«Έ… Έ… Έρχεται Ο… Ο… Ο… γκαβός», ήταν η επωδός που επαναλαμβανόταν απ’ τα παιδιά της δεκαετίας του πενήντα (1950) στην αναμονή του φορτηγού (γκαμήλα) από την αγορά της Κοζάνης στη Λευκοπηγή. Περιμέναμε με αγωνία να ρθει το όχημα που μας έφερνε τους γονείς μας απ’ την αγορά και βέβαια τα καλούδια καραμέλες, φυρίκια, μήλα, μανταρίνια, πορτοκάλια, ζαχαρομπίμπιλα, στραγάλια και ότι μπορούσε ο κάθε γονιός στα παιδιά του ανάλογα με την εποχή.
Ο γκαβός μετέφερε τα πάντα, ανθρώπους, είδη, πράγματα, ζώα μικρού μεγέθους, κότες κλπ. που πήγαιναν στην αγορά για να δραχμοποιηθούν. Το όνομα του ‘’γκαβός’’ το είχε από το ότι το ένα φανάρι μόνο λειτουργούσε το άλλο ήταν μόνο διακοσμητικό δεν είχε ούτε τζάμι δεν άναβε ούτε νύχτα ούτε μέρα, ούτε τις γιορτές, ούτε τις καθημερινές.
Ήταν ιδιοκτησία των Ιωάννου Μητλιάγκα (ναῒτη) και Ιωάννου Δουγαλή (Γιαννάκη Μηντιλάδκου) και προερχόταν από τον ΟΔΥΣΥ ή ΟΔΥ οργανισμό συγκέντρωσης Υλικού Πολέμου μετά τον πόλεμο του 2ου ή του σαράντα.(1946-53) Ήταν βενζινοκίνητο τετράτροχο και έπαιρνε μπροστά με μανιβέλα χειροκίνητη, όχι μίζα. Ο δρόμος βέβαια Κοζάνης Λευκοπηγής και πιο κάτω χωριών, όπως και στα πιο πολλά άλλα χωριά γύρω απ’ την Κοζάνη ήταν αγροτικός χωματόδρομος ή το πολύ κάπου κάπου χαλικόδρομος θυμάμαι στα μανταρλίκια απ΄το μιζάρι μέχρι τον κουρνιάκο το λάκκο είχε τέτοιες ροδιές έντονες που λόγω βροχής οι λάσπες έφταναν πιο πάνω απ’ τον αστράγαλο και μέσα βέβαια είμαστε συνήθως με τσαρούχια γουρνοτσάροχα ή πιο εξελιγμένα με λάστιχα ΕΛΒΙΕΛΑ ή ΑΛΥΣΙΔΑ.
Εκεί στην άκρη του χωριού βγαίναμε και περιμέναμε τους γονείς μας να γυρίσουν απ’ την Κοζάνη ή με τα ζώα που πήγαιναν και πουλούσαν ξύλα καυσόξυλα και έπαιρναν τα απαραίτητα, λάδι, αλάτι ζάχαρη, σαπούνι και καραμέλες κλπ.
Για τα παιδιά όπως και ψωμί άσπρο κουραμάνα.
Όπως επίσης περιμέναμε να περάσει και το αυτοκίνητο που μετέφερε κάποιους γονείς-το γκαβό. Εδώ με ιαμβικό ρυθμό επαναλαμβάναμε το στίχο ‘’Ε…Ε…Έρχεται-Ο…Ο…Ο γκαβός’’ με με μεγάλη χαρά και ευχαρίστηση γιατί όλο και κάτι θα μας φέρνανε απ΄ την αγορά.
Όμως ένα τροχαίο γεγονός στον λάκκο τον κουνιάρκο την νάρκη επάτησε ο γκαβός κι ο κόσμος , που εχάθη.
Στις 23 Ιουνίου του 1948 ημέρα Τετάρτη είχαν επιστρέψει από τον κάμπο τη Βέροιας εργάτες γης, θεριστές, κάτοικοι όλοι της Λευκοπηγής και της Ροδιανής. Αυτοί αφού κουτσοίπιανε στο μπακάλικο τότε τον Κρανιώτη (αυτό και σήμερα υφίσταται σαν εκείνο τον καιρό, κοντά στην οδό Ιπποκράτους που στεγάζονται τα ΕΛΤΑ) συγκεντρώθηκαν (στην πλατεία συντάγματος την σημερινή) στον ανοιχτό χώρο έξω από την παλιά αστυνομία της Κοζάνης .
Ο τόπος αυτός ήταν η αφετηρία απ όπου ξεκίνησε ο γκαβός με οδηγό τον Ιωάννη Δουγαλή και Ιωάννη Μητλιάγκα συνιδιοκτήτη αφού εκμίσθωσαν το όχημα για να τους μεταφέρουν από την Κοζάνη στο χωριό, στη Λευκοπηγή. Μάλιστα υπήρξαν αντιρρήσεις από τους ιδιοκτήτες για την πραγματοποίηση του δρομολογίου, γιατί η ώρα ήταν αργά και το δρομολόγιο δεν ήταν προγραμματισμένο για τέτοια ώρα.
Αυτό επειδή εκείνες τις ώρες φοβόταν οι ιδιοκτήτες από αντάρτες ή μεμονωμένους οπλοφόρους που μπορεί να τους προκαλέσουν ζημιές. Η επιμονή όμως της παρέας – ομάδας των εργατών που ήθελαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους ανάγκασαν τους ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου να δεχτούν και να αποφασίσουν να γίνει το δρομολόγιο αυτό.
Και βέβαια ήταν μοιραίο για τρεις τουλάχιστον από τους επιβάτες οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους.
Σύμφωνα με μαρτυρίες α) Τάκη Βατάλη του Ιωάννη και β) τον Γρηγόρη Δουγαλή του Κωνσταντίνου επέβαιναν και αυτοί στο αυτοκίνητο για να μεταβούν στο χωριό. Ήταν και οι δύο τους μαθητές δημοτικού σχολείου ο Τάκης του 1ου Δημοτικού Κοζάνης 5η προς 6η τάξη και ο Γρηγόρης του 5ου Δημοτικού Κοζάνης. Ο Τάκης γιος του τότε προέδρου Γιάννη Βατάλη (Γιάννη Πανάδκος) που έμενε στην Κοζάνη για λόγους προστασίας και ασφάλειας του και ο Γρηγόρης ήταν ανιψιός του οδηγού Γιαννάκη Δουγαλή, (γι αυτό και τον πήρε κι αυτόν). Θυμούνται , τα ονόματα τα πρόσωπα που ήταν επιβάτες σ αυτό το δρομολόγιο (αν και κάποια ίσως τους διαφεύγουν ) τα οποία ήταν :
Δημήτρης Δραγώγιας (γκαντέμης)
Δημήτριος Τσιολάκης του Χαρισίου σύζυγος της Παναγιώτας
Σπύρος Τσιολάκης του Ευαγγέλου
Βακρατσάς Βασίλειος του Ευθυμίου
Μπουραζάνης Κωνσταντίνος του Γεωργίου
Παπαγρηγορίου Πάσχος απ τη Ροδιανή
Καλημέρης Νίκος νεαρός απ τη Ροδιανή
Δουγαλή Ευαγγελία (Μπούντιου) γυναίκα Αποστόλη Δουγαλή
Ρούσης Ευάγγελος κουκόγιας τραυματίας
Νένος Αθανάσιος του Ιωάννου
Στη Λευκόβρυση (στον Ίσβορο) σταμάτησε το αυτοκίνητο και κατέβηκε η Ευαγγελία (Μπούντιου) γιατί εκεί έμενε με τον άντρα της Απόστολο Δουγαλή .
Μετά τη Λευκόβρυση το αυτοκίνητο δεν έπαιρνε μπρος και καθυστέρησαν κάποια ώρα μέχρι να αποκατασταθεί η βλάβη. Λέγοντας την χαρακτηριστική φράση ο Τσιολάκης Δημήτριος που έπιαναν τα χέρια του ‘’ το θκο μας θα γίνει δε θα γίνει το δικό του΄΄ δηλαδή θα μας πάει στο χωριό δεν θα μας αφήσει στο δρόμο. Επειδή δεν έπαιρνε μπρος λόγο μη τροφοδότησης βενζίνης.
Φτάνοντας τώρα το όχημα στη στροφή στον κουνιάρκο τον λάκκο αφού πέρασε το Πρωτοχώρι πέρασε τη νάρκη που ήταν τοποθετημένη χωρίς να αντιληφθούν ότι υπάρχει. Αλλά δεν μπόρεσε να πάρει όλη τη στροφή ώστε να πάει στον δρόμο κανονικά και αναγκάστηκε να κάνει λίγα μέτρα όπισθεν ώστε να στρίψει τόσο που χρειαζόταν. Τη στιγμή που έκανε όπισθεν πάτησε τη νάρκη στον πίσω ένα τροχό, οπότε συνέβη το κακό.
Ο Δημήτρης Τσιολάκης σκοτώθηκε επί τόπου μάλλον πρέπει να καθόταν στο υπερυψωμένο φτερό της καρότσας.
Ο Βασίλειος Βακρατσάς βαριά τραυματισμένος που ξεψύχησε ύστερα από λίγο.
Ο Μπουραζάνης Κωνσταντίνος ήταν επίσης τραυματισμένος ξεψύχησε μετά από λίγες μέρες.
Ο Τάκης Βατάλης του Ιωάννη εκτινάχθηκε σαράντα μέτρα μακριά πέφτοντας πάνω σε ένα κορμό κομμένου δέντρου και κλαδιά. Έχασε τις αισθήσεις του και συνήλθε ύστερα από έξη (6) ημέρες που βρέθηκε στο Νοσοκομείο της Κοζάνης (ενώ τον είχαν ξεγράψει κι αυτόν). Ακούγοντας τον θόρυβο της έκρηξης ένας Πιπερίδης από το Πρωτοχώρι (ίσως και άλλοι θα τρέξανε να ιδούν τι έγινε) τον πήγε σχεδόν τη μισή διαδρομή για Κοζάνη με το κάρο με τα ζώα, (γιατί) στο δρόμο συνάντησαν τον πατέρα του και ένα ντόιτς στρατιωτικό και τον πήγε στο Νοσοκομείο (από τα λεγόμενα του πατέρα του και της μάνας του Ζόλιας).
Η επισκευή του αυτοκινήτου έγινε στο Λόχο Επισκευών του Στρατού στο στρατόπεδο Κοζάνης. (μαρτυρία του Γεωργίου Δουγαλή του Ιωάννη)
Τη νάρκη ποιος την έβαλε γνωστό δεν έχει γίνει, όμως ετούτο το κακό αιώνια θα μείνει.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε την Άνοιξη του 2016, όμως σήμερα δημοσιεύεται γιατί στις 23 Ιουνίου 1948 συμπληρώνει 73 χρόνια από την ημέρα που συνέβη το ατύχημα ως Μνημόσυνο των αδικοχαμένων επιβατών όπως και των υπολοίπων που δεν ζούνε ποια.
Τσολάκης Γιάννης
Πηγή: Kozanilife.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου