Του Σήφη πολυμίλη
Είναι πια, σχεδόν, κοινή διαπίστωση ότι το πρόβλημα της Ελλάδος δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό. Οχι μόνο γιατί η κρίση είναι σε σημαντικό βαθμό δημιούργημα του πολιτικού συστήματος, αλλά γιατί η πολιτική μας ηγεσία αποδείχθηκε ανίκανη να το διαχειριστεί. Με φυσιολογική συνέπεια να βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα εκλογική μάχη, με άδηλο ακόμα αποτέλεσμα και κυρίως με την ατζέντα της αντιπαράθεσης να διαμορφώνεται από την υποσχεσιολογία και το λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα δυο πάλαι ποτέ κόμματα εξουσίας όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά εξαντλούν την πολιτική τους σε μια αμυντική πολιτική απέναντι του. Ενώ εμφανίζονται ως οι κατ' εξοχήν φορείς μιας ευρωπαϊκής στρατηγικής, το μόνο που κάνουν επί της ουσίας είναι να ψελλίζουν διάφορα μισόλογα για το επάρατο μνημόνιο, με το οποίο υποχρεώθηκαν να συμπλεύσουν. Προφανώς το μνημόνιο ούτε θέσφατο είναι, ούτε ιερό ευαγγέλιο. Αποτυπώνει όμως σε μεγάλο βαθμό μια αναγκαστική πραγματικότητα, από την οποία ακόμα και αν δεν υπήρχε το μνημόνιο, δεν θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε χωρίς κάποιας μορφής, επώδυνη δημοσιονομική προσαρμογή. Το αναγνώρισε άλλωστε και ο κ. Σταθάκης, εκ των βασικών οικονομικών συμβούλων του ΣΥΡΙΖΑ που σε άρθρο του στην Αυγή υποστήριξε ότι τα περιθώρια διορθώσεων είναι μικρά. Στις σημερινές συνθήκες γράφει «προέχει το πάγωμα των μισθών και των δημοσίων δαπανών και η αποτροπή της ύφεσης με κάθε μορφής πρόσφορο και έκτακτο μέτρο». Και αναφέρει ακόμα ότι «οι βασικές επιλογές όπως η ελάφρυνση των φτωχότερων στρωμάτων θα γίνει δυστυχώς με περίπου τα ίδια εργαλεία». Με λίγα λόγια, για όσους δεν θέλουν να καταλάβουν τα περί επιστροφής των μισθών στα προηγούμενα επίπεδα και οι άλλες υποσχέσεις για λαϊκή ψηφοθηρική κατανάλωση είναι περίπου έπεα πτερόεντα...
ΚΙ όμως η προεκλογική ατζέντα αντί να κυριαρχείται από τη συζήτηση για το ποια μέτρα και με ποιο κόστος θα επιτρέψουν μια κάποια σταθεροποίηση της οικονομίας εξαντλείται σε υποσχέσεις για καταγγελία η επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Ο κ. Σαμαράς που διεκδικεί την εξουσία ως αντίπαλο δέος του κ. Τσίπρα, αντί να προβάλλει την όποια θετική αντιπρόταση έχει, επιμένει σε μια τακτική αποκαθήλωσης του αντιπάλου του. Μια τακτική ελάχιστα πειστική, αφού επί δύο χρόνια τον συναγωνιζόταν στις καταγγελίες κατά του μνημονίου και τώρα όπως φαίνεται ετοιμάζεται να θέσει ως κεντρικό άξονα της εκστρατείας του την επαναδιαπραγμάτευση του, παίζοντας ουσιαστικά στο γήπεδο του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί ξέρει πολύ καλά από την εμπειρία του ως κυβερνητικός εταίρος, ότι και τα περιθώρια είναι περιορισμένα, αλλά και το συμμάζεμα του δημόσιου τομέα αναπόφευκτο.
Από την άλλη το ΠαΣοΚ φαίνεται ότι βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στην κρίση του, μετά τη συντριπτική ήττα που υπέστη, με τον κ. Βενιζέλο να προσπαθεί απλώς όπως φαίνεται να το συντηρήσει ως μια υπαρκτή δύναμη με μια αντιφατική στρατηγική. Έτσι προσχωρεί κι αυτός όλο και περισσότερο στην πολιτική της επαναδιαπραγμάτευσης, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να χαϊδέψει και τα αυτιά της απελθούσης κομματικής πελατείας... Όπως χθες στη συνάντηση με την ΑΔΕΔΥ, όπου πρόβαλλε τους «ιστορικούς, αδελφικούς δεσμούς» όπως είπε με τους υπαλλήλους του Δημοσίου υποσχόμενος ότι δεν θα γίνουν απολύσεις και μειώσεις μισθών... Το που θα βρεθούν τα λεφτά θα το δούμε προφανώς σε κάποιο μαντείο.
Είναι αυτονόητο ότι κανείς δεν θέλει να βλέπει τα εισοδήματα του να μειώνονται ή να κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του. Και πολύ περισσότερο οι άνεργοι που αναζητούν κάποια αχτίδα φωτός. Μόνο που αυτά δεν γίνονται ούτε με ευχολόγια, ούτε με υποσχέσεις, ούτε γκρεμίζοντας τα μνημόνια. Δύο και κάτι βδομάδες πριν τις εκλογές οφείλουν επιτέλους να μας πουν με ποιο συγκεκριμένο σχέδιο, με ποιες εναλλακτικές λύσεις, με ποιες συμμαχίες θέλουν να μας κυβερνήσουν. Για να μην ψαχνόμαστε και εμείς και αυτοί στις 18 Ιουνίου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου