Επίκαιρα Θέματα:

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Προγραμματικές θέσεις και η αξιοπιστία τους

Του Φίπιππου Σαχινίδη*
Η παρουσίαση των προγραμματικών θέσεων της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν μια θετική θεσμική πρωτοβουλία. Ένα αδύνατο σημείο των δυο αυτών κυβερνητικών προγραμμάτων είναι η απουσία οποιασδήποτε  - ρεαλιστικής -  ποσοτικοποίησης των  προτάσεων.
Μέχρι τώρα ίσως να μην είχε ιδιαίτερη σημασία ούτε και συνέπειες η ποσοτικοποίηση ή μη των προγραμμάτων. Όμως, σε συνθήκες βαθύτατης ύφεσης και με τη χώρα να εξαρτάται  - ως προς τη χρηματοδότηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αλλά και στο πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο  - από τους θεσμικούς πιστωτές η απουσία ποσοτικοποίησης δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Υποστηρίζω, ότι η ποσοτικοποίηση δε γίνεται, γιατί τότε θα γίνει εμφανές, ότι τα προγράμματα που κατατέθηκαν είναι «στον αέρα».
Θα δώσω ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για να γίνω πιο σαφής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ότι θα προχωρήσει στην ακύρωση της  δανειακής σύμβασης γεγονός που εκτιμώ, ότι θα οδηγήσει σε διακοπή της χρηματοδότησης της χώρας. Η ελληνική πλευρά τότε  είτε θα  προχωρήσει σε στάση πληρωμών ή, σε μια πιο ακραία εκδοχή, σε νέα διαγραφή του χρέους του Δημοσίου.
Ας δούμε τι σημαίνει το τελευταίο. Καταρχάς η διαγραφή χρεών του δημοσίου σημαίνει, ότι οι Ελληνικές τράπεζες θα χάσουν: 17 δισ. που έχουν με τη μορφή εντόκων και περίπου άλλα 13 δισ. από τα νέα ομόλογα του δημοσίου που έχουν στα χαρτοφυλάκια τους. 
Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν και προτάσεις για διαγραφή χρεών επιχειρήσεων και δανειοληπτών προς ελάφρυνση των οικογενειακών βαρών αλλά και για τη στήριξη των επιχειρήσεων.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι θα διαγραφούν χρέη ύψους 20 δισ.  από ένα σύνολο 40 δισ. που είναι οι επισφαλείς απαιτήσεις του τραπεζικού συστήματος, το οποίο έχει ένα χαρτοφυλάκιο δανείων ύψους 230 δισ. Υποθέτουμε δηλαδή ότι θα διαγραφεί περίπου το 10% των χρεών.
Αν υλοποιηθούν όλα όσα προαναφέρθηκαν τότε το ενεργητικό των τραπεζών θα απομειωθεί κατά περίπου 50 δισ.
Το ερώτημα λοιπόν είναι «ποια στοιχεία του παθητικού των τραπεζών θα εξισορροπήσουν αυτή την απομείωση;»
Θεωρητικά οι τράπεζες έχουν δύο μόνο τέτοια στοιχεία στη διάθεση τους. Πρώτον τη ρευστότητα που τους έχει χορηγήσει το ευρωσύστημα το οποίο είναι περίπου 130 δισ. και δεύτερον τις καταθέσεις που ανέρχονται  περίπου σε 150 δισ.
Αν διαγραφεί μονομερώς τμήμα των απαιτήσεων του ευρωσυστήματος από τις τράπεζες, τότε αυτό θα σταματήσει τη χρηματοδότηση του τραπεζικού συστήματος της χώρας και η χώρα σε μικρό χρονικό διάστημα αναπόφευκτα θα οδηγηθεί στην έκδοση εθνικού νομίσματος. 
Αν πάλι γίνει απομείωση της αξίας των καταθέσεων, τότε θα έχουμε κοινωνικές αντιδράσεις και μια βίαιη αναδιανομή εισοδήματος που ισοδυναμεί με φορολόγηση των καταθέσεων κατά περίπου 30%. Γιατί τα χρέη όσων δανείστηκαν από τις τράπεζες θα κληθούν να τα πληρώσουν οι καταθέτες που άφησαν τα χρήματα τους στη χώρα και δεν τα έστειλαν στο εξωτερικό.
Θεωρώ, ότι είναι αδιανόητο οι δυο παραπάνω εναλλακτικές να χρησιμοποιηθούν ως πρόταση πολιτικής από οποιοδήποτε κόμμα.
Εκτιμώ, ότι  η μόνη τρίτη εναλλακτική είναι μια περαιτέρω κεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Αυτό σημαίνει ότι πέρα από τα 50 δισ. που χρειάζονται σήμερα οι τράπεζες για ζημιές που έχουν ήδη καταγράψει θα χρειαστούν επιπρόσθετα άλλα 50 δισ. για να αντιμετωπίσουν τα όσα προαναφέρθηκαν. Επομένως στο σύνολο θα χρειαστούν περίπου 100 δισ.
Από αυτά έχουν δοθεί ήδη τα 18 δισ. στο πλαίσιο της προσωρινής ανακεφαλαιοποίησης. Άρα οι τράπεζες θα χρειαστούν άλλα 82 δισ. ευρώ.
Αν γίνει ακύρωση του μνημονίου όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ τότε δε θα δοθούν στην Ελλάδα τα υπόλοιπα κεφάλαια από αυτά που προβλέπει η δανειακή σύμβαση. Οπότε εύλογα τίθεται το ερώτημα «ποιος θα προσφέρει τα 82 δισ. που είναι αναγκαία;»
Αν αυτά δε βρεθούν, το αποτέλεσμα θα είναι κάποιες τράπεζες να κλείσουν και οι καταθέσεις  - πέραν από αυτές που είναι εγγυημένες μέχρι του ύψους των 100 χιλιάδων ευρώ  - μπορεί να χαθούν, γιατί το ελληνικό Δημόσιο ακόμη και αν θέλει να κρατικοποιήσει όλες τις τράπεζες δεν θα έχει τα αναγκαία κεφάλαια για να τις στηρίξει.
Αυτά είναι τα συμπεράσματα τα οποία απορρέουν από μια ποσοτικοποίηση.
Θεωρώ, ότι μια πρόταση πολιτικής ωφέλιμη για τους δανειολήπτες που δεν  αυξάνει τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών είναι μια με κριτήρια επιμήκυνση των δανείων κυρίως νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ώστε να μειωθεί σημαντικά η τοκοχρεωλυτική δόση. Έτσι, θα ελαφρυνθούν σημαντικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Δεύτερον,  ήρθε η ώρα η Τράπεζα της Ελλάδας σε συνεργασία με τις τράπεζες να θέσουν για ένα χρόνο και μέχρι να λειτουργήσει ξανά η αγορά, πλαφόν στα επιτόκια καταθέσεων (π.χ. 3%), χωρίς να τίθεται ζήτημα παραβίασης όρων ανταγωνισμού αφού το δημόσιο μετέχει σε όλες τις τράπεζες.
Οι τράπεζες θα μπορούσαν το όφελος αυτό να το περάσουν στους δανειολήπτες μειώνοντας το περιθώριο επιτοκίου π.χ. κατά 175 μονάδες βάσης σε όλα τα δάνεια με μεταβλητό επιτόκιο που αυξήθηκε κατά τα τελευταία τρία χρόνια.
Οι δυο παραπάνω προτάσεις λειτουργούν πραγματικά προς όφελος των δανειοληπτών, αφού τους ανακουφίζουν και βοηθούν την έξοδο της οικονομίας από την ύφεση. Ταυτόχρονα δεν αυξάνει τις ανάγκες των τραπεζών σε νέα κεφάλαια και δεν δημιουργεί τον παραμικρό κίνδυνο για τις καταθέσεις.  
*ΑΡΘΡΟ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
Πρ. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
& ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΠΑΣΟΚ ΝΟΜΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ
ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας