Του Παναγιώτη Ιωακειμίδη
Το μείζον ιστορικό ζητούμενο για την Ελλάδα τώρα, μετά τις εκλογές, είναι, αφού διασφαλίσει τη διακυβέρνησή της, να παραμείνει στην ευρωζώνη. Οποιαδήποτε άλλη επιλογή επιστρέφει τη χώρα σε τριτοκοσμικές καταστάσεις. Κατακτήσεις τριάντα και πλέον χρόνων κινδυνεύουν να τιναχθούν στον αέρα. Αυτό το δίλημμα δεν τέθηκε άμεσα και καθαρά στον ελληνικό λαό. Ολα τα κόμματα (με εξαίρεση το ΚΚΕ που είχε εντελώς άλλη προσέγγιση) συμπεριφέρθηκαν σαν να μπορούσαμε να παραμείνουμε στην ευρωζώνη και να αποδεσμευθούμε ολοσχερώς από τις υποχρεώσεις του Μνημονίου. Σε άρθρο μας από τη θέση αυτή («Η αλήθεια για το ευρώ και το Μνημόνιο», 27/4/2012) είχαμε τονίσει την ανάγκη να λεχθεί η αλήθεια. Αυτό δεν έγινε από τα κόμματα. Τα αποτελέσματα είναι τώρα γνωστά.
Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα που πρέπει να διαχειριστούμε με κύρια επιδίωξη την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Μια ΕΕ που επίσης βρίσκεται σε μιαν άλλη πραγματικότητα, καλύτερη και με θετικότερη προοπτική μετά την άνοδο του Φρανσουά Ολάντ στην εξουσία. Σ’ αυτή την πραγματικότητα η Ελλάδα πρέπει να είναι ενεργώς παρούσα για να αξιοποιήσει τις νέες ευκαιρίες, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διορθώσει τις πολιτικές αυστηρής λιτότητας του Μνημονίου «από μέσα». Αν, αντίθετα, ο στόχος είναι η ολοκληρωτική αποδέσμευση από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει, τότε θα οδηγηθεί σε ολοκληρωτική αποδέσμευση και από τα δικαιώματα και από την ΕΕ. Η Ελλάδα μπορεί, με άλλα λόγια, να οδηγηθεί στην ολική καταστροφή, συμπαρασύροντας ενδεχομένως και την Ενωση.
Τώρα όμως υπάρχει ένα νέο κλίμα στην ΕΕ και η ευκαιρία της παρουσίας Ολάντ ανοίγει νέα προοπτική για να βγει η Ευρώπη από την κρίση αλλά και να προχωρήσει σε βαθύτερη ενοποίηση κοινωνικού και δημοκρατικού περιεχομένου, αντιμετωπίζοντας τις τρεις εκφάνσεις της:
(α) Την οικονομική κρίση και κυρίως τη διαχείρισή της. Η στρατηγική για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και ελλειμμάτων στηρίχτηκε σχεδόν αποκλειστικά και μονομερώς στην επιβολή αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας. Το αποτέλεσμα υπήρξε η οικονομική ύφεση, η διογκούμενη ανεργία, η κοινωνική ανέχεια και περιθωριοποίηση. Πολιτικά, η συνταγή αυτή τροφοδότησε την ενίσχυση των λαϊκιστικών, ακροδεξιών, εθνικιστικών και σε ορισμένες περιπτώσεις, ανοιχτά φασιστικών δυνάμεων, που κοινό χαρακτηριστικό τους έχουν την αμφισβήτηση ή και τη καταδίκη της ευρωπαϊκής ενοποίησης (ευρωσκεπτικιστές κάθε μορφής). Πέρα απ’ αυτό, όμως, καταγράφεται διευρυνόμενη αντίθεση στις μονομερείς πολιτικές λιτότητας και πειθαρχίας υπέρ μιας αναπτυξιακής στρατηγικής - και ακριβώς αυτό το αίτημα εκφράζει η νίκη του Ολάντ. Με άλλα λόγια, η στρατηγική διαχείρισης της κρίσης που επιδιώχθηκε με τόση μονομέρεια φαίνεται να έχει οδηγήσει σε πολιτική κρίση και οπωσδήποτε στο βάθεμα της κρίσης νομιμοποίησης που αντιμετωπίζει η ΕΕ.
(β) Την παράλυση των κεντρικών πολιτικών θεσμών της ΕΕ. Οι θεσμοί της Ενωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Συμβούλιο Υπουργών και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) δεν λειτουργούν αποτελεσματικά στην παραγωγή πολιτικής. Παρά τις καινοτομίες της Συνθήκης της Λισαβώνας, το πολιτικό σύστημα της Ενωσης εμφανίζεται κατακερματισμένο και ανίκανο να διαμορφώσει πολιτική και να λάβει αποφάσεις γρήγορα και αποφασιστικά. Ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία ως θεσμός έχει τον βασικό ρόλο να προτείνει πολιτική (δικαίωμα πρωτοβουλίας), τα τελευταία χρόνια έχει επιδείξει αδυναμία να παρουσιάσει θαρραλέες πρωτοβουλίες και περιορίζεται στις μάλλον διαδικαστικού, γραφειοκρατικού τύπου πρωτοβουλίες (που συνιστούν νομικό καθήκον). Το αποτέλεσμα είναι ότι η παρουσίαση των πρωτοβουλιών αυτών έχει περάσει στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων, κυρίως της Γερμανίας κ.ά. Ετσι, θεσμοί και πολιτικό σύστημα της Ενωσης εμφανίζονται απονομιμοποιημένα σε αυξανόμενη κατηγορία ευρωπαίων πολιτών.
γ) Τον γαλλογερμανικό άξονα και τον τρόπο λειτουργίας του τα τελευταία χρόνια. Η λειτουργία του γαλλογερμανικού άξονα υπό τους Νικολά Σαρκοζί - Ανγκελα Μέρκελ ουσιαστικά αντικατέστησε τον ρόλο των κεντρικών θεσμών στην ΕΕ. Παρίσι και Βερολίνο (κυρίως το Βερολίνο) επέβαλαν την πολιτική πειθαρχίας και λιτότητας στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ελάμβαναν τις σχετικές αποφάσεις διμερώς και τις παρουσίαζαν στις υπόλοιπες χώρες - μέλη της Ενωσης «ως τετελεσμένες καταστάσεις» (fait accompli). Αλλες χώρες - μέλη, μικρές ή μεγαλύτερες, είχαν αποκλεισθεί από τη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής. Η Γερμανία εμφανίστηκε ως εάν να επιβάλλει με το έτσι θέλω την άποψή της στην υπόλοιπη Ευρώπη, έστω κι αν σε ορισμένες περιπτώσεις οι πρωτοβουλίες της ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε συνάρτηση με ορισμένες ατυχείς δηλώσεις γερμανών αξιωματούχων («όλη η Ευρώπη ομιλεί γερμανικά τώρα»), η επιβολή της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής οδήγησε αναπόφευκτα σε αυξανόμενες αντιδράσεις αλλά, κυρίως, στην όξυνση της αποξένωσης της Ενωσης από την ευρωπαϊκή κοινωνία, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο την κρίση νομιμοποίησης.
Η εκλογή Ολάντ προσφέρει μια ευκαιρία για να διορθωθεί η κατάσταση και για να ανοίξει η διαδικασία αντιμετώπισης του ελληνικού προβλήματος σε άλλη βάση - περισσότερο ισόρροπης και συμμετρικής. Αρκεί η Ελλάδα να είναι εκεί. Και να διαπραγματευθεί. Και περιθώρια στην Ενωση για διαπραγμάτευση πάντοτε υπάρχουν ή δημιουργούνται.
Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του ΔΣ του ΕΛΙΑΜΕΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου