωνιστικότητα που είχε χάσει σε μία δεκαετία από τότε που
μπήκε στο ευρώ. Οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν και το σημερινό μας
έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών είναι το χαμηλότερο από την ένταξή μας
στο ευρώ.
Αλλά τα ευρύτερα ευρωπαϊκά προβλήματα συνέχισαν να υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των αγορών.
Μετά από ένα χρόνο εφαρμογής του Προγράμματος η Τρόικα αντιλήφθηκε ότι η Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να επιστρέψει στις αγορές ούτε το 2012.
Έφταιγε η Ελλάδα;
Στην πραγματικότητα οι αγορές αμφισβητούσαν την αποφασιστικότητα της Ευρώπης να αντιμετωπίσει την ευρύτερη ευρωπαϊκή κρίση.
Και αυτό οδήγησε σε φαύλο κύκλο ύφεσης. Και αυτός με τη σειρά του
πόνεσε πάρα πολύ την κοινωνία μας. Βρισκόμαστε τώρα στον έκτο χρόνο
ύφεσης. Η ανεργία έφτασε το 27%.
Εχω τεράστια πίστη στις δυνατότητες της χώρας μου.
Το ανθρώπινο δυναμικό της, τον πολιτισμό της, την ιστορία της, τα
ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα σε πράσινη ενέργεια, τα αγροτικά της
προϊόντα, τον τουρισμό της, τις δυνατότητές της σε ποιοτικές υπηρεσίες
παιδείας.
Αλλά ζητάμε κατανόηση των πραγματικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας.
Και πάνω από όλα, σεβασμό στη δύσκολη προσαρμογή που κάνουμε.
Αλληλεγγύη και ελπίδα για ένα περήφανο λαό που έζησε πολέμους,
δικτατορίες και εξαρτήσεις και τώρα παλεύει για την αξιοπρέπειά του.
Τίποτα περισσότερο. Τίποτα λιγότερο.
Η σημερινή πολιτική είναι συχνά πολιτική εντυπώσεων, εγκλωβίζεται στις δημοσκοπήσεις, στην επικοινωνία και στο χρήμα.
Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι Πολιτική Εμπιστοσύνης.
Εμπιστοσύνη στις ικανότητες των πολιτών μας, ενισχύοντας θεσμούς και
δημοκρατικές πρακτικές που εγγυώνται την αλληλεγγύη, την μόρφωση, τη
διαφάνεια και τη συμμετοχή.
Στην Ευρώπη χρειαζόμαστε να ξαναποκτήσουμε αυτό το πνεύμα. Προτείνω: μία νέα Μεγάλη Συμφωνία.
Πρώτα από όλα, να σταματήσουμε την ρατσιστική ρητορική αναζήτησης
αποδιοπομπαίων τράγων, που υπονομεύει όλα όσα αντιπροσωπεύει η Ε.Ε.
Δεύτερον, χρειαζόμαστε μια πραγματική στρατηγική πράσινης ανάπτυξης,
με επενδύσεις στις υποδομές, την ανανεώσιμη ενέργεια και την εκπαίδευση.
Με αύξηση των ιδίων πόρων μέσω νέων εργαλείων όπως ο Φόρος επί των
Χρηματοπιστωτικών Συναλλαγών ή ο Φόρος επί των εκπομπών διοξειδίου του
άνθρακα. Μιλάω για την πράσινη ανάπτυξη γιατί είναι η μόνη βιώσιμη
επένδυση που θα μας εξασφαλίσει μελλοντική ανταγωνιστικότητα.
Τρίτον, χρειαζόμαστε πολιτική συνοχής για τους ανέργους. Στην Ελλάδα η
ανεργία των νέων φτάνει το 62%. Στη Γερμανία βρίσκεται σε ιστορικά
χαμηλά. Και όμως -για πολλούς λόγους- η κινητικότητα των εργαζομένων στο
εσωτερικό της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς είναι εξαιρετικά περιορισμένη.
Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα Ταμείο υποτροφιών που θα δίνει στους
ανέργους τη δυνατότητα επανεκπαίδευσης σε όποια χώρα επιθυμούν.
Ένα πρόγραμμα τύπου "Erasmus" για τους ανέργους.
Χρειαζόμαστε επίσης βαθύτερη ενοποίηση. Δημοσιονομική και δημοκρατική – όπως ένας άμεσα εκλεγμένος Πρόεδρος της Ένωσης.
Και τέλος χρειάζεται να ξανασκεφτούμε το πώς αντιμετωπίζουμε το θέμα
του χρέους σε χώρες που βρίσκονται σε προγράμματα προσαρμογής. Η ύφεση
και τα πολιτικά μπρος-πίσω στην Ευρώπη, δείχνουν το δρόμο για τη Μεγάλη
Συμφωνία που διαφαίνεται στον ορίζοντα: Βαθειά μεταρρύθμιση για οριστική
αντιμετώπιση του χρέους. Και αυτό μπορεί να χρειαστεί επικύρωση μέσω
δημοψηφισμάτων.
Δεν μπορούμε πλέον να εξαρτόμαστε από μια Ευρώπη που βασίζεται σε αποφάσεις κάποιων ελίτ.
Η άνοδος του εξτρεμισμού είναι αποτέλεσμα ενός αισθήματος πλήρους αποδυνάμωσης του πολίτη.
Ότι έχουμε, αν έχουμε πολύ μικρή δυνατότητα να ορίσουμε, πόσο μάλλον να αλλάξουμε τη μοίρα μας.
Για αυτό αναζητάμε σωτήρες, αποδιοπομπαίους τράγους ακόμη και τη βία ως διέξοδο.
Το αντίδοτο πρέπει να είναι η ενδυνάμωση των πολιτών μας, των λαών μας.
Τα δημοψηφίσματα δεν είναι βέβαια μαγικές λύσεις, υπάρχουν πολλές
μορφές δημοκρατικής συμμετοχής που μπορούν να ενισχύσουν την κοινωνική
αποδοχή και στήριξη σε ένα Πρόγραμμα.
Στα τέλη του 2011 είχα μόλις διαπραγματευτεί το μεγαλύτερη διαγραφή
χρέους στη σύγχρονη ιστορία, μια ελάφρυνση χρέους 100 δισ. και ένα νέο
πρόγραμμα στήριξης για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε.
Φυσικά αυτό θα σήμαινε συνεχιζόμενη δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά το
κυριότερο ήταν ότι η συμφωνία αυτή θα πίεζε για περαιτέρω
μεταρρυθμίσεις στη χώρα μας. Ενάντια σε κατεστημένα συμφέροντα, την
φοροδιαφυγή και τη διαφθορά.
Στις Κάννες, δέχθηκα κριτική από ευρωπαίους εταίρους μου για την
πρόταση μου για δημοψήφισμα. Φοβόντουσαν την αναταραχή που μπορούσε να
προκαλέσει ένα δημοψήφισμα στις αγορές.
Τους απάντησα ότι θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε την εμπιστοσύνη των
αγορών, μόνο όταν πρώτα έχουμε αποκτήσει την εμπιστοσύνη των λαών μας.
Είμαι βέβαιος ότι θα είχαμε κερδίσει το δημοψήφισμα. Εν πάση
περιπτώσει αυτό που σίγουρα κατάφερα ήταν να δημιουργήσω μία ευρεία
πολιτική συναίνεση για τη Συμφωνία που είχα πετύχει, συναίνεση που δεν
υπήρχε μέχρι τότε μεταξύ των πολιτικών κομμάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου