Του Γιώργου Παγουλάτου*
Ο κ. Καρυπίδης με τις πάγιες εθνικιστικές, αντισημιτικές και συνωμοσιολογικές απόψεις επιλέχθηκε από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ επειδή είχε ασυναγώνιστες αντιμνημονιακές περγαμηνές. Ο Οδυσσέας Βουδούρης, με αξιόλογη διαδρομή στους Γιατρούς χωρίς Σύνορα, απορρίπτεται από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ γιατί η αντιμνημονιακότητά του, την οποία ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία διακηρύσσει, δεν θεωρείται αρκετά έξαλλη. Βαρύνεται βέβαια με το αμάρτημα ότι, ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, είχε κάνει το καθήκον του να ψηφίσει το Μνημόνιο για να μη χρεοκοπήσει άτακτα η χώρα. Η συνεπής προσήλωση στην ανοησία προφανώς θεωρείται μεγαλύτερο προσόν από την έστω ασυνεχή εκδήλωση ευθυκρισίας. Ορθώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απαλλάχθηκε από τον κ. Καρυπίδη και επιμένει στον κ. Βουδούρη. Ομως το τέρας της αντιμνημονιακής υστερίας ο ΣΥΡΙΖΑ το εξέθρεψε. Κάποια στιγμή το τέρας μεγαλώνει τόσο που καταπίνει τον αφέντη του.
Ο αρχηγός των ΑΝΕΛ, επίσης προϊόν του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, έχει τα υψηλότερα ποσοστά αποδοχής μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Το κοινό μίσος προς το Μνημόνιο είναι τέτοιο που έχει καταστήσει τους ΑΝΕΛ το συγγενέστερο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο κόμματα μοιράζονται και κάτι ακόμα: με εξαίρεση τη Χ.Α. και το ΚΚΕ, διαθέτουν το μεγαλύτερο ποσοστό δυνητικών υποστηρικτών της επιστροφής στη δραχμή – οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι 50-50. Ομως στην πολιτική πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες προσδιορίζουν και εγκλωβίζουν. Τι περιθώρια προσαρμογής στην πραγματικότητα και τήρησης των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων θα είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν αναλάμβανε ποτέ την εξουσία, με τέτοιους ψηφοφόρους και με τέτοιους φίλους;
Στην αντίπερα όχθη, οι πολιτικοί της λαϊκής δεξιάς συντηρούν καριέρες ποτίζοντάς τες κι εκείνοι με αντιμνημονιακή ρητορεία. Ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης διεκδικεί ξανά τη δημαρχία με κύριες παρακαταθήκες ένα γενναίο έλλειμμα στον Δήμο Αθηναίων και μια θηριώδη εκτίναξη φαρμακευτικών δαπανών στην Υγεία, που η κοινωνία πληρώνει με βαριές θυσίες. Βασικό του προσόν, ο ανταρτοπόλεμος στη Βουλή και οι επιθέσεις του προς τον Γιάννη Στουρνάρα, έναν από τους λίγους υπουργούς που κάνουν με αφοσίωση τη δουλειά τους.
Το Μνημόνιο δεν δημιούργησε μόνο μια νέα γενιά δωρεάν αντιστασιακών, αλλά έκαψε και όσους το άγγιξαν. Ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου συγκεντρώνει το μίσος πολλών επειδή «μας έβαλε στο Μνημόνιο», λες και υπήρχε εναλλακτική επιλογή. Οι απαιτήσεις μιας τέτοιας κρίσης ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητές του, όπως πιθανόν και κάθε άλλου ηγέτη. Ομως η αντιμετώπισή του έχει προσλάβει χαρακτηριστικά δημόσιου λιντσαρίσματος. Δεν δημιούργησε εκείνος τα 24 δισ. πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, που οδήγησαν στην πιο εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε ποτέ στον Δυτικό κόσμο – εφόσον κανείς πιστωτής δεν δεχόταν να χρηματοδοτεί τη δική μας φοροδιαφυγή και σπατάλη. Ούτε παρήγαγε εκείνος το 15% άνοιγμα εξωτερικού ισοζυγίου, που συρρικνώθηκε με την πιο επώδυνη ύφεση της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Αργά, βασανιστικά, η Ελλάδα βγαίνει από την κόλαση των τελευταίων ετών. Γύρω μας απλώνονται οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Μια γενιά ανθρώπων έχει καεί στη μακροχρόνια ανεργία, εκατοντάδες χιλιάδες ζουν σε συνθήκες νέας φτώχειας ή βλέπουν τη μετανάστευση ως μόνη ελπίδα. Το πολιτικό σύστημα αντί να αναρριπίζει τα πάθη, να καλλιεργεί κλίμα εμφυλίου και να κατασκευάζει ενόχους, οφείλει να αναδείξει με αυτογνωσία το πρόβλημα και να εργαστεί με αυταπάρνηση για την εθνική ανασυγκρότηση. Και, κατά μεγάλο μέρος, να πάει σπίτι του.
Η τελευταία έκθεση του Bruegel υπενθυμίζει τις αιτίες αποτυχιών του Μνημονίου στην Ελλάδα. Ηταν η τεράστια απόσταση πολλαπλής προσαρμογής που έπρεπε να διανυθεί, σε περιορισμένο χρόνο, επιτείνοντας το υφεσιακό σοκ. Ηταν η θεμελιώδης αντινομία του προγράμματος: η αποκατάσταση εξωτερικής ανταγωνιστικότητας απαιτούσε εσωτερική υποτίμηση, που όμως επιδείνωνε το χρέος. Ηταν το δυσμενές περιβάλλον στην Ευρώπη και οι συνεχείς κραυγές για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ηταν η αναβλητικότητα και οι καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων και των Ευρωπαίων εταίρων. Ηταν τα διαρκή προβλήματα υλοποίησης, η χαοτική δυσλειτουργία του κράτους. Ηταν οι συνεχείς αντιστάσεις πολιτικών παραγόντων και συμφερόντων, και η λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Το Μνημόνιο ήταν η mission impossible εκείνων που τους έλαχε ο κλήρος να αποτρέψουν την καταστροφική χρεοκοπία της χώρας. Εάν αποτύγχαναν, θα έφευγαν με ελικόπτερο. Εάν κατόρθωναν να την αποτρέψουν, κανείς δεν θα τους συγχωρούσε ότι έσπειραν πίσω τους λιτότητα, ανεργία και δυστυχία.
Η κρίση και το Μνημόνιο δημιούργησαν επίσης ένα νέο είδος πολιτικού άνδρα: τον εξαφανισμένο πολιτικό. Αν τα πράγματα είναι δύσκολα, μην προσπαθήσεις καν να εμπλακείς, βγες από το κάδρο. Αλλιώς ο κόσμος θα σε συνδέει μονίμως με τα δυσάρεστα – ακόμη και αν ήσουν εκείνος που πάλευε να γυρίσει το κολλημένο τιμόνι στο χωρίς φρένα λεωφορείο που κυλούσε με διακόσια προς τον γκρεμό. Αν πάλι τα πράγματα πάνε καλά, στριμώξου να χωθείς στη φωτογραφία. Αν ήσουν από κείνους που μοίραζαν λεφτά το 2006 ή κραύγαζαν οργισμένα εναντίον των μεταρρυθμίσεων το 2001 ή το 2010, τότε ακόμα καλύτερα: οι ψηφοφόροι θα σε βλέπουν με τρυφερότητα για τις καλές εποχές που τους θυμίζεις. Ισως ακόμα και να σε ψηφίσουν.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.
Ο κ. Καρυπίδης με τις πάγιες εθνικιστικές, αντισημιτικές και συνωμοσιολογικές απόψεις επιλέχθηκε από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ επειδή είχε ασυναγώνιστες αντιμνημονιακές περγαμηνές. Ο Οδυσσέας Βουδούρης, με αξιόλογη διαδρομή στους Γιατρούς χωρίς Σύνορα, απορρίπτεται από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ γιατί η αντιμνημονιακότητά του, την οποία ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία διακηρύσσει, δεν θεωρείται αρκετά έξαλλη. Βαρύνεται βέβαια με το αμάρτημα ότι, ως βουλευτής του ΠΑΣΟΚ, είχε κάνει το καθήκον του να ψηφίσει το Μνημόνιο για να μη χρεοκοπήσει άτακτα η χώρα. Η συνεπής προσήλωση στην ανοησία προφανώς θεωρείται μεγαλύτερο προσόν από την έστω ασυνεχή εκδήλωση ευθυκρισίας. Ορθώς η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απαλλάχθηκε από τον κ. Καρυπίδη και επιμένει στον κ. Βουδούρη. Ομως το τέρας της αντιμνημονιακής υστερίας ο ΣΥΡΙΖΑ το εξέθρεψε. Κάποια στιγμή το τέρας μεγαλώνει τόσο που καταπίνει τον αφέντη του.
Ο αρχηγός των ΑΝΕΛ, επίσης προϊόν του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, έχει τα υψηλότερα ποσοστά αποδοχής μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Το κοινό μίσος προς το Μνημόνιο είναι τέτοιο που έχει καταστήσει τους ΑΝΕΛ το συγγενέστερο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Τα δύο κόμματα μοιράζονται και κάτι ακόμα: με εξαίρεση τη Χ.Α. και το ΚΚΕ, διαθέτουν το μεγαλύτερο ποσοστό δυνητικών υποστηρικτών της επιστροφής στη δραχμή – οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι 50-50. Ομως στην πολιτική πολλές φορές οι ιδεολογικές συγγένειες προσδιορίζουν και εγκλωβίζουν. Τι περιθώρια προσαρμογής στην πραγματικότητα και τήρησης των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων θα είχε ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν αναλάμβανε ποτέ την εξουσία, με τέτοιους ψηφοφόρους και με τέτοιους φίλους;
Στην αντίπερα όχθη, οι πολιτικοί της λαϊκής δεξιάς συντηρούν καριέρες ποτίζοντάς τες κι εκείνοι με αντιμνημονιακή ρητορεία. Ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης διεκδικεί ξανά τη δημαρχία με κύριες παρακαταθήκες ένα γενναίο έλλειμμα στον Δήμο Αθηναίων και μια θηριώδη εκτίναξη φαρμακευτικών δαπανών στην Υγεία, που η κοινωνία πληρώνει με βαριές θυσίες. Βασικό του προσόν, ο ανταρτοπόλεμος στη Βουλή και οι επιθέσεις του προς τον Γιάννη Στουρνάρα, έναν από τους λίγους υπουργούς που κάνουν με αφοσίωση τη δουλειά τους.
Το Μνημόνιο δεν δημιούργησε μόνο μια νέα γενιά δωρεάν αντιστασιακών, αλλά έκαψε και όσους το άγγιξαν. Ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου συγκεντρώνει το μίσος πολλών επειδή «μας έβαλε στο Μνημόνιο», λες και υπήρχε εναλλακτική επιλογή. Οι απαιτήσεις μιας τέτοιας κρίσης ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητές του, όπως πιθανόν και κάθε άλλου ηγέτη. Ομως η αντιμετώπισή του έχει προσλάβει χαρακτηριστικά δημόσιου λιντσαρίσματος. Δεν δημιούργησε εκείνος τα 24 δισ. πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, που οδήγησαν στην πιο εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή που έγινε ποτέ στον Δυτικό κόσμο – εφόσον κανείς πιστωτής δεν δεχόταν να χρηματοδοτεί τη δική μας φοροδιαφυγή και σπατάλη. Ούτε παρήγαγε εκείνος το 15% άνοιγμα εξωτερικού ισοζυγίου, που συρρικνώθηκε με την πιο επώδυνη ύφεση της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Αργά, βασανιστικά, η Ελλάδα βγαίνει από την κόλαση των τελευταίων ετών. Γύρω μας απλώνονται οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Μια γενιά ανθρώπων έχει καεί στη μακροχρόνια ανεργία, εκατοντάδες χιλιάδες ζουν σε συνθήκες νέας φτώχειας ή βλέπουν τη μετανάστευση ως μόνη ελπίδα. Το πολιτικό σύστημα αντί να αναρριπίζει τα πάθη, να καλλιεργεί κλίμα εμφυλίου και να κατασκευάζει ενόχους, οφείλει να αναδείξει με αυτογνωσία το πρόβλημα και να εργαστεί με αυταπάρνηση για την εθνική ανασυγκρότηση. Και, κατά μεγάλο μέρος, να πάει σπίτι του.
Η τελευταία έκθεση του Bruegel υπενθυμίζει τις αιτίες αποτυχιών του Μνημονίου στην Ελλάδα. Ηταν η τεράστια απόσταση πολλαπλής προσαρμογής που έπρεπε να διανυθεί, σε περιορισμένο χρόνο, επιτείνοντας το υφεσιακό σοκ. Ηταν η θεμελιώδης αντινομία του προγράμματος: η αποκατάσταση εξωτερικής ανταγωνιστικότητας απαιτούσε εσωτερική υποτίμηση, που όμως επιδείνωνε το χρέος. Ηταν το δυσμενές περιβάλλον στην Ευρώπη και οι συνεχείς κραυγές για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ηταν η αναβλητικότητα και οι καθυστερήσεις των ελληνικών κυβερνήσεων και των Ευρωπαίων εταίρων. Ηταν τα διαρκή προβλήματα υλοποίησης, η χαοτική δυσλειτουργία του κράτους. Ηταν οι συνεχείς αντιστάσεις πολιτικών παραγόντων και συμφερόντων, και η λαϊκιστική αντιπολίτευση.
Το Μνημόνιο ήταν η mission impossible εκείνων που τους έλαχε ο κλήρος να αποτρέψουν την καταστροφική χρεοκοπία της χώρας. Εάν αποτύγχαναν, θα έφευγαν με ελικόπτερο. Εάν κατόρθωναν να την αποτρέψουν, κανείς δεν θα τους συγχωρούσε ότι έσπειραν πίσω τους λιτότητα, ανεργία και δυστυχία.
Η κρίση και το Μνημόνιο δημιούργησαν επίσης ένα νέο είδος πολιτικού άνδρα: τον εξαφανισμένο πολιτικό. Αν τα πράγματα είναι δύσκολα, μην προσπαθήσεις καν να εμπλακείς, βγες από το κάδρο. Αλλιώς ο κόσμος θα σε συνδέει μονίμως με τα δυσάρεστα – ακόμη και αν ήσουν εκείνος που πάλευε να γυρίσει το κολλημένο τιμόνι στο χωρίς φρένα λεωφορείο που κυλούσε με διακόσια προς τον γκρεμό. Αν πάλι τα πράγματα πάνε καλά, στριμώξου να χωθείς στη φωτογραφία. Αν ήσουν από κείνους που μοίραζαν λεφτά το 2006 ή κραύγαζαν οργισμένα εναντίον των μεταρρυθμίσεων το 2001 ή το 2010, τότε ακόμα καλύτερα: οι ψηφοφόροι θα σε βλέπουν με τρυφερότητα για τις καλές εποχές που τους θυμίζεις. Ισως ακόμα και να σε ψηφίσουν.
* Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου