Όσο ηλιόλουστη, όσο λουλουδάτη, όσο ξέγνοιαστη, όσο ευγενική, όσο σύγχρονη κι αν ήταν, ασυγκίνητος από την ιστορία της ακατόρθωτο να μείνει κανείς…
Δεν είναι οι κάτοικοί της, δεν είναι η αύρα της, δεν είναι καν τα μνημεία της. Είναι το ίδιο το όνομά της που γεννά αυτό το δέος.
Αν επενδύουν οι κάτοικοί της στα έσοδα του λεγόμενου «σκοτεινού τουρισμού»; Αν επί τούτου έχουν διαμορφώσει έτσι μία πόλη, ώστε όλα περιστρέφονται γύρω από το μνημείο αυτό τιμωρίας και θανάτου; Αν, τελικά, έχουν επαναπαυτεί στο ρόλο των θυμάτων της ιστορίας; Θα ήταν βλάσφημο να το πω για προγόνους που εξαϋλώθηκαν, πνίγηκαν, ακρωτηριάστηκαν, παραμορφώθηκαν, έζησαν χρόνια αργών και μαρτυρικών θανάτων, δηλητηρίασαν τις επόμενες γενιές και για επιγόνους που έζησαν ή πέθαναν με τις παρενέργειες της ραδιενέργειας, που έγιναν ανθρώπινα πειραματόζωα για
την Επιστήμη και την Τεχνολογία, που βίωσαν εφ’όρου ζωής την αγωνία, το φόβο και το στίγμα της πυρηνικής ακτινοβολίας.
Για την ακρίβεια, θα πίστευα πως ίσως είναι οι πρώτοι που θα ήθελαν να μην φέρουν το στίγμα
της τραγικότερης αυτής πρωτιάς της σύγχρονης ιστορίας. Αλλά αφού το φέρουν, κι αφού Νυρεμβέργες για τους νικητές δεν υπάρχουν, έχουν το χρέος να είναι και οι θεματοφύλακες της μνήμης, να διαφυλάσσουν - έστω και μέσω τουρισμού - τη βεβαιότητα πως ποτέ, μα ποτέ, δε θα ξαναϋπάρξει «Χιροσίμα» στην ανθρωπότητα.
Και, νομίζω, πως με κάποιο τρόπο αυτό κάνουν.
Πάρκο Ειρήνης
Είχα ανάγκη να δω τη Χιροσίμα κι ας μην το ήξερα.Μετά από μέρες στο αχανές, υπερπληθωρικό, ιλιγγιώδες Τόκιο, μετά από δεκάδες χιλιόμετρα στους κήπους, τα μουσεία, τους ναούς, τα καταστήματα, τους ουρανοξύστες, τα σοκάκια και τις λεωφόρους του, μετά από αμέτρητα βήματα στο δαιδαλώδες σιδηροδρομικό του δίκτυο, η Χιροσίμα πρόβαλε σαν μία όαση... ξεκούρασης: Φωτεινή, «μαζεμένη», ήσυχη.
Ιαπωνία: Στη χώρα του Χινομάρου θα θέλεις πάντα να επιστρέφεις…
Σε αντίθετη με τη μητρόπολη των 14ων εκατομμυρίων, η πόλη αυτή του ιαπωνικού νότου μετρά (μόλις) ένα εκατομμύριο ψυχές και η διαφορά για τον ταξιδιώτη είναι αισθητή.
Ο κόσμος κι εκεί κινείται σιωπηρά, συντονισμένα και μόνο υπέργεια. Με τραμ και λεωφορεία.
-Πού θα βρω τον σταθμό Ντομπάσι;
-Ο σταθμός Ντομπάσι είναι τρεις στάσεις από το πάρκο Ειρήνης.
Ναι, μάλλον όλα έχουν ως σημείο αναφοράς το σημείο «μηδέν», την περιοχή – αναμορφωμένη και «ανθισμένη» πια αλλά σιωπηλή, σαν οι «στρατιές» των επισκεπτών, ντόπιων και ξένων, να τηρούν έναν άγραφο κανόνα σιωπηρού σεβασμού –όπου ο Πωλ Τίμπετς, ο πιλότος του Ενόλα Γκέι, άφησε τη «little boy», την πρώτη ατομική βόμβα βάρους τεσσάρων τόνων, να πέσει.
Σε μία μακέτα διαμέτρου περίπου τεσσάρων, πέντε μέτρων, στο Μουσείο Ειρήνης, συμπυκνώνονται σε μερικά δευτερόλεπτα η ρίψη και το εμπρηστικό κύμα της πρώτης ατομικής βόμβας που έπεσε επί της γης - Βίντεο: Κατ. Αγριμανάκη
Δεν το ονόμασαν πάρκο ολέθρου, μνημείο θηριωδίας, μνημείο φρίκης ή κάπως αναλόγως των όσων διαδραματίστηκαν μία μέρα σαν τη σημερινή, 74 χρόνια πριν, στις 8.15 το πρωί, μια μέρα χωρίς επιστροφή για την ανθρωπότητα. Το ονόμασαν πάρκο Ειρήνης.
Ήξερα πως δεν πήγαινα περίπατο σε ένα απλό μνημείο της Ιστορίας. Αλλά οπωσδήποτε δεν περίμενα να είναι τόσο υποβλητικό – σε σημείο καταβολής…
Υπήρχαν τουρίστες, υπήρχαν σχολεία, υπήρχαν ντόπιοι, υπήρχε και μία εκκωφαντική σιωπή. Όλοι περιφέρονταν αργά και μάλλον στοχαστικά από το ένα σημείο στο άλλο, διαβάζοντας τις μαρμάρινες πινακίδες για την ιστορία του κάθε μνημείου.
Απ΄όλα ο Θόλος της Ατομικής Βόμβας είναι μάλλον το πιο εμβληματικό του πάρκου. Είναι ό,τι απέμεινε από τον άλλοτε εκθεσιακό χώρο βιομηχανικής παραγωγής της πόλης, ο οποίος έμελλε να βρεθεί πιο κοντά στο υπόκεντρο της ατομικής έκρηξης – που σημειώθηκε σε ύψος περίπου 600 μέτρων.
Μπροστά από το κενοτάφιο των Κορεατών, είδα ανθρώπους (δεύτερης, τρίτης γενιάς από την ατομική έκρηξη) που σκυφτοί και δακρυσμένοι απέτιαν φόρο τιμής στους προγόνους τους.
Κατά διαστήματα ακουγόταν η καμπάνα της Ειρήνης – δωρεά από την ελληνική πρεσβεία με χαραγμένη την επιγραφή ‘γνώθι σ’αυτόν’ – που χτυπούσαν οι τουρίστες... Κάθε χτύπος, ακόμη και εν αγνοία των πολλών, είναι μία ατομική έκκληση για παγκόσμια ειρήνη.
Άνθρωποι περιφέρονταν από τον Τύμβο όπου βρίσκεται η τέφρα περίπου 70.000 θυμάτων της βόμβας που δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ, στο Κενοτάφιο και τη Φλόγα της Ειρήνης – τη φλόγα που συμβολικά θα καίει άσβεστη έως ότου εξαφανιστεί κάθε πυρηνική απειλή στον πλανήτη.
Ίσως να έτυχε, ίσως να συμβαίνει συχνά, ωστόσο, το Μνημείο Ειρήνης των Παιδιών ήταν εκείνο με τον περισσότερο κόσμο. Το απέδωσα στο τραγούδι των μαθητών ενός σχολείου μπροστά από το γλυπτό της Σαντάκο Σασάκι που είχε καθηλώσει για ώρα δεκάδες επισκέπτες.
Η Σαντάκο Σασάκι ήταν μόλις 2 χρόνων όταν η ατομική έκρηξη ισοπέδωσε την πόλη της. Έζησε η ίδια, έζησαν και οι γονείς της. Όλα φαινόταν να πηγαίνουν καλά ώσπου, περίπου στα 11 της, διαγνώστηκε με λευχαιμία. Ήταν ο μπαμπάς της που της είπε για τον γιαπωνέζικο εκείνο μύθο, πως οι θεοί πραγματοποιούσαν την ευχή όποιου δίπλωνε 1000 χάρτινους γερανούς. Στον αγώνα αυτό δρόμου, πρόλαβε τους 644. Το έργο της ολοκλήρωσαν οι συμμαθητές της. Γι’αυτό και γύρω από το μνημείο που ενέπνευσε η ιστορία της, υπάρχουν χιλιάδες πολύχρωμοι οριγκάμι γερανοί που εξακολουθούν να φτιάχνουν μαθητές σε όλη την Ιαπωνία και να τους «καταθέτουν» ως φόρο τιμής στο μνημείο – έως ότου ανακυκλωθούν και τη θέση τους πάρουν άλλοι.
Από την ισοπέδωση στην αναγέννηση
Η Χιροσίμα, ωστόσο, δεν είναι μόνο το Πάρκο Ειρήνης, δεν είναι μόνο μνήμη του ολέθρου και οι τραγωδίες των «Χιμπακούσα» (των επιζώντων της ατομικής έκρηξης), δεν είναι η θλίψη που γεννά η ιστορία της. Τουναντίον. Είναι και δημιουργία, είναι και αναγέννηση, είναι και ομορφιά.Η πόλη ξαναχτίστηκε, άνθισε, τα περίπου 350.000 άτομα του πληθυσμού της ξεπέρασαν το εκατομμύριο.
Χτισμένη πάνω στο δέλτα του ποταμού Ότα, διατρέχεται από έξι παραποτάμους, έχει υπέροχους κήπους, ένα ενδιαφέρον Μουσείο Τέχνης, ασφαλώς το κάστρο της που καταστράφηκε και ανακαινίστηκε μετά τον πόλεμο, έχει βιομηχανία, με κυριότερο «εκπρόσωπο» και «πρέσβη» διεθνώς τη Mazda, έχει ένα θαυμάσιο λιμάνι με θέα τις ορεινές σκιές στα νησάκια Ετατζίμα και Τογκετζίμα, στην Εσωτερική Θάλασσα της Ιαπωνίας. Κυρίως, όμως, έχει ζωή, χαρά και πολλή, πολλή ευγένεια.
Μία από τις ημέρες εκεί, ήταν αφιερωμένη στη Μιγιατζίμα – όπως είναι γνωστό το νησάκι Ιτσουκουσίμα. Αν θα έπρεπε να περιγράψω με δύο κουβέντες το μικρό αυτό νησάκι, θα το χαρακτήριζα τόπο των ονείρων. Ή τόπο ξεκούρασης ενός κουρασμένου μυαλού.
Φτάνοντας με το φέρι μποτ από το σταθμό Μιγιατζιμαγκούσι, αντίκρισα κάτι σαν κινηματογραφικό πλατό. Σπιτάκια παραδοσιακά ξύλινα το ένα δίπλα στο άλλο, μικροσκοπικά μαγαζάκια, στριμωγμένα έκαστο σε 4 – 5 τετραγωνικά μέτρα που πουλούσαν Yaki-gaki (τεράστια στρείδια στα κάρβουνα), ελάφια που σε πλησίαζαν για μία λιχουδιά, ένα τεράστιο σιντοϊστικό ναό, μία παγόδα, ανηφορικά μονοπάτια επίσης με ξύλινα σπιτάκια εκατέρωθεν που σε οδηγούσαν στις καταπράσινες – προς κόκκινες, λόγω προχωρημένου φθινοπώρου – πλαγιές του λόφου Μισέν, μία μικρή αγορά με παντός είδους γλυκά κι αναμνηστικά κι, ασφαλώς, το πελώριο και διάσημο τορίι, την πύλη που, διαβαίνοντάς τη, σε μεταφέρει από τον «μιαρό» κόσμο στην ιερότητα του Σιντοϊσμού.
Περπατούσα, φωτογράφιζα, θαύμαζα μέσα σε ένα πλήθος γεμάτο σεβασμό για το τοπίο και το διπλανό του. Μιλούσαν χωρίς να φωνάζουν, κοιτούσαν χωρίς να «καρφώνουν», φωτογράφιζαν χωρίς να ενοχλούν.
Πέτυχα το γιγάντιο αυτό κόκκινο Π τη στιγμή της άμπωτης. Ταξιδιώτες από όλο τον κόσμο, κυρίως όμως Ιάπωνες, πλησίαζαν, κύκλωναν, περιεργάζονταν, άγγιζαν τα πελώρια, γεμάτα όστρακα, «πόδια» του τορίι, εννέα μέτρων και έξι τόνων – που ανήκει στα μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ουνέσκο, όπως, άλλωστε, κι ολόκληρο το σύμπλεγμα ναών και φύσης της Μιγιατζίμα.
Μέχρι το απομεσήμερο η πλημμυρίδα είχε προλάβει τους… όψιμους ταξιδιώτες του νησιού που μόνο από μακριά μπορούσαν πια να το θαυμάσουν.
Μία ιστορία – «οφειλή»
Στη Χιροσίμα έμελλε να μείνω μία φορά, αλλά να φτάσω δύο. Και νιώθω πως οφείλω να τη διηγηθώ αυτήν την ιστορία, ως μία χρήσιμη, πρακτική πληροφορία, χαρακτηριστική της ιαπωνικής κουλτούρας, οργάνωσης και εντιμότητας, για όσους ονειρεύονται κάποτε να ταξιδέψουν εκεί μακριά.Λόγος της διπλής άφιξης ήταν απλώς το υπερβάλλον πάθος του ταξιδιού – και ολίγον άγχος – που με είχε κυριεύσει.
Έφτασα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Χιροσίμα περίπου στις 5 το απόγευμα, της προτελευταίας Κυριακής του Νοέμβρη. Μετά από 675 χλμ και σχεδόν πέντε ώρες εναλλασσόμενων τοπίων – αστικών, βιομηχανικών και αγροτικών τόπων, δασών, λόφων και ορυζώνων, γεφυρών, αυτοκινητοδρόμων, ουρανοξυστών και ξύλινων οικισμών – βγήκα από το Σίνκανσεν που σε λίγες στιγμές θα αποχαιρετούσαμε και στάθηκα να φωτογραφίσω (για πολλοστή φορά) την εντυπωσιακή αναχώρησή του.
Κατεβαίνοντας για την έξοδο και αναζητώντας στην τσέπη του πανωφοριού μου το πάσο (που, παρεμπιπτόντως, παίρνει κανείς από την Ελλάδα, κοστίζει περίπου 220 και ισχύει για μία εβδομάδα απεριόριστων δρομολογίων με σίνκανσεν), πάγωσα στη διαπίστωση πως είχα ξεχάσει ένα φάκελο με ΟΛΑ μου τα χαρτιά (διαβατήριο, πάσο, δημοσιογραφική ταυτότητα, συνάλλαγμα) στο τρένο που μόλις είχε αναχωρήσει.
Γνωρίζοντας πως δεν γίνεται να χαθούν ή να κλαπούν, δεν πανικοβλήθηκα ακριβώς. Ωστόσο θυμάμαι έντονα πως η μεγάλη μου αγωνία ήταν πως δεν μπορούσα να αποδείξω πως είμαι αυτή που είμαι και πως μέσα στην τσέπη μου δεν είχα παρά μερικά γεν - όχι περισσότερα από 10 ευρώ...
Παρά το αρχικό σοκ και την δυσκολία να συνεννοηθώ στα αγγλικά με τους ανθρώπους του σταθμού, μέσα σε μισή ώρα, τα πράγματά μου είχαν εντοπιστεί – άθικτα, ασφαλώς... Το μόνο πρόβλημα ήταν πως ταξίδευαν στη Χακάτα (γνωστή ως Φουκουόκα), περίπου 200 χιλιόμετρα από τη Χιροσίμα.
Λύθηκαν όλα αστραπιαία. Το ότι δεν είχα λεφτά, το ότι δεν είχα πάσο, το ότι δεν μπορούσα να αγοράσω εισιτήριο ή να μπω σε σταθμό για να ταξιδέψω.
10.30 το βράδυ είχα πάει στη Φουκουόκα και επιστρέψει στη Χιροσίμα. Όμως, πια ήταν νύχτα. Σε μια άγνωστη πόλη. Με λιγοστούς ανθρώπους στους δρόμους. Με το τραμ να κατεβάζει ρολά σιγά σιγά. Με το ψιλόβροχο να δυναμώνει, τη μπαταρία του κινητού να πνέει τα λοίσθια και το check-in να έχει κλείσει από τις 10.
Καθώς περπατάω σε μια ολοσκότεινη όχθη ενός από ποτάμια που διατρέχουν την πόλη, συνειδητοποιώ πως δεν νιώθω ψήγμα φόβου – κάνοντας ασφαλώς την αναπόφευκτη αναγωγή στην Αθήνα, όπου δεν θα είχα καν διανοηθεί να βρεθώ μόνη κάπου όπου χρειάζομαι το φακό του κινητού μου για να κάνω το επόμενο βήμα.
Με την καλοσύνη δύο Ιαπώνων (μάλλον των τελευταίων που είχαν
μείνει ξύπνιοι στη Χιροσίμα, 11 το βράδυ) που, παρότι δεν καταλάβαιναν
αγγλικά, βάλθηκαν να με βοηθήσουν με χειρονομίες, βρήκα το δρόμο μου.
Έμοιαζε να ζουν σε λογική επαρχίας στη Χιροσίμα.
Το μεγάλο ξενοδοχείο είχε σβήσει τα φώτα του. Όμως, η ρεσεψιόν ήταν ανοιχτή για εμένα.
Ο άνθρωπος εκεί ενδιαφέρθηκε να μάθει τι μου συνέβη, με ενημέρωσε πως είχα έκπτωση το 1/4 του λογαριασμού μου επειδή… άργησα (και δεν θα ήταν σωστό να μου χρεώσουν όλη την ημέρα) και μου έδωσε την κάρτα.
Μετά από 15 ώρες περιπέτειας, ένιωσα όπως ακριβώς λίγες μέρες πριν, όταν πατούσα για δεύτερη φορά σε ιαπωνικό έδαφος: σαν στο σπίτι μου. Και κάτι παραπάνω.
Γι’αυτούς και για άλλους, προσωπικούς λόγους, τη Χιροσίμα την έχω στην καρδιά μου. Κι εκεί αδημονώ να επιστρέψω για άλλο ένα «προσκύνημα». Όχι πια στη μαύρη ιστορία της, αλλά στη ζωή της.
Έμοιαζε να ζουν σε λογική επαρχίας στη Χιροσίμα.
Το μεγάλο ξενοδοχείο είχε σβήσει τα φώτα του. Όμως, η ρεσεψιόν ήταν ανοιχτή για εμένα.
Ο άνθρωπος εκεί ενδιαφέρθηκε να μάθει τι μου συνέβη, με ενημέρωσε πως είχα έκπτωση το 1/4 του λογαριασμού μου επειδή… άργησα (και δεν θα ήταν σωστό να μου χρεώσουν όλη την ημέρα) και μου έδωσε την κάρτα.
Μετά από 15 ώρες περιπέτειας, ένιωσα όπως ακριβώς λίγες μέρες πριν, όταν πατούσα για δεύτερη φορά σε ιαπωνικό έδαφος: σαν στο σπίτι μου. Και κάτι παραπάνω.
Γι’αυτούς και για άλλους, προσωπικούς λόγους, τη Χιροσίμα την έχω στην καρδιά μου. Κι εκεί αδημονώ να επιστρέψω για άλλο ένα «προσκύνημα». Όχι πια στη μαύρη ιστορία της, αλλά στη ζωή της.
Πηγή: cnn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου