Λιανουπαίδ'
η Μήτρους, λιανουκόρτσου η Βάγγιου. Ανέγροικα και τα δυο. Τ'
αρραβώνιασαν πρώτα στα κρυφά κι ύστρα στα φανιρά. Τάστειλαν στον Αγιώρ
να φουρτώσ'ν σφάλτσις.
Όρθουσαν του μπλαρ', έβαλαν τ'αμπασκαλάρια, έσφιξαν τ’ν ιγκλα κι ξικίντσαν.
Αμπδάει πανουσάμαρα η Μήτρους, κι η Βάγγιου τραβούσι του καπίστρι. Και οι δυο αντιριούνταν να κοιταχτούν στα μάτια.
- Ιδώ μα, αρχινάει πρώτους η Μήτρους. Τίπουτα η Βάγγιου.
- Ιγώ σι κρένω κι 'συ δεν απηλουιέσει;
- Τι χαλεύς ρα, λέει η Βάγγιου...
- Σι αγαπώ μα χαζιά.
- Έτσια ρα μούγκει, τήρα τη δ'λειάς.
- Πουτί μα, ισύ δε μι αγαπάς;
- Κι γω ρα χαζέ κι πυρουκουκίντσει η Βάγγιου.
Κατεβαίν"
η Μήτρους, τ'πιαν' απ’ ν' αμπασκάλη κι' τ'βάζει πανουσάμαρα. Ανεβαίνει
κι αυτός στα καπούλια κι γκανταλιούντα η Μήτρους, κι καρκαρίζουντας η
Βάγγιου έφτασαν στ'βάθεια τ'κόκα, απχάτ απ'του Βούτσια, στουν Αγιωρ’.