Στα τελευταία εκατό χρόνια είχαμε τρεις κρίσεις οικονομικές και μια υγειονομική με οικονομικές συνέπειες συγκρίσιμες με της κρίσης του 1929. Η πρωτοφανής και παρατεταμένη ύφεση της κρίσης του 1929 οδήγησε σε αλλαγή του οικονομικού παραδείγματος. Μεταπολεμικά στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής κυριάρχησαν οι κεϊνσιανές απόψεις. Κατέρρευσε η κυρίαρχη μέχρι τότε αντίληψη ότι οι αγορές προσωρινά μόνο απομακρύνονται από την ισορροπία στην οποία επανέρχονται χωρίς παρέμβαση του κράτους.
Η επόμενη μεγάλη ανατροπή οικονομικού παραδείγματος ήρθε με την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970. Αυτή οδήγησε σε μεταστροφή στις ιδεολογικές αντιλήψεις για την ακολουθητέα οικονομική πολιτική, τον ρόλο των αγορών και του κράτους. Η μεταστροφή αυτή αποκλήθηκε Συναίνεση της Ουάσιγκτον. Η τρίτη κρίση, αυτή του 2008, αν και είχε τις ρίζες της στα ιδεολογήματα της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον για μείωση της εποπτείας των τραπεζών και πλήρη απελευθέρωση στις ροές των κεφαλαίων δεν οδήγησε άμεσα σε αλλαγή οικονομικού παραδείγματος. Αντίθετα, υπαγόρευσε τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρώπη. Το παράδοξο αυτής της κρίσης ήταν ότι πολλές χώρες υποχρεώθηκαν σε στήριξη της οικονομίας και κρατικοποιήσεις τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών. Αν σε κάτι επηρέασε η κρίση του 2008 τις οικονομικές αντιλήψεις ήταν στην αποδόμηση της άποψης ότι η πλήρης απορρύθμιση των αγορών οδηγεί σε αποτελεσματικότερη λειτουργία της οικονομίας.
Όταν ξέσπασε η κρίση πανδημίας η Συναίνεση της Ουάσιγκτον ήταν ήδη υπό αμφισβήτηση. Οι προβλέψεις της για τα οφέλη από τα trickle down economics είχαν διαψευστεί μαζικά και πανηγυρικά. Οι ανισότητες εισοδήματος και πλούτου τα τελευταία χρόνια έχουν γυρίσει στα επίπεδα του 19ου αιώνα. Η οριστική επιβεβαίωση της ήττας των ιδεολογημάτων της δεκαετίας του 1980 ήρθε με την έκκληση διοικητών κεντρικών Τραπεζών προς κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε δημοσιονομικές παρεμβάσεις για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας.
Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των οικονομικών συνεπειών της κρίσης πανδημίας ένα εύλογο ερώτημα είναι αν θα οδηγήσει σε αλλαγή οικονομικού παραδείγματος. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις εξελίξεις στη μητρόπολη του καπιταλισμού – που κυριαρχεί πλέον χωρίς αντίπαλο, όπως επισημαίνει ο Μιλάνοβιτς - την οικονομική πολιτική δηλαδή που θα ακολουθήσουν οι ΗΠΑ και από την διαφαινόμενη αλλαγή στάσης του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Καθοριστικοί παράγοντες για την αλλαγή παραδείγματος μετά την κρίση θα είναι το κόστος κεφαλαίων και κατά πόσο αυτό θα αφήνει περιθώρια για χρηματοδότηση από την αγορά μεγάλων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, η στάση των χωρών έναντι του προστατευτισμού και των κρατικών ενισχύσεων. Η προσφυγή χωρών στη δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση βραχυπρόθεσμων μακροοικονομικών διαταραχών θα εξαρτηθεί επίσης και από την αποτελεσματικότητα της μεγάλης δημοσιονομικής παρέμβασης της κυβέρνησης Μπάιντεν για την αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης.
Σε ότι αφορά τον προστατευτισμό οι ΗΠΑ φαίνεται ότι σταδιακά προσφεύγουν σε αυτόν με το επιχείρημα της ασφάλειας και της απεξάρτησης της οικονομίας από την Κίνα. Κανείς δεν γνωρίζει τι σημαίνει αυτό για τις ανοικτές οικονομίες της Ε.Ε. και ιδιαίτερα αυτή της Γερμανίας της οποίας η ανάπτυξη σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στις εξαγωγές.
Το ερώτημα για την Ε.Ε. είναι πως θα κινηθεί την επόμενη ημέρα μετά την πανδημία; H δημοσιονομική πολιτική στην Ε.Ε. την επόμενη ημέρα θα εξαρτηθεί κυρίως από τις πολιτικές εξελίξεις και τη σύνθεση της κυβέρνησης που θα προκύψει μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία. Αν η Γερμανία ενεργοποιήσει το «φρένο» χρέους τότε τα περιθώρια για ουσιαστική αναθεώρηση της δημοσιονομικής πολιτικής ως εργαλείου για την αντιμετώπιση συμμετρικών και ασύμμετρων κρίσεων στην Ε.Ε. θα είναι περιορισμένα.
Από την άλλη πλευρά, με μια πρωτοφανή για τα δεδομένα της Ε.Ε. πρωτοβουλία αποφασίστηκε η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για να στηριχτεί η αναδιάρθρωση των ευρωπαϊκών οικονομιών. Είναι μια κίνηση που έμμεσα ενισχύει τα ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά της Ε.Ε. αφού οδηγεί σε κοινή έκδοση χρέους. Μερική αλλαγή κατεύθυνσης σηματοδότησαν το whatever it takes του Μ. Ντραγκι, η νέα στρατηγική της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και γενικότερα η στάση της στην κρίση πανδημίας σε αντιδιαστολή με τη στάση στην κρίση χρέους του 2008 -2010. Σε ότι αφορά τις κρατικές ενισχύσεις στην Ευρώπη έχουν ακουστεί φωνές όπως του Υπουργού Οικονομίας της Ιταλίας κ. Gorgietti, ο οποίος ζητά να αναθεωρηθούν οι σχετικοί κανόνες ώστε να είναι δυνατή η χάραξη μιας βιομηχανικής πολιτικής.
Έχουμε ανάγκη από μια νέα παγκόσμια συναίνεση; Ο οικονομολόγος Ντάνι Ρόντρικ είπε ότι θα ήταν ευχής έργον να αποφύγουμε μια νέα παγκόσμια συναίνεση στα οικονομικά γιατί ποτέ δεν ξέρεις που θα οδηγήσει. Ίσως είναι προτιμότερο να έχουμε διαφορετικές επιλογές στην οικονομική πολιτική των χωρών που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους ανάλογα με τις περιστάσεις και όχι στην επιβολή μιας κοινής παγκόσμιας οικονομικής συνταγής για όλες τις κρίσεις.
Οι εξελίξεις στα επόμενα χρόνια θα δείξουν εάν και πόσο θα αλλάξει το οικονομικό παράδειγμα στην Ευρώπη και προς ποια κατεύθυνση. Αν κάτι πρέπει να διδαχτεί η Ε.Ε. από τις δύο τελευταίες κρίσεις είναι ότι το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της, που σχεδιάστηκε ώστε να υπηρετεί τη λογική της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, αποδείχτηκε αναποτελεσματικό και οδήγησε σε ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού. Είναι πλέον ανάγκη να υιοθετηθούν οι προτάσεις για δημιουργία ενός μόνιμου σταθεροποιητικού μηχανισμού στην ευρωζώνη, ενός μόνιμου μηχανισμού, όπως το SURE, για την αντιμετώπιση της ανεργίας και η έκδοση ευρωομολόγων. Αν μετά την κρίση η οικονομική πολιτική στην Ευρώπη υπαγορευτεί ξανά από τις απόψεις των «φειδωλών» τότε στην επόμενη κρίση ο ευρωσκεπτικισμός θα ενισχυθεί σε βαθμό επικίνδυνο για την ομαλή πορεία της Ε.Ε.
Αρθρο που δημοσιεύτηκε στην ΕφΣυν στις 17 Αυγούστου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου