Του Παύλου Τσίμα
Η συνέντευξη Παπανδρέου στο κυριακάτικο «ΒΗΜΑ»
ήταν ένα ασυνήθιστο πολιτικό κείμενο. Μου φάνηκε σαν μια έκκληση για
κατανόηση και συμπάθεια ενός ανθρώπου που νιώθει παγιδευμένος σε μια
αδιέξοδη κατάσταση. Και, ομολογώ, ότι μου φάνηκε ειλικρινής, απελπισμένα ειλικρινής, η έκκληση.
Αλλά αυτό μικρή σημασία έχει. Εκείνο που έχει στ’ αλήθεια σημασία
είναι αν από την παγίδα- στην οποία, δυστυχώς, είμαστε πιασμένοι όλοι-
μπορούμε να βγούμε, χωρίς να ακρωτηριαστούμε...
Το κεντρικό μοτίβο στην συνέντευξη του πρωθυπουργού, ήταν μια προειδοποίηση: Πως μπορεί σήμερα η Ελλάδα να ζει μια κόλαση ύφεσης, ανεργίας και παραλυτικού φόβου, αλλά υπάρχει και μια ακόμη χειρότερη κόλαση- η κόλαση της χρεοκοπίας, του ξαφνικού οικονομικού θανάτου, που θα βυθίσει μέσα σε μια νύχτα σε πολλαπλάσια φτώχεια από ό,τι το Μνημόνιο, πολύ περισσότερους ανθρώπους.
Έχει δίκιο. Αυτή είναι μια συμφορά που πρέπει, πάση θυσία, να αποφύγουμε. Αλλά το ερώτημα είναι αν ο δρόμος που έχουμε πάρει μας οδηγεί, όντως, να την αποφύγουμε. Το ερώτημα είναι, επίσης, αν υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε την χρεοκοπία, όχι βέβαια ανώδυνα ή ανέξοδα, αλλά χωρίς μια τόσο βαθιά και εν δυνάμει καταστροφική ύφεση, χωρίς να ζήσουμε μια χαμένη δεκαετία και χωρίς να υποστούμε ένα κοινωνικό κραχ. Σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα ο Γ. Παπανδρέου δεν έδωσε, νομίζω, πειστική απάντηση.
Υπάρχει απάντηση; Ας τα βάλουμε κάτω, σε μια πρόχειρη αποτίμηση της κατάστασής μας, σήμερα..
Ένα- το δημόσιο χρέος, που μεγαλώνει ώρα με την ώρα σαν το πτώμα του Αμεδαίου στην κωμωδία του Ιονέσκο, είναι ένα πρόβλημα που ή θα λυθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή δεν θα λυθεί και θα μας συντρίψει. Αν δεν πιστεύουμε στα παραμύθια, αν δεν βλέπουμε Κινέζους, Ρώσους ή εξωγήινους σωτήρες πρόθυμους να μας ξεχρεώσουν, κι αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να ξαναζήσουμε έναν χειμώνα του ‘42, κηρύσσοντας στάση πληρωμών, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι η μόνη λύση στο πρόβλημα του χρέους θα ήταν μια ευρωπαϊκή λύση. Αλλά η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία διστάζει, κλωθογυρίζει, αναβάλει, κερδίζει χρόνο. Μπορεί, εν τέλει, το ελληνικό χρέος να γίνει ο καταλύτης μιας πολιτικής και οικονομικής ένωσης που θα συμπληρώσει την σημερινή, κουτσή νομισματική ένωση. Μπορεί να οδηγήσει στην διάλυση της νομισματικής ένωσης. Το δίλημμα είναι υπαρκτό. Αλλά, για την ώρα, αγνοούμε την απάντησή του.
Δύο- αυτό που εμείς μπορούμε, ως χώρα, να κάνουμε είναι να μηδενίσουμε το πρωτογενές έλλειμμα, δηλαδή το δημόσιο να μην ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει (αν δεν μετρήσουμε τις πληρωμές τόκων για τα προηγούμενα δάνεια). Θεωρητικά, αυτό είναι εύκολο. Έχει ξανασυμβεί στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Προϋποθέτει, πρώτον, οι δημόσιες δαπάνες να επιστρέψουν από τα επίπεδα πάνω από 50% του ΑΕΠ, όπου ήρθαν εκτάκτως επί Καραμανλή, στα επίπεδα του 45% του ΑΕΠ, όπου βρίσκονται τα προηγούμενα χρόνια. Και, δεύτερον, τα έσοδα από φόρους να αυξηθούν από το 38% του ΑΕΠ που είναι σήμερα, ώστε να φθάσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι περίπου 44%. Αλλά γιατί αυτό το θεωρητικά απλό μοιάζει στην πράξη τόσο δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο; Για την ώρα, ο κ. Παπανδρέου μοιάζει αδύναμος να εντοπίσει (ή να παραδεχτεί) την προφανή απάντηση στο ερώτημα.
Τρία- η κρίση που χτυπά την Ελλάδα δεν είναι made in Greece. Όπως αποδεικνύει η εμπειρία της Πορτογαλίας (που, όπως έγραφα την περασμένη εβδομάδα, δεν επέδειξε την ίδια με εμάς δημοσιονομική ασωτία, αλλά υπέστη την ίδια με εμάς μοίρα) η κρίση έχει αιτίες που ξεπερνούν τις ιθαγενείς μας αμαρτίες. Αλλά, παράλληλα, η κρίση σημαδεύει το τέλος, την κατάρρευση του πολιτικού και οικονομικού μοντέλου με το οποίο ζήσαμε, όπως ζήσαμε, τα τελευταία πολλά χρόνια. Και όλοι νιώθουμε πως- ανεξάρτητα από μνημόνια, ελλείμματα και χρέη- το μοντέλο χρειάζεται πλήρη ανατροπή και αντικατάσταση. Θεωρητικά, το ίδιο λέει και ο κ. Παπανδρέου. Μόνο που δεν έχει ακόμη προτείνει ένα συγκεκριμένο σχέδιο αλλαγών. Και, παράλληλα, χάνει με ταχύτατους ρυθμούς, ο ίδιος, η κυβέρνησή του και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, το μικρό κεφάλαιο εμπιστοσύνης που διέθεταν για να κινητοποιήσουν τις αναγκαίες δυνάμεις για μια τέτοια αλλαγή.
Εξ ου και η σημερινή απελπισία….
Το κεντρικό μοτίβο στην συνέντευξη του πρωθυπουργού, ήταν μια προειδοποίηση: Πως μπορεί σήμερα η Ελλάδα να ζει μια κόλαση ύφεσης, ανεργίας και παραλυτικού φόβου, αλλά υπάρχει και μια ακόμη χειρότερη κόλαση- η κόλαση της χρεοκοπίας, του ξαφνικού οικονομικού θανάτου, που θα βυθίσει μέσα σε μια νύχτα σε πολλαπλάσια φτώχεια από ό,τι το Μνημόνιο, πολύ περισσότερους ανθρώπους.
Έχει δίκιο. Αυτή είναι μια συμφορά που πρέπει, πάση θυσία, να αποφύγουμε. Αλλά το ερώτημα είναι αν ο δρόμος που έχουμε πάρει μας οδηγεί, όντως, να την αποφύγουμε. Το ερώτημα είναι, επίσης, αν υπάρχει τρόπος να αποφύγουμε την χρεοκοπία, όχι βέβαια ανώδυνα ή ανέξοδα, αλλά χωρίς μια τόσο βαθιά και εν δυνάμει καταστροφική ύφεση, χωρίς να ζήσουμε μια χαμένη δεκαετία και χωρίς να υποστούμε ένα κοινωνικό κραχ. Σε αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα ο Γ. Παπανδρέου δεν έδωσε, νομίζω, πειστική απάντηση.
Υπάρχει απάντηση; Ας τα βάλουμε κάτω, σε μια πρόχειρη αποτίμηση της κατάστασής μας, σήμερα..
Ένα- το δημόσιο χρέος, που μεγαλώνει ώρα με την ώρα σαν το πτώμα του Αμεδαίου στην κωμωδία του Ιονέσκο, είναι ένα πρόβλημα που ή θα λυθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή δεν θα λυθεί και θα μας συντρίψει. Αν δεν πιστεύουμε στα παραμύθια, αν δεν βλέπουμε Κινέζους, Ρώσους ή εξωγήινους σωτήρες πρόθυμους να μας ξεχρεώσουν, κι αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να ξαναζήσουμε έναν χειμώνα του ‘42, κηρύσσοντας στάση πληρωμών, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε ότι η μόνη λύση στο πρόβλημα του χρέους θα ήταν μια ευρωπαϊκή λύση. Αλλά η σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία διστάζει, κλωθογυρίζει, αναβάλει, κερδίζει χρόνο. Μπορεί, εν τέλει, το ελληνικό χρέος να γίνει ο καταλύτης μιας πολιτικής και οικονομικής ένωσης που θα συμπληρώσει την σημερινή, κουτσή νομισματική ένωση. Μπορεί να οδηγήσει στην διάλυση της νομισματικής ένωσης. Το δίλημμα είναι υπαρκτό. Αλλά, για την ώρα, αγνοούμε την απάντησή του.
Δύο- αυτό που εμείς μπορούμε, ως χώρα, να κάνουμε είναι να μηδενίσουμε το πρωτογενές έλλειμμα, δηλαδή το δημόσιο να μην ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει (αν δεν μετρήσουμε τις πληρωμές τόκων για τα προηγούμενα δάνεια). Θεωρητικά, αυτό είναι εύκολο. Έχει ξανασυμβεί στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Προϋποθέτει, πρώτον, οι δημόσιες δαπάνες να επιστρέψουν από τα επίπεδα πάνω από 50% του ΑΕΠ, όπου ήρθαν εκτάκτως επί Καραμανλή, στα επίπεδα του 45% του ΑΕΠ, όπου βρίσκονται τα προηγούμενα χρόνια. Και, δεύτερον, τα έσοδα από φόρους να αυξηθούν από το 38% του ΑΕΠ που είναι σήμερα, ώστε να φθάσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι περίπου 44%. Αλλά γιατί αυτό το θεωρητικά απλό μοιάζει στην πράξη τόσο δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο; Για την ώρα, ο κ. Παπανδρέου μοιάζει αδύναμος να εντοπίσει (ή να παραδεχτεί) την προφανή απάντηση στο ερώτημα.
Τρία- η κρίση που χτυπά την Ελλάδα δεν είναι made in Greece. Όπως αποδεικνύει η εμπειρία της Πορτογαλίας (που, όπως έγραφα την περασμένη εβδομάδα, δεν επέδειξε την ίδια με εμάς δημοσιονομική ασωτία, αλλά υπέστη την ίδια με εμάς μοίρα) η κρίση έχει αιτίες που ξεπερνούν τις ιθαγενείς μας αμαρτίες. Αλλά, παράλληλα, η κρίση σημαδεύει το τέλος, την κατάρρευση του πολιτικού και οικονομικού μοντέλου με το οποίο ζήσαμε, όπως ζήσαμε, τα τελευταία πολλά χρόνια. Και όλοι νιώθουμε πως- ανεξάρτητα από μνημόνια, ελλείμματα και χρέη- το μοντέλο χρειάζεται πλήρη ανατροπή και αντικατάσταση. Θεωρητικά, το ίδιο λέει και ο κ. Παπανδρέου. Μόνο που δεν έχει ακόμη προτείνει ένα συγκεκριμένο σχέδιο αλλαγών. Και, παράλληλα, χάνει με ταχύτατους ρυθμούς, ο ίδιος, η κυβέρνησή του και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, το μικρό κεφάλαιο εμπιστοσύνης που διέθεταν για να κινητοποιήσουν τις αναγκαίες δυνάμεις για μια τέτοια αλλαγή.
Εξ ου και η σημερινή απελπισία….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου