Τον αρχαίο καιρό των χρόνων μας
Ο τα πάντα πωλών αλλά μηδέν αγοράζων (ή μη μόνον την επαύριον
που λέγαν τα κάλαντα τα παιδάρια στα χωριά τους που αγόραζε τ’ αλεύρι, αντί
ασημάντου ποσότητας νομισμάτων) θα μπορούσε να γράφει, να έγραφαν δηλαδή,
ορθογραφημένα στο περίπου, μόνον στα ω-μέγα θα μπορούσαν να λανθάνουν αβίαστα,
πινακίδες στο εσωτερικό του μαγαζιού μαζί με τις εθνικές και εθνοπαράφρονες
αφίσες τω καιρώ εκείνω.
Πριν χρόνια έλαβα δώρο εκ της νήσου Σύρου μια σειρά με αυθεντικά
μέτρα ζυγίσεως παντοπωλιακών ειδών. Τα είχα ξεχάσει παντελώς δίπλα από το
αδιάβαστο εδώ και 25 χρόνια «Μπλανς ή η λησμονιά» του Λ. Αραγκόν, και μου τα
επανέφερε στη μνήμη το νυν έξοχον βιβλίον περί των χωρικών παντοπωλείων.
Το λοιπόν.
...Τον αρχαίο καιρό των χρόνων μας, τα παντοπωλεία ήταν στην
ύπαιθρο χώρα πλην των άλλων και οι καταφυγές των ακίνδυνα οινόφλυγων ανθρώπων. Αυτούς
τους οποίους τόσον λαμπρώς συναπαντούμε (συνευωχούμενοι ορισμένως) στην
προσφιλή Παπαδιαμαντική διαλεκτική κι ενδοχώρα με τα πολίχνια και τα
χωριατόχωργια. Λιτόν σε γράδα το προσφερομένον εκεί τσίπουρον και το πιάτο,
συνοδεία αγιορείτικη αυτού, πεποικιλμένον πτωχικά («τη πτωχεία τα πλούσια»)
αλλά κατευναστικόν, πάνω σε τσουβάλια από όσπρια ή καφάσια ρέγγας ανάποδα.
Ετσι όταν η διαχειρίστρια μάνα, ενεργών ως επιλοχίας του λόχου,
της πολυπληθούς ενότητας επιμέρους οικογενειών, πήγε στο παρακείμενο του
πλατάνου πάντων-πωλείον (αλλά και αντιπροσωπεία του ΦΙΞ) και οιονεί καφενείο
διατελών, προς εξόφλησιν του μηνιαίου λογαριασμού, στο ηρωικόν κι αισθαντικόν
μπακαλοτέφτερον καταγραμμένη κάθε συναλλαγή μετ’ αυτού, είδε δεκάδες εγγραφές
καταλογάδην: «Κάτι σαν ...πιάτα διαβάζω» στην παραφρασμένη καβαφική.
«Πότε πήραμε τόσα πιάτα κυρ’ Αλέκο εμείς σπίτι δεν έχουμε που να
κενώσουμε το φαϊ κι όλο όλοι μέσα από το αυτό τηγάνι και ταψί (ταβά ήθελε να
πει) τρώμε, συμπληρώνοντας φυσικά μέσα της «βουτώντας ελεύθερα τ’ αχόρταγα
δάχτυλα, τα μοναχικά πιρούνια ή ευάριθμα, ολιγότερα εμφανώς των μελών της
τράπεζας, κοχλιάρια.
«Δεν γράφει πιάτα, ποτά γράφει κυρα Δήμητρα!»
Δεκάδες, εκατοντάδες εγγραφές και τρόποι τους οποίους
μετέρχονταν ο μεγάλος της οικογενείας και του σπιτιού αδελφός, όστις αμέσως
μετά από κάθε ποτολογία αναλυόταν στους παρα-θείους αίνους στους πλάγιους
εντελώς ανθρώπινους ήχους.
Αυτά και εις τα Πάντων Πωλεία, παντοπωλεία του άλλοτε (αλήστου
μνήμης) καιρού μας, θέλω να πω, και το είπα.
(Μικρά εισαγωγική παρέμβαση στο
βιβλίο της Ελευθερίας Παπαδοπούλου «Το Παντοπωλείο-ένα ταξίδι στο χρόνο» το
οποίον μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Παρέμβαση» σε εκτυπωτική φροντίδα
των «Χρονικών Δυτικής Μακεδονίας» ήγουν του Αντώνη Παπαβασιλείου, εις Γρεβενά,
παρακαλώ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου