Η Αρχαγγελίτισσα Ναστασούλα Πατσάη, που θρήνησε τον δικό της Τζίμη ραίνοντάς τον με το ανθόνερο
Έσπασε τον κλοιό, έτρεξε μόλις είδε το φέρετρο, φώναξε
«αθάνατος, Τζιμάκο μου…», έρανε με ανθόνερο τον αδελφό της καρδιάς της,
τον γιατρό που την έσωσε όταν ήταν στα 25 της κι εκείνος λίγο
μεγαλύτερος. «Θα είχα πεθάνει στα 25 μου, μου λέει, κι εκείνος μου
‘δωσε ζωή…».
Μπορεί ο Τζίμης Κρεμαστινός, λόγω μέτρων να μην είχε καν «μια κηδεία σαν
των πολλών ανθρώπων τις κηδείες», αλλά η Αρχαγγελίτισσα αυτή, εξέφρασε
τον σπαραγμό όλου του Αρχαγγέλου κι ολόκληρης της Ρόδου που δεν μπόρεσε
να είναι εκεί. Με το σεντονί στο κεφάλι, όπως λένε στο χωριό της το
άσπρο μαντήλι, με το χαρακτηριστικό φόρεμα και το μοιρολόι της, η
Ναστασούλα, ο πιο δικός του συναισθηματικά άνθρωπος στον Αρχάγγελο,
θρήνησε για όλους εκείνη τη στιγμή.
Τις ημέρες της Εντατικής είχε κάνει αρτοκλασία, στ’ όνομά του.
Τηλεφωνούσε στην κ. Τζένη, έφερνε τον κόσμο ανάποδα να μάθει για
εκείνον, για τη σωτηρία του.
Τη συνάντησα χθες στο χωριό, να του έχει αναμμένο καντήλι στο τραπέζι,
στη μέση του σπιτιού, τριαντάφυλλα από την αυλή της και ένα ποτήρι με
νερό δίπλα στη φωτογραφία του, να πιει η ψυχή αν το χρειαστεί, να
ξεδιψάσει.
Ο θρήνος των απλών ανθρώπων για τον χαμό του Κρεμαστινού, αυτή είναι
όλη η ιστορία! Αυτή είναι η ανταμοιβή και όλη η αλήθεια για τη ζωή και
τον βίο του.
«Εγώ θα ήμουν πεθαμένη από 25 χρονών... Στο ίδιο δημοτικό πηγαίναμε.
Είχαν έρθει τη δεκαετία του ‘40 από τη Χάλκη, ο πατέρας του ο Θωμάς
φαρμακοποιός, μου λέει. Στο τελευταίο σπίτι εκάθοντο δωνά, στης θείας
μας το σπίτι, στην Περιόλα, στον ποταμό του Μαγκαφά κι είχαμε κι εμείς
τις αγελάδες μας κει δά. Η μάνα του, ο πατέρας του αγοράζαν το γάλα από
τις αγελάδες μας. Ο Τζίμης ήταν ήδη νέος γιατρός, αλλά στις διακοπές του
ερχόταν πάντα».
Η Ναστασούλα τρέχει να ράνει με το ανθόνερο τον αγαπημένο της Τζίμη (φωτογραφία: Ρένια Βενιανάκη)
Πού το είχε το φαρμακείο ο πατέρας του;
Στου Βασιλακιού, στο κέντρο του χωριού, στου Βρόντου τον καφενέ,
απέναντι. Ερχόταν μέχρι σήμερα και κάθονταν στον καφενέ κι εμαζεύουνταν
πιο γύρω του και απέναντι ήταν το φαρμακείο, μισογκρεμισμένο σήμερα.
Ήταν συνεσταλμένος άνθρωπος. Πριν εμφανιστεί με τον Ανδρέα Παπανδρέου,
εσκότωνε πολλές ώρες με τους Αρχαγγελίτες, μετά ερχόταν πάλι. Μεγάλο
Σάββατο, επεριμέναν τον όλα τα χρόνια να βάλει αυτός τη φωτιά στις
κουτσούρες.
Μου είπαν ότι ήσασταν ο σύνδεσμός του στο χωριό, σ’ εσάς απευθύνονταν όσοι χρειάζονταν τη βοήθειά του.
Αυτός ο άνθρωπος δεν εξανάρθε. Ούτε υπάρχει, ούτε θα ξανάρθει. Και η
γυναίκα του η κ. Τζένη πολύ εξυπηρετική και πρόσχαρη. Έρχοντο οι
άνθρωποι κι ελέα με, «πάρ’ τον, τον Κρεμαστινό...», λέω «θα τον
πάρω...». Κι εξυπηρετούσε τους πάντες, με χαμόγελο για όλες τις
ειδικότητες των γιατρών. Έλεγε την Ιωάννα, τη γραμματέα ντου στην Αθήνα
«Ιωάννα, περίλαβέ τους...»... Έστελά του ψωμί, του άρεσε το ζυμωτό ψωμί
με το αυγό στη μέση. Λάδι, Πορτοκάλια ερέσκαν του τα Μέρλι, που τον
Αίθωνα. Έν, τον εξεχάνω, με καμιά κυβέρνηση. Να, τα φάρμακα εδώ και για
εμένα και για τον άντρα μου. Τούτο έχει το γραμμένο για μένα, τούτο για
τον άντρα μου... Τούτο...». Έν, τον εξεχάνω.
Και πάντα του κάνατε ξεροτήγανα για κέρασμα, στη γιορτή του!
Και τα ξεροτήγανα που του ‘καμα στο όνομά του, στη γιορτή του, κειδά
ήσουν, τώρα θα τα κάνω στο μνημόσυνό του. Έν εμπορώ να το πιστέψω.
Ξεχάνεις τον εφτοδά τον άνθρωπο;
Τι έγινε το 2000 που ήρθε κι έκαμε ομιλία πρώτη φορά ως υποψήφιος βουλευτής
Έγινε της μουρλής, χιλιάδες από κάτω, κι όλοι να τον χαιρετήσουν. Οι
Ροδίτες το ‘μαθαν που τον Αντρέα, εμείς τον εξέρουμε από παιδάκι. Έφερνέ
με τα ψηφοδέλτια, κι εγύριζά του τα, που ευχαρίστηση. Και τώρα
τελευταία τον είπα: «Μην κατεβαίνεις πιο. Ξάνα τη γεναίκα σου, κι η
γεναίκα σου εσένα»... Κι έπιανέ τον το κέφι, κι εγέλα. Λω, όποτε
παρατήσεις εσύ που τις κάλπες, έν να παρατήσω κι εγώ. Έ, θα πααίνω. Εγώ
για χατίρι ντου. Μια φορά που πήα στην Αθήνα επήα στο 1ο Νεκροταφείο κι
έπλυνα το μνήμα του Παπαντρέου. Λέω της τα, και λέει με «γιατί δεν με τα
είπες να σου στείλω τους δημοσιογράφους»... Λω, ώ... οι δημοσιογράφοι
με λείπασι.
Πώς ήταν τελευταία ο Τζίμης που γνωρίζατε εσείς;
Χολιασμένος. Άστα πιο αυτά, κόρη μου. Και μετά μαθαίνω για το
νοσοκομείο! Δεν μπορώ να σε πω τη στεναχώρια που πήρα... Έεεεε...,
εκόντεψα να λωλίσω πιο. Μέχρι αρτοκλασία του ‘καμα και τη φωτογραφία του
την έχω κρεμασμένη στο Ραφαήλι, μπροστά. Την Κυριακή που θα ‘νοίξουν οι
εκκλησιές θα του κάμουμε κόλλυβα όπως του ταιριάζει, να ‘ρθει ο κόσμος
όλος στην εκκλησιά, στον Ταξιάρχη.
Πείτε μου πάλι τα τραγουδάκια που ταίριαζε η μάνα του για να
γεφυρώσει την απόσταση που τη χώριζε από εκείνον στις σπουδές του και
μετά στην πορεία του, μακριά της. Ας κλείσουμε έτσι!
Ένα – ένα τα ταίριαζε η μάνα του: «Να ‘ταν η θάλασσα στεριά, πορπάτουν
την ένα μήνα, ταγιάντου και την κούραση, ταγιάντου και την πείνα...».
Κι έναν άλλο που ‘λεγε: «Τα μακαρόνια που ‘φαγα, θα κάτσω να ενώσω, να κάνω σιδηρόδρομο να ‘ρθω να σ’ ανταμώσω...».
Ο Τζίμης Κρεμαστινός, ετάφη στον οικογενειακό τάφο, στο νεκροταφείο Ρόδου.
Το 1996 με την κ. Ναστασούλα (αριστερά)
https://www.rodiaki.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου