Η διεθνής χρηματοοικονομική κρίση του 2008 ανέδειξε τα θεσμικά κενά στην λειτουργία της ευρωζώνης που είχαν ως αποτέλεσμα να βαθύνει η ύφεση στις χώρες που χτυπήθηκαν και να καθυστερήσει η ανάκαμψη τους. Τα κενά αυτά είχαν επισημανθεί πριν ακόμη συγκροτηθεί η ευρωζώνη. Η Γερμανία όμως κατόρθωσε κατά την διάρκεια των συζητήσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ να επιβάλλει τις απόψεις της στα ζητήματα που αφορούν την άσκηση των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών αλλά και στον καταστατικό στόχο της ΕΚΤ. Απόψεις που υπάκουαν στο κυρίαρχο δόγμα της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον για το ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής.
Τα θεσμικά κενά έγιναν ακόμη πιο εμφανή με την κρίση πανδημίας. Η Ε.Ε. μη διαθέτοντας ομοσπονδιακό προϋπολογισμό μετέφερε το βάρος αντιμετώπισης των συνεπειών της κρίσης στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Για να διευκολύνει τις χώρες - έχοντας διδαχθεί κάτι από την αναποτελεσματική αντιμετώπιση της προηγούμενης κρίσης που οδήγησε σε ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού - ανέστειλε τους δημοσιονομικούς κανόνες. Η ΕΚΤ από την πλευρά της προέβη σε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής διευκολύνοντας την φθηνή χρηματοδότηση των μεγάλων εθνικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Με κριτήριο ένα δείκτη που παρουσίασε ο οικονομολόγος P. De Grauwe η αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος (σε ποσοστιαίες μονάδες) για κάθε μονάδα ύφεσης ήταν υψηλότερη σε ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ην. Βασίλειο σε σύγκριση με ευρωζώνη και Ε.Ε. Η μόνη υπέρβαση στο αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο λειτουργίας της ευρωζώνης ήταν οι αποφάσεις της Ε.Ε. να ενεργοποιήσει το πρόγραμμα SURE για την αντιμετώπιση της ανεργίας και να δημιουργήσει το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης προκειμένου να διευκολύνει την ανάκαμψη και αναδιάρθρωση των οικονομιών των χωρών.
Παρά την αισιοδοξία που δημιουργούν τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία για την ανάκαμψη στην ευρωζώνη είναι διάχυτη η ανησυχία ότι κινδυνεύει από μια πρόωρη επιστροφή στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες εξαιτίας του φόβου ότι το δημόσιο χρέος πολλών χωρών (πχ, Ιταλία, Ελλάδα, κ.ά.) δεν είναι πλέον διατηρήσιμο. Σε αυτές τις συνθήκες η ειλημμένη απόφαση για επανεξέταση των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. αποκτά ιδιαίτερη σημασία για το μέλλον και τις προοπτικές της ευρωζώνης. Η συζήτηση αυτή έχει καθυστερήσει εξαιτίας των εκλογών του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία. Σε μεγάλο βαθμό τις όποιες αποφάσεις για αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων θα πρέπει να τις στηρίξει η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές.
Τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων δεν παρέχουν εικόνα για την κυβέρνηση που θα συγκροτηθεί πέρα από τη βεβαιότητα ότι αυτή θα είναι πολυκομματική. Επομένως για να έχουμε μια εικόνα ως προς τις πιθανότητες να υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε. είναι χρήσιμο να εξετάσουμε τις θέσεις που έχουν υποστηρίξει τα κόμματα που μπορεί να συμμετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση.
Ένα κρίσιμο στοιχείο που θα καθορίσει τις προοπτικές αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων στην Ε.Ε. είναι η στάση των γερμανικών κομμάτων ως προς το Συνταγματικό «φρένο χρέους». Η ισχύς του έχει ανασταλεί προσωρινά προκειμένου η Γερμανία να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας. Αν η νέα κυβέρνηση προχωρήσει σε επαναφορά του χωρίς εξαιρέσεις, για παράδειγμα για τις πράσινες επενδύσεις ή αυτές των υποδομών, τότε είναι απίθανο να συμφωνηθεί ουσιαστική αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ε.Ε.
Οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) και το Φιλελεύθερο FDP έχουν πάρει ανοικτά θέση υπέρ της επαναφοράς του «φρένου χρέους». Το CDU υποστηρίζει τη θέση για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και ότι το δημόσιο χρέος πρέπει να μειωθεί στο 60% του ΑΕΠ το συντομότερο δυνατό. Την άποψη για διατήρηση του «φρένου χρέους» ως έχει υιοθετεί και ο υποψήφιος Καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) κ. Σολτς, o oποίος στις δημοσκοπήσεις στο τέλος Αυγούστου προηγείται ελαφρά με 23% έναντι του σχεδόν ίδιου ποσοστού του Χριστιανοδημοκράτη αντιπάλου του κ. Λάσετ. Οι Πράσινοι ζητούν εξαίρεση των πράσινων επενδύσεων από το «φρένο χρέους». Ωστόσο, παρά το καλό αρχικό ξεκίνημά τους, έχουν μείνει πίσω στις δημοσκοπήσεις (18%). Το αριστερό κόμμα Die Linke προτείνει την κατάργηση του ή την εξαίρεση των δαπανών για τόκους.
Οι θέσεις των κομμάτων για την εθνική δημοσιονομική πολιτική επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό και τις θέσεις τους για τη δημοσιονομική πολιτική της Ε.Ε. Με εξαίρεση το ακροδεξιό AfD που υποστηρίζει την έξοδο από την Ε.Ε., τα υπόλοιπα κόμματα δεν έχουν καινοτομήσει στις προγραμματικές θέσεις τους σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική της Ε.Ε. Το πιο φιλικό πρόγραμμα για αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ε.Ε. είναι αυτό των Πράσινων που προτείνει ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική που να συμπληρώνει τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, τη μετατροπή του ESM σε EMF με πιστωτικές γραμμές χωρίς προϋποθέσεις για όλα τα κράτη και τη δημιουργία ευρωπαϊκού «ασφαλούς» ομολόγου. Το Die Linke ζητά την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Οι δημοσκοπήσεις μέχρι τώρα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επόμενη κυβέρνηση θα είναι τρικομματική. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι μόνο μια κυβέρνηση SPD, Πράσινων και Die Linke θα μπορούσε να διευκολύνει την ουσιαστική αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Αν στη θέση του Die Linke επιλεγεί το φιλελεύθερο FDP – δύσκολο λόγω των μεγάλων προγραμματικών διαφορών - τότε η αναθεώρηση των κανόνων θα είναι σχεδόν απίθανη. Η αναθεώρηση του Συνταγματικού «φρένου χρέους» δύσκολα θα επιτυγχάνονταν με τους Χριστιανοδημοκράτες στην Αντιπολίτευση καθώς απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία. Επομένως οποιαδήποτε κυβέρνηση – πέρα από μια κυβέρνηση SPD, Πράσινων και Die Linke - δύσκολα θα συναινέσει στην αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι σχεδόν όλοι αναγνωρίζουν ότι η ευρωζώνη δεν θα ανακάμψει με ασφάλεια και δεν θα ξεπεράσει χωρίς προβλήματα μια νέα κρίση αν δεν αλλάξουν οι δημοσιονομικοί κανόνες, δεν μονιμοποιηθεί το SURE και δεν δημιουργεί ένας μόνιμος σταθεροποιητικός μηχανισμός για την αντιμετώπιση συμμετρικών και ασύμμετρων κρίσεων στην ευρωζώνη.
Ο ρεαλισμός υποχρέωσε πολλές φορές στο παρελθόν την κ. Μέρκελ να κάνει επιλογές αντίθετες με αυτές που υπερασπίζεται το κόμμα της, προκειμένου να διασωθεί η ευρωζώνη. Ο υποψήφιος όμως των Χριστιανοδημοκρατών κ. Λάσετ δεν διαθέτει το πολιτικό της βάρος για να πείσει τους συμπατριώτες του ότι κάποιες αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες είναι αναγκαίες. Ούτε και η υποψήφια των Πρασίνων κ. Μπέρμποκ. Ο μόνος που διαθέτει πείρα και προσωπικό κύρος είναι ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών. Αυτό οδηγεί στην εκτίμηση ότι μόνο μια κυβέρνηση με καγκελάριο τον κ. Σολτς μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να διευκολύνει την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων στην Ε.Ε. Οι Γερμανοί πολίτες με την ψήφο τους θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό αν θα προχωρήσουμε σε αλλαγή οικονομικού παραδείγματος στην Ευρώπη – κρίσιμη θα είναι και η συμβολή της Γαλλίας που έχει εκλογές το 2022 αλλά και της Ιταλίας με τον Μ. Ντράγκι - κατ’ αναλογία με τα Bidenomics στις ΗΠΑ και ποιο το μέλλον της ευρωζώνης μετά την κρίση πανδημίας.
news247.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου