Η ελληνική οικονομία «παρά τα όποια βήματα προόδου εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ένα προβληματικό παραγωγικό πρότυπο που βασίζεται στην κατανάλωση και όχι στις επενδύσεις» , τονίζει με συνέντευξη του στην «Η» ο πρώην υπουργός Οικονομικών Φίλιππος Σαχινίδης.
Λίγο πριν μιλήσει στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών την ερχόμενη εβδομάδα (10 με 13 Απριλίου στους Δελφούς), ο πρώην υπουργός Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ απαντά στις ερωτήσεις της «Η» για την πορεία της οικονομίας, τονίζοντας πως «η χώρα χρειάζεται περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και εξοπλισμό τεχνολογιών αιχμής και πληροφορικής για να αυξήσει τη παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στην εγχώρια παραγωγή μειώνοντας την εξάρτηση από εισαγωγές και την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας».Μιλώντας για τον πληθωρισμό και την ακρίβεια, ο κ. Σαχινίδης σημειώνει πως «τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά κυριαρχούν στην αγορά προϊόντων», ενώ υποστηρίζει πως «οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε προνομιακή θέση και μπορούν να απορροφήσουν το όφελος σε βάρος των καταναλωτών». Όπως λέει, «ολιγοπώλια, καρτέλ σε αγορές προϊόντος και υπηρεσιών και αυθαιρεσίες επιχειρήσεων συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα η διαχείριση του οποίου απαιτεί ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου Ανάπτυξης και των αρμοδίων Ανεξάρτητων αρχών».
Αναφερόμενος στο μείζον πρόβλημα της έλλειψης ταλέντων και των κενών θέσεων εργασίας, ο πρώην υπουργός Οικονομικών προειδοποιεί πως «χωρίς συνεκτικό σχέδιο για την μετάβαση στην νέα εποχή, μια μερίδα εργαζομένων θα βρεθεί εκτός αγοράς εργασίας και το διαρθρωτικό ποσοστό ανεργίας θα διαμορφωθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα».
Ολόκληρη η συνέντευξη του κ. Σαχινίδη έχει ως εξής:
Η κυβέρνηση δηλώνει πως έχει αναγάγει την μάχη κατά της φοροδιαφυγής σε «μητέρα των μαχών» και το 2024 εφαρμόζεται για πρώτη φορά μια νέα φορολογική μεταρρύθμιση που υιοθετεί ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους στο ύψος του κατώτατου μισθού. Μια μεταρρύθμιση που σήκωσε πολύ «σκόνη» αντιδράσεων… Δεδομένης της ελάχιστης – είναι η αλήθεια – συνεισφοράς των μη μισθωτών στα φορολογικά έσοδα, εκτιμάται πως τα νέα μέτρα θα αποδώσουν προς την κατεύθυνση της φορολογικής συμμόρφωσης;
Από το περιεχόμενο της φορολογικής αυτής παρέμβασης, έχω επιφυλάξεις για το ποιος είναι ο πραγματικός στόχος της αφού αφορά αποκλειστικά τους ελεύθερους επαγγελματίες με χαμηλά εισοδήματα. Μόνος στόχος κατά την άποψη μου είναι η αύξηση των φορολογικών εσόδων για να υπάρχει ένα μαξιλάρι ασφαλείας για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Αυτό που χρειάζεται η χώρα μετά από τόσες κρίσεις είναι ένα συνολικό σχέδιο αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος, στο πλαίσιο οικοδόμησης ενός νέου παραγωγικού προτύπου.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια συνολική, ουσιαστική και προοδευτική μεταρρύθμιση για την μείωση της φοροδιαφυγής. Δεν προβλέπονται παρεμβάσεις, όπως αποτελεσματικότεροι έλεγχοι στις επιχειρήσεις, ουσιαστικά κίνητρα για την συλλογή αποδείξεων, άμεσα μέτρα σε περιπτώσεις μη-απόδοσης ΦΠΑ που θα πρέπει να αναμένεται ότι θα συνεχισθεί και λοιπών φορο-ασφαλιστικών οφειλών.
Μόνος στόχος της νέας φορολογικής μεταρρύθμισης είναι κατά την άποψη μου η αύξηση των φορολογικών εσόδων για να υπάρχει ένα μαξιλάρι ασφαλείας για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Η φοροδιαφυγή δεν είναι ίδιον των «κακών» ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά του στρεβλού μας παραγωγικού προτύπου. Στο βαθμό που η οικονομία μας είναι υπερβολικά εξαρτημένη από τις υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, με πολύ υψηλή αυτό-απασχόληση, η παραοικονομία δύσκολα θα παταχθεί. Αυτό που χρειάζεται η χώρα μετά από τόσες κρίσεις είναι ένα συνολικό σχέδιο αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος, στο πλαίσιο οικοδόμησης ενός νέου παραγωγικού προτύπου.
Η ανάπτυξη του 2023 έκλεισε, εν τέλει, στο 2% σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κάτω από τον πήχη της εκτίμησης του προϋπολογισμού για 2,4%, πολύ πάνω ωστόσο από τον μέσο όρο ανάπτυξης της Ευρωζώνης που κινήθηκε στο 0,5%. Θεωρείτε εφικτό το στόχο για ανάπτυξη 2,9% το 2024 μετά και την κάμψη των επενδύσεων που έδειξαν τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ; Αντέχει η χώρα να παράγει πλεονάσματα άνω του 2% ή πρέπει να κινηθεί η Ε.Ε σε πιο χαλαρούς στόχους;
Τα τελευταία τρία χρόνια κινούμαστε πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. όσο αφορά στην ανάπτυξη, αλλά αυτό δεν αρκεί για να λυθεί το πρόβλημα της τεράστιας απόκλισης που έχει δημιουργηθεί κατά την διάρκεια της υπερδεκαετούς κρίσης. Σύμφωνα, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής ισοδυναμίας, είμαστε στην δεύτερη από το τέλος θέση της ΕΕ, λίγο επάνω από την Βουλγαρία. Οι εκτιμήσεις για τους μεσο-μακροπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δείχνουν πως δύσκολα θα καλυφθεί το χάσμα στην επόμενη δεκαετία...
Η ελληνική οικονομία παρά τα όποια βήματα προόδου εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από ένα προβληματικό παραγωγικό πρότυπο που βασίζεται στην κατανάλωση και όχι στις επενδύσεις. Οι επενδύσεις, εξανεμίστηκαν κατά την κρίση, καθώς είχαν κατευθυνθεί σε μη-παραγωγικές δραστηριότητες όπως οι κατασκευές που κατά μεγάλο μέρος κατευθύνθηκαν στις κατοικίες, ενώ η μικρή αύξηση τους τα τελευταία έτη οδηγείται και πάλι από αυτές.
Σύμφωνα, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής ισοδυναμίας, είμαστε στην δεύτερη από το τέλος θέση της ΕΕ, λίγο επάνω από την Βουλγαρία.
Δυστυχώς, δεν έχουν υλοποιηθεί οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που θα προσελκύει επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς, όπως ο μηχανολογικός εξοπλισμός και ο εξοπλισμός πληροφορικής. Για αυτό η παραγωγικότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Οι ρυθμοί ανάπτυξης που εκτιμά η κυβέρνηση, όπως αποδείχθηκε και το 2023, είναι αδικαιολόγητα αισιόδοξοι. Πολύ περισσότερο τώρα που η επιδοματική πολιτική που τόνωνε τεχνηέντως την κατανάλωση, έχει τερματιστεί μετά και την επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων ενώ και το γεωπολιτικό περιβάλλον δεν θα είναι υποστηρικτικό. Ο μη ικανοποιητικός ρυθμός ανάπτυξης του 2%, βασίζεται σε ένα μείγμα προβληματικό, όπως και των προηγούμενων δύο ετών που η Ελλάδα σημείωνε υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης.
Δυστυχώς, δεν έχουν υλοποιηθεί οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που θα προσελκύει επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς, όπως ο μηχανολογικός εξοπλισμός και ο εξοπλισμός πληροφορικής. Για αυτό η παραγωγικότητα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα.
Ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα γύρω στο 2% του ΑΕΠ, δεν είναι ανέφικτος σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, στο βαθμό που η ελληνική οικονομία θα καταφέρει να διατηρήσει ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2%. Ωστόσο, το ζήτημα έγκειται στο μείγμα τόσο των μειωμένων δαπανών, όσο και των εσόδων που θα δημιουργήσουν αυτά τα πλεονάσματα.
Η κυβέρνηση στερεί πολύτιμους πόρους από κλάδους όπως οι υποδομές, η υγεία και η παιδεία από την πλευρά των δαπανών, ενώ βασίζεται στα φορολογικά έσοδα κυρίως από έμμεσους φόρους όπως ο ΦΠΑ, που είναι κοινωνικά άδικοι καθώς επιβαρύνουν δυσανάλογα τα χαμηλά εισοδήματα.
Από την πλευρά των άμεσων φόρων βασίζεται κυρίως στα έσοδα από τη φορολογία των μισθωτών έχοντας ελαφρύνει υπέρμετρα τη φορολογία εισοδημάτων από το κεφάλαιο. Η επιστροφή, δε, σε πρωτογενή πλεονάσματα τα τελευταία έτη, δεν βασίστηκε στην διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αλλά στο πληθωριστικό περιβάλλον: κοινώς, όσοι πλήρωναν πριν, απλώς πληρώνουν παραπάνω τώρα.
Η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα τα τελευταία έτη, δεν βασίστηκε στην διεύρυνση της φορολογικής βάσης, αλλά στο πληθωριστικό περιβάλλον: κοινώς, όσοι πλήρωναν πριν, απλώς πληρώνουν παραπάνω τώρα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιο βαθμό τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν στο 2% μεσοπρόθεσμα δεδομένου ότι ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει ενώ και οι εισροές από το Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) σύντομα θα τελειώσουν.
Έχετε χαρακτηρίσει «προβληματική» την εικόνα στο μέτωπο των επενδύσεων, επειδή οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις κατευθύνονται κυρίως στη διαχείριση ακινήτων και στις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες. «Όχι δηλαδή σε επενδύσεις που αυξάνουν την δυναμική της οικονομίας ή σε επενδύσεις σε υποδομές», όπως έχετε γράψει. Οι επενδύσεις, ωστόσο, που έχουν ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι επενδύσεις σε υποδομές που αυξάνουν την δυναμική της οικονομίας;
Η βιτρίνα των «ρεκόρ» στις ΑΞΕ των τελευταίων ετών, κρύβει ακόμη μια προβληματική σύνθεση. Σταθερά, τα τελευταία έτη, σχεδόν το 50% αυτών κατευθύνονται σε μη-παραγωγικές δραστηριότητες. Το 2022 ήταν τα ακίνητα και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες. Το 2023, που οι ΑΞΕ είναι σημαντικά μειωμένες κατά 40%, οφείλεται κυρίως στην εξανέμιση της περσινής ροής στις χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες που οφειλόταν σε συγκυριακούς παράγοντες, ενώ τα ακίνητα, μέσω κυρίως της Golden Visa, θα φτάσουν το 50% των ΑΞΕ από μόνες τους.
Είναι σαφές πως δεν πρόκειται για κεφάλαια που προορίζονται για την αναβάθμιση κάποιας κρίσιμης υποδομής, αλλά αφορούν οικιστικές κατασκευές που οδηγούν σε πολύ υψηλότερες τιμές την εγχώρια αγορών ακινήτων και στερούν στους ίδιους τους Έλληνες την πρόσβαση σε στέγη.
Το ζητούμενο με το ΤΑΑ ήταν να προσφέρει τους απαραίτητους πόρους για την οικοδόμηση ενός νέου ανθεκτικού και εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου και όχι απλώς να φτιάξουμε μερικούς αυτοκινητοδρόμους
Όσο αφορά στους πόρους του ΤΑΑ, όντως, μεταξύ άλλων χρηματοδοτεί έργα σε υποδομές, που αφορούν κυρίως την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων, όχι όμως τους σιδηροδρόμους που είναι κρισιμότερης σημασίας π.χ. για την διακίνηση εμπορευμάτων.
Το ζητούμενο με το ΤΑΑ ήταν να προσφέρει τους απαραίτητους πόρους για την οικοδόμηση ενός νέου ανθεκτικού και εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου και όχι απλώς να φτιάξουμε μερικούς αυτοκινητοδρόμους. Άλλωστε, η πλειοψηφία των πόρων του ΤΑΑ δεν κατευθύνεται καν στις υποδομές. Παρά το γεγονός ότι έχουμε λάβει ήδη πάνω από το 40% των διαθέσιμων πόρων, η εκταμίευση προς την πραγματική οικονομία για την υλοποίηση των επενδύσεων παραμένει εξαιρετικά χαμηλή γύρω στο 10% μόλις, δυόμιση χρόνια μετά την ενεργοποίηση του ΤΑΑ.
Η παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας, δεν θα αλλάξει μόνο με δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, είτε μέσω του ΤΑΑ είτε μέσω του ΕΣΠΑ. Το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά το ότι η δημοσιονομική θέση της χώρας είναι βελτιωμένη.
Η χώρα χρειάζεται περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και εξοπλισμό τεχνολογιών αιχμής και πληροφορικής για να αυξήσει τη παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας και να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στην εγχώρια παραγωγή μειώνοντας την εξάρτηση από εισαγωγές και την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.
Η παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας, δεν θα αλλάξει μόνο με δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, είτε μέσω του ΤΑΑ είτε μέσω του ΕΣΠΑ.
Ο πληθωρισμός επιβραδύνεται, ωστόσο παραμένει σε υψηλά επίπεδα, ιδιαιτέρως αν αναλογιστεί κανείς πως είμαστε στην τρίτη χρονιά του πληθωριστικού κύκλου και οι αυξήσεις λειτουργούν σωρευτικά. Η κυβέρνηση επιμένει πως η μείωση του ΦΠΑ δεν είναι λύση, ενώ επεμβαίνει με μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα στην αγορά (πλαφόν στο κέρδος, αναδιάρθρωση των εμπορικών πρακτικών κ.α.). Υπάρχουν εύκολες λύσεις στον γόρδιο δεσμό της ακρίβειας;
Η κυβέρνηση δεν προχώρησε στην μείωση του ΦΠΑ για διαφορετικό λόγο από αυτόν που επικαλείται. Ο βασικός είναι ότι εξαιτίας του πληθωριστικού περιβάλλοντος που έχει παγιωθεί τα τελευταία έτη, αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα από ΦΠΑ και λοιπούς έμμεσους φόρους επί της κατανάλωσης. Οι έμμεσοι φόροι όμως επιβαρύνουν πολύ περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά κυριαρχούν στην αγορά προϊόντων, καθώς πολύ λίγες μεταρρυθμίσεις προχώρησαν τα τελευταία χρόνια. Έτσι, οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε προνομιακή θέση και μπορούν να απορροφήσουν το όφελος σε βάρος των καταναλωτών. Παρά το γεγονός ότι οι τιμές ενέργειας, που αυξάναν το κόστος παραγωγής, έχουν επιστρέψει στα προ-κρίσης επίπεδα, οι τιμές των προϊόντων συνεχίζουν να αυξάνονται.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, οι ατελείς συνθήκες ανταγωνισμού, τα εμπόδια στην είσοδο νέων επιχειρήσεων στην Ελληνική αγορά, το μεγάλο μέγεθος της παραοικονομίας συνθέτουν το πρόβλημα του πληθωρισμού στην Ελλάδα.
Τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά κυριαρχούν στην αγορά προϊόντων, καθώς πολύ λίγες μεταρρυθμίσεις προχώρησαν τα τελευταία χρόνια. Έτσι, οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε προνομιακή θέση και μπορούν να απορροφήσουν το όφελος σε βάρος των καταναλωτών.
Ολιγοπώλια, καρτέλ σε αγορές προϊόντος και υπηρεσιών και αυθαιρεσίες επιχειρήσεων συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα η διαχείριση του οποίου απαιτεί ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου Ανάπτυξης και των αρμοδίων Ανεξάρτητων αρχών.
Όσο αφορά τα υποτιθέμενα μέτρα που έχει φέρει κατά καιρούς η κυβέρνηση, είναι σαφές ότι είναι εντελώς αναποτελεσματικά, αφού πλέον βρισκόμαστε σταθερά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης τόσο στον γενικό πληθωρισμό, όσο και στον πληθωρισμό τροφίμων, με το επίπεδο τιμών να συνεχίζει να ανεβαίνει. Τα πρόστιμα που έχουν επιβληθεί αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό των υπερκερδών που έχουν δημιουργηθεί, χωρίς καμία ουσιαστικά επίπτωση στις επιχειρήσεις.
Ολιγοπώλια, καρτέλ σε αγορές προϊόντος και υπηρεσιών και αυθαιρεσίες επιχειρήσεων συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα η διαχείριση του οποίου απαιτεί ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του Υπουργείου Ανάπτυξης και των αρμοδίων Ανεξάρτητων αρχών.
Υπάρχουν λύσεις προφανώς στο θέμα της ακρίβειας, αλλά αυτές έχουν σημαντικό πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση που επιλέγει να εξυπηρετεί τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Χαρακτηριστικό δείγμα των επιλογών της κυβέρνησης είναι ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΕΠ από την προσέγγιση εισοδημάτων, τα τελευταία έτη που βρισκόμαστε σε πληθωριστική έξαρση, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ συνεχώς μειώνεται, ενώ των επιχειρηματικών κερδών αυξάνεται.
Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, απαιτείται ευρύτερος και αποτελεσματικότερος έλεγχος από τις εποπτικές αρχές τόσο όσο αφορά το περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων, όσο και τις αθέμιτες πρακτικές στην αγορά, μείωση των έμμεσων φόρων, αλλά και αποτελεσματική φορολόγηση σε περίπτωση υπερκερδών των επιχειρήσεων. Παράλληλα, πρέπει να επανέλθουν και μέτρα ενίσχυσης των μισθών (να δοθεί άμεσα στους εργαζόμενους μια τριετία).
Τα τελευταία έτη που βρισκόμαστε σε πληθωριστική έξαρση, το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ συνεχώς μειώνεται, ενώ των επιχειρηματικών κερδών αυξάνεται.
Μακροπρόθεσμα πρέπει να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων προκείμενου να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός, ο οποίος θα λειτουργήσει προς όφελος των καταναλωτών μειώνοντας τις τελικές τιμές.
Ο οίκος Moodys διατήρησε πριν λίγες μέρες σταθερή την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας ένα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα, προτάσσοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη ταχύτητα στις μεταρρυθμίσεις (και κυρίως στην Δικαιοσύνη), το υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αλλά και τον μονοδιάστατο χαρακτήρα της οικονομίας που βασίζεται πολύ σε τουρισμό και ναυτιλία. Συζητάμε πολλά χρόνια για την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού ως κάτι που πρέπει να αλλάξει, ωστόσο, μπορούμε τελικά να το πετύχουμε;
Ο οίκος Moodys κατέρριψε το αφήγημα της κυβέρνησης για την πορεία της οικονομίας. Το έλλειμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τα τελευταία χρόνια κινείται σταθερά πάνω από το 6% του ΑΕΠ, με την επίδραση των αυξημένων τιμών ενέργειας το 2022 να έχει εξαλειφθεί πλέον. Η αποταμίευση μήνα με το μήνα μειώνεται γεγονός που υποδεικνύει έλλειψη εγχώριων κεφαλαίων που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Συνεπώς, το έλλειμα οφείλεται σε δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας όπως η υπερεξάρτηση από τις εισαγωγές, η αδυναμία υποκατάσταση τους με εγχωρίως παραγόμενα αγαθά, καθώς και το χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγωγών. Από την άλλη πλευρά, παρατηρούμε μια ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή των τουριστικών εσόδων που όμως γίνεται εις βάρος άλλων πιο παραγωγικών κλάδων της οικονομίας, όπως η μεταποίηση.
Το ζητούμενο δεν είναι να επιβαρύνουμε τον τουρισμό, αλλά να σταματήσει η μονοκαλλιέργεια του, καθώς αποτελεί κλάδο ευάλωτο σε εξωτερικές κρίσεις όπως η πρόσφατη υγειονομική, ενώ είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας και δεν μπορεί να υποστηρίξει υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Ο τουρισμός βασίζεται απλώς στην εκμετάλλευση του φυσικού μας κάλλους, το οποίο θα καταστραφεί εάν συνεχιστεί η μονοκαλλιέργεια του.
Το ζητούμενο δεν είναι να επιβαρύνουμε τον τουρισμό, αλλά να σταματήσει η μονοκαλλιέργεια του, καθώς αποτελεί κλάδο ευάλωτο σε εξωτερικές κρίσεις όπως η πρόσφατη υγειονομική, ενώ είναι χαμηλής προστιθέμενης αξίας και δεν μπορεί να υποστηρίξει υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Το φαινόμενο αυτό θα σταματήσει μόνο εάν οικοδομήσουμε ένα νέο εξωστρεφές παραγωγικό πρότυπο που θα βασίζεται σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτό φυσικά απαιτεί ολιστικό σχεδιασμό, ώστε να ενισχυθούν κι άλλο κλάδοι όπως η μεταποίηση, η ενέργεια, οι μεταφορές.
Το πρόβλημα όμως με την ανάπτυξη αυτών των κλάδων είναι πως πρέπει να γίνουν προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στην χώρα, οι οποίες δεν έχουν υλοποιηθεί όπως διαπιστώνει και η Moodys, ώστε να αντιμετωπιστούν οι διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, όπως η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στο χωροταξικό και στην απονομή της δικαιοσύνης, η πραγματική μείωση της γραφειοκρατίας και όχι απλώς η ψηφιοποίηση της, η κωδικοποίηση της νομοθεσίας και η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος και η μείωση των φοροασφαλιστικών βαρών των μισθωτών, κλπ.
Την ώρα που η ελληνική οικονομία υποφέρει από δεκάδες χιλιάδες ελλείψεις εργαζομένων η ανεργία μένει πεισματικά «κολλημένη» στο 10%. Η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων των εργαζομένων με τις ανάγκες των επιχειρήσεων έχει περιγραφεί ως ένα από τα σημαντικότερα – αν όχι το σημαντικότερο – πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σήμερα. Είναι κάτι που οφείλεται, εν τέλει, στις χαμηλές μισθολογικές απολαβές; Και τι πρέπει να γίνει με τους μισθούς στην Ελλάδα;
Η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων είναι ένα ακόμα σύμπτωμα του στρεβλού παραγωγικού μας προτύπου. Οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στο σύστημα παραγωγής δεξιοτήτων, καθώς και διασύνδεσης με την αγορά εργασίας. Παρότι έχουμε ολοένα και περισσότερους πτυχιούχους, οι γνώσεις τους και οι δεξιότητες τους δεν είναι επαρκείς, καθώς η ποιότητα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης είναι χαμηλή. Απαιτείται ένας συνολικός επανασχεδιασμών του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και του συστήματος κατάρτισης.
Από την άλλη πλευρά, οι εργοδότες δεν μπορούν να είναι απλοί αποδέκτες, αλλά θα πρέπει να συμμετέχουν προσφέροντας και οι ίδιοι ευκαιρίες κατάρτισης στους εργαζομένους μαζί με ικανοποιητικούς μισθούς που θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Η ανάγκη αυτή για συνεχή κατάρτιση των εργαζομένων θα ενταθεί στο βαθμό πλέον που ζούμε την 4η ψηφιακή επανάσταση με τις τεχνολογικές εξελίξεις να επιταχύνονται και τις δεξιότητες να απαξιώνονται ολοένα και πιο γρήγορα. Χωρίς συνεκτικό σχέδιο για την μετάβαση στην νέα εποχή, μια μερίδα εργαζομένων θα βρεθεί εκτός αγοράς εργασίας και το διαρθρωτικό ποσοστό ανεργίας θα διαμορφωθεί σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Η κατάλληλη κατάρτιση των εργαζομένων, θα οδηγήσει στην κάλυψη θέσεων υψηλής εξειδίκευσης που συσχετίζονται με υψηλές μισθολογικές απολαβές. Ωστόσο, σε αυτή την κατεύθυνση σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει και η ενίσχυση των θεσμών στην αγορά εργασίας, όπως των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η συμμετοχή των εργασιακών ενώσεων στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις που θα υποστηρίξουν την διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου