ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μτθ. 4, 18-23)
Ἀγαπητοί αδελφοί,
Ὅταν ἀνυψωνόμαστε στά πρόσωπα τῶν
Ἀποστόλων, πλησιάζουμε τίς πιό προνομιοῦχες καί τίς πιό χαρισματικές
φυσιογνωμίες τῆς ἀνθρώπινης γενιᾶς μας. Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι πατέρες καί
δάσκαλοί μας. Ἀγωγοί τῆς θεϊκῆς διδασκαλίας καί τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Γνήσιοι ποιμένες καί τύποι ἀληθινῆς ἀγιότητας.
Τό σημερινό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα μᾶς
φέρνει κοντά τους. Μᾶς διηγεῖται τήν ἐκλογή τῶν δύο πρώτων ζευγαριῶν.
Τῶν δύο ἀδελφῶν, τοῦ Ἀνδρέα καί τοῦ Πέτρου. Καί τοῦ ἄλλου ζευγαριοῦ τῶν
ἀδελφῶν, τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννη.
Στή λίμνη τῆς Γαλιλαίας ἔγινε ἡ ἐκλογή.
Τούς βρῆκε στήν ὥρα τῆς ἐργασίας τους. Ἔρριχναν τά δίχτυα τους στή
θάλασσα, μέ τήν ἐλπίδα, πώς θά πετύχαιναν νά τά γεμίσουν. Ὅμως ἡ φωνή
τοῦ Κυρίου τούς ἀνάκοψε. «Ἀφῆστε τά δίχτυα κί ἐλᾶτε κοντά μου». «Ἐγώ θά
σᾶς κάνω νά ψαρεύετε ἀνθρώπους». Κι ἐκεῖνοι, δίχως νά προβάλουν τήν
παραμικρή ἀντίσταση, παράτησαν τά δίχτυα κί ἀκολούθησαν τόν Κύριο. Ἔτσι
ἄρχισε νά συγκροτεῖται ἡ ὁμάδα τῶν δώδεκα. Ἔτσι ἐγκαινιάστηκε ἡ ἰδιότητα
καί τό ἔργο τῶν Ἀποστόλων. Ἁπλά καί ταπεινά, ἄρχισε τό ξεκίνημα
Ὁ Κύριος ἄρχισε νά μιλάει, νά
θαυματουργεῖ, νά καλεῖ σέ μετάνοια, νά δείχνει τό θεϊκό μεγαλεῖο, νά
φανερώνει στά βάθη τοῦ ὁρίζοντα τή σκιά τοῦ Σταυροῦ. Οἱ Ἀπόστολοι,
πιστοί μαθητές κί ἀφοσιωμένοι ἀκόλουθοι, δέν ἔφυγαν οὔτε μία στιγμή ἀπό
τό πλευρό τοῦ Κυρίου. Ἔβλεπαν, θαμπωμένοι, τό ξεδίπλωμα τῆς θεϊκῆς
μεγαλειότητας. Ἄκουγαν, μέ θαυμασμό, τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Στάθμιζαν τά
κύματα τῶν ἐπιθέσεων τῶν φθονερῶν Φαρισαίων. Παρακολουθοῦσαν τό
φανέρωμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀπροσμέτρητης ἀγάπης στίς
ἀντιδράσεις τοῦ Δασκάλου τους.
Ὅ,τι ἔλειπε κι ὅ,τι ἔκανε, τό κρατοῦσαν
σάν ἱερή παράδοση καί τό ἀποθήκευαν στήν ψυχή Τους. Καί ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ
Γολγοθά. Καί τόν εἶδαν νά λούζεται στόν αἱμάτινο ἱδρώτα, μέσα στό
μισόφεγγο τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν. Ἀντίκρυσαν τούς στρατιῶτες, πού ἦρθαν νά
τόν συλλάβουν. Ἔγιναν μάρτυρες τῆς δίκης καί τῆς τραγικῆς καταδίκης.
Παρακολούθησαν μέ φρίκη τή Σταύρωση. Πληροφορήθηκαν πρῶτοι τήν Ἀνάσταση
ἀπ’ τά χείλη τῶν λαμπροφορεμένων ἀγγέλων.
Κι ὅταν βγῆκαν νά κηρύξουν, δέν
δανείστηκαν ἀπό ἄλλη πηγή τό περιοχόμενο τοῦ κηρύγματός τους. Οὔτε
ἐπιχείρησαν νά συναρμολόγησουν μόνοι τους τό χρονικό της ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ, πού γράφτηκε κι ὁλοκληρώθηκε μέ τή Σάρκωση καί μέ τό Πάθος.
Παρέδωσαν, αὐτό πού παράλαβαν. Δίδαξαν, αὐτό πού ἄκουσαν. Πρόβαλαν, αὐτό
πού εἶδαν. Ἐμπιστεύτηκαν στό λαό, αὐτό, πού ὁ Κύριος τούς ἐμπιστεύτηκε.
Ἀλλοίμονο, ὅμως, νά θεωρήσουμε τούς
Ἀποστόλους σάν ἁπλούς διαβιβαστές τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί τῆς
Διδασκαλίας τοῦ Κυρίου. Ἀντίθετα, ἀκούσαμε σήμερα, ὅτι θά τούς κάνει
«ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Αὐτό σήμαινε μία ἰδιαίτερη δημιουργική πράξη. Μιά
ἀνάπλαση καί μία ἀναδημιουργία μέσα στήν ἴδια τους τή φύση. Κι αὐτή ἡ
θαυμαστή ἀλλοίωση ἔγινε μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα, μπῆκε μέσα Τους καί
ξανάπλασε τίς ὑπάρξεις τους. Τίς ἁγίασε. Τίς φώτισε. Τίς δυνάμωσε. Τίς
ἔκανε ἱκανές νά σηκώσουν τή φωτιά τῆς ἀλήθειας καί τήν εὐθύνη τῆς
ἀποστολῆς. Οἱ ἄσοφοι ἔγιναν πάνσοφοι. Οἱ δειλοί ἀναδείχτηκαν γενναῖοι.
Οἱ νοσταλγοί τῶν πρωτείων ἀφομοίωσαν καί πρόβαλαν τήν ἀγάπη. Οἱ ἀσύνετοι
φανερώθηκαν διακριτικά καί ἔγιναν δάσκαλοι καί ὑποδείγματα ἤθους γιά
ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Μετά ἀπ’ αὐτή τήν εὐλαβική προσέγγιση
στίς ἅγιες μορφές τῶν Ἀποστόλων μποροῦμε νά κατανοήσουμε τή θαυμαστή
ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν ἀποστολικότητά της. Ἡ ἀποστολικότητα δέν
εἶναι μία κατάσταση στατική. Σημαίνει γνησιότητα. Ἄμεση καταφυγή στίς
πηγές. Κοινωνία μέ τούς «αὐτόπτας» καί «ὑπηρέτας τοῦ λόγου».
Καθώς ἡ Ἐκκλησία ζητάει τήν ἀπόλυτη
ἀλήθεια καί καθώς συνέχεται ἀπό τό αἴσθημα τῆς εὐθύνης νά κρατήσει καί
νά παραδώσει στίς διάδοχες γενιές ἀλώβητη τήν πίστη κι ἀνόθευτη τήν
πνευματικότητα, σκύβει ν’ ἀκούσει τό δικό τους λόγο. Δέν ἐμπιστεύεται τή
σοφία τῶν ἀνθρώπων. Δέν αὐτοπαραδίνεται στά σχήματα τῆς ἐπιστήμης.
Μαθητεύει σ’ αὐτούς πού σοφίστηκαν μέσα στή φωτιά τῆς Πεντηκοστῆς. Στούς
ἀπεσταλμένους πού δέχτηκαν τήν κλήση τους καί πῆραν τήν ἀποστολή τους
ἀπ’ τόν ἴδιο τό σαρκωμένο Υἱό τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή ἡ κίνηση – προσπάθεια τῆς
Ἐκκλησίας, τήν ἀνανεώνει, δέν τήν ἀφήνει νά φθαρεῖ καί ν’ ἀλλοτριωθεῖ
ἀπό τίς ποικίλες ἰδεολογίες. Γιατί τά σχήματα τῶν ἀνθρώπων ἔρχονται καί
περνοῦν. Ἀνακατεύονται, ξεθωριάζουν, φθείρονται. Ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται
νά κρατιέται πάντα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς καί νά φέρνει
στήν ἐπικαιρότητα τό μήνυμα καί τό ἦθος, πού μᾶς παράδωσαν οἱ Ἅγιοι
Ἀπόστολοι.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ὁ Κύριος ἀπεστειλε τούς Ἀποστόλους Του
στά πέρατα τῆς οἰκουμένης, γιά νά μεταδώσουν τό λυτρωτικό μήνυμα καί τή
λυτρωτική ἐμπειρία. Ν’ ἁλιεύσουν τούς ἀνθρώπους ἀπ’ τόν θάνατο καί νά
τούς ὁδηγήσουν στή ζωή.
Οἱ Ἀπόστολοι δέν ἐπεδίωξαν νά κάνουν
ὀπαδούς. Ἔσωσαν καί σώζουν ἀνθρώπους. Καί συγκροτοῦν τό σῶμα τῶν
λυτρωμένων, τήν Ἐκκλησία. Ἄς ἀφήσουμε τόν ἑαυτό μας νά τόν ἁλιεύσουν οἱ
Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου μας. Μόνο ἔτσι θά γίνουμε κοινωνοί καί μέτοχοι τῆς
σοφίας καί τῶν ἐμπειριῶν τους. Ἀμήν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου