της Ιωάννας Κωσταρέλλα από το ΧΡΟΝΟ
Γενικώς γνωρίζουμε ότι η δημόσια υγεία νοσεί. Ιδιαίτερα, δε, και αυτό το
γνωρίζει από πρώτο χέρι ο νυν υπουργός υγείας, τα περιφερειακά
νοσοκομεία είναι ο μεγάλος ασθενής του εθνικού μας συστήματος, καθώς
καλούνται να πληρώσουν την άγνοια, το βόλεμα, τη βλακεία και την ξιπασιά
του καθενός που εμπλέκεται με το άλφα ή βήτα τρόπο στη λειτουργία τους.
Με
διοικητές που δεν είναι μάνατζερ, με κάποιους γιατρούς (ευτυχώς δεν
όλοι ίδιοι!) που για δικούς τους λόγους θεωρούν ότι τα περιφερειακά
νοσοκομεία είναι παρακατιανά και με νοσηλευτικό προσωπικό που όταν δεν
είναι λειψό, έχει τα δικά του ζητήματα, τα νοσοκομεία μας έφθασαν στο
σημείο μηδέν.
Τώρα, λοιπόν, βρισκόμαστε στη χειρότερη φάση, γιατί ενώ
δεν έχουμε νοσοκομεία, νομίζουμε ότι έχουμε. Στην ουσία, όμως,
πρόκειται περί μιας απάτης που μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνη από
το ίδιο το κλείσιμο των κλινικών κάποιων νοσοκομείων, διότι δίνει την
ψευδαίσθηση στον πολίτη ότι έχει νοσοκομείο δίπλα του.
Γιατί
τουλάχιστον, όταν o πολίτης ξέρει ότι δεν έχει νοσοκομείο, μπορεί να
προφυλαχθεί καλύτερα, τρέχοντας στο πλησιέστερο που τουλάχιστον μπορεί
να του προσφέρει κάποιες στοιχειώδεις υπηρεσίες.
Το πάθαμε με την υπόθεση του άτυχου Γιαννάκη τον περασμένο Μάρτιο. Τι μάθαμε, όμως; Μάλλον
τίποτα αν κρίνουμε από τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες με την
Καρδιολογική του Μαμάτσειου, η οποία θα είναι, λέει, 15 ημέρες το μήνα
κλειστή. Τι να σημαίνει αυτό άραγε; Ότι θα πρέπει απο ‘δω και πέρα να
κρατάμε ημερολόγιο με τις βάρδιες των γιατρών της, για να ξέρουμε αν –ω
μη γένοιτο- τους χρειαστούμε, αν θα τους βρούμε σε εφημερία ή όχι;