Όταν για πρώτη φορά επισκέφτηκα την Τουρκία, ως Υπουργός Εξωτερικών το 2000, συναντήθηκα με τον τότε Πρωθυπουργό, Μπουλέντ Ετζεβίτ. Του έθεσα, ως κυρίαρχο ζήτημα στις μεταξύ μας σχέσεις, την επίλυση του Κυπριακού. Η απάντησή του ήταν αποκαλυπτική: «μα δεν χρειάζεται καν να το συζητάμε αυτό, τη λύση τη δώσαμε το 1974».
Οι αποφάσεις του Ελσίνκι με την ευρωπαϊκή ένταξη της Κύπρου αλλά και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, έπαιξαν για αυτό καθοριστικό ρόλο.
Και σήμερα όμως, λίγες μέρες πριν την έναρξη της άτυπης πενταμερούς για το Κυπριακό στη Γενεύη, η υπάρχουσα γεωπολιτική αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή αναδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη σημασία που είχε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση τις αποφάσεις του Ελσίνκι.
Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αποκομίσει σημαντικά κέρδη στον τομέα της ασφάλειας αλλά και στη διαμόρφωση ενός κλίματος αλληλεγγύης σε σχέση με τις συνεχείς προκλήσεις που αντιμετωπίζει.
Βέβαια, η ένταξη αυτή, θεωρούσαμε ότι, δημιουργώντας νέα δεδομένα, θα άνοιγε το δρόμο για μια επίλυση του Κυπριακού ζητήματος προς όφελος των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκύπριων, καθώς και οι δύο κοινότητες θα ήσαν υπό την ομπρέλα προστασίας των θεσμών της ΕΕ.
Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη. Αποδείχθηκε ισχυρή η λογική του «ας κερδίζουμε χρόνο και βλέπουμε μήπως δημιουργηθούν καλύτερες συνθήκες», που όμως δεν λειτούργησε προς όφελος μιας δίκαιης λύσης για την Κύπρο.
Σήμερα βρισκόμαστε σε κομβικό σημείο.
Υπάρχει πιο ορατός από ποτέ ο κίνδυνος μιας διχοτόμησης του νησιού ή μιας «ταϊβανοποίησης».
Η ακινησία, για κάποιους, ίσως να εξυπηρετεί ένα πλέγμα συμφερόντων.
Όμως, στην πράξη, θα υπάρξουν αξεπέραστες απώλειες για την Ελληνοκυπριακή πλευρά.
Και οι δυο αυτές απευκταίες λύσεις θα οδηγήσουν στη συνολική υποδούλωση των Τουρκοκυπρίων από την Άγκυρα και μακροπρόθεσμα, στην εξαφάνιση της ιδιαίτερης και σημαντικής για μια ομόσπονδη λύση, τουρκοκυπριακής τους ταυτότητας.
Και σε μια γειτνιάζουσα Μέση Ανατολή, με πολλές συγκρούσεις και ακραία θρησκευτικά κινήματα, η Κύπρος μπορεί να προσφερθεί για στοχεύσεις εξωγενών δυνάμεων.
Ασφαλώς, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες θα διεξαχθεί η πενταμερής είναι δύσκολες. Η Τουρκία ζει έντονα μια εσωτερική πόλωση και η σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία έχει διολισθήσει στις πιο ακραίες θέσεις.
Στην Κύπρο χάθηκε μια ακόμα ευκαιρία σοβαρού διαλόγου για εφικτή λύση με έναν θαρραλέο ηγέτη και συνομιλητή απο την Τουρκοκυπριακή πλευρά, τον Μουσταφά Ακιντσί.
Λείπει, επίσης, ένας συνδυασμός σοβαρής στρατηγικής στόχευσης και δημιουργικής σκέψης, κάτι που είχαμε διαμορφώσει, μέσα από την ουσιαστική συνεργασία Αθήνας και Λευκωσίας, από την εποχή του Γιάννου Κρανιδιώτη.
Συντονισμένα μηνύματα, στο πλαίσιο μιας ξεκάθαρης στρατηγικής, ήταν και είναι προϋπόθεση για θετικό αποτέλεσμα.
Άρα, τι μπορούμε να περιμένουμε από την άτυπη πενταμερή;
Πρώτο σημείο είναι να παραμείνουμε σταθεροί στη γραμμή της υποστήριξης της διζωνικής - δικοινοτικής ομοσπονδίας ως βάση για λύση, σύμφωνα και με τις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Δεύτερο, η συνάντηση αυτή σκόπιμο είναι να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα για επανέναρξη των συνομιλιών.
Τρίτο, έγινε πολύ και αξιόλογη δουλειά μέχρι το Κραν Μοντανά και είναι κρίμα να μην αξιοποιηθεί. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρεζ, έχει καταθέσει ένα πλαίσιο που μπορεί να συμβάλλει σε βήματα μπροστά.
Ενθαρρυντικό στοιχείο επίσης είναι το γεγονός ότι πρόσφατες ποιοτικές έρευνες της κοινής γνώμης αποκαλύπτουν πώς η πλειοψηφία των Κυπρίων υποστηρίζει τη λύση της διζωνικής - δικοινοτικής ομοσπονδίας. Δεν είναι τυχαίο ότι τελευταία, στην Κύπρο και τη Βρετανία, οι δικοινοτικές πρωτοβουλίες πληθαίνουν και υποστηρίζονται από όσους δεν έχουν εγκαταλείψει την προσδοκία μιας κοινής πατρίδας.
Δικαίως πολλοί Ελληνοκύπριοι ανησυχούν για τα τετελεσμένα που μπορεί να δημιουργηθούν αν καταρρεύσουν όλες οι προσπάθειες, για το μέλλον της Αμμοχώστου.
Εύλογος ο προβληματισμός όσων φοβούνται πώς το προεκλογικό κλίμα στην Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη διαμόρφωση μιας διακομματικής, μακροπρόθεσμης στρατηγικής.
Όπως και δύσκολα μπορεί να σταθμίσει κανείς τις κινήσεις μιας «στριμωγμένης» και απρόβλεπτης Τουρκίας.
Από την εμπειρία μου, είναι απαραίτητο να αξιοποιούμε όποια εργαλεία, οποίες συμμαχίες, όποιο πλαίσιο αρχών και διεθνούς δικαίου μπορούμε στις διαπραγματεύσεις αυτές.
Όμως κανένας, Αμερική, Ευρώπη, Βρετανία, Τουρκία ή Ελλάδα, δεν μπορεί να βρει την λύση.
Η λύση θα βρεθεί, και δύσκολα κανείς θα την εμποδίσει, μόνο όταν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι συμφωνήσουν για το κοινό τους μέλλον.
Όλες οι πλευρές που θα συμμετάσχουν στην άτυπη πενταμερή για το Κυπριακό, έχουν ευθύνη.
Όμως, για τους ιστορικούς του μέλλοντος, η λογική της εναπόθεσης ευθυνών στην άλλη πλευρά δεν θα αποτελέσει άλλοθι σε περίπτωση αδιεξόδου.
Από τις αποφάσεις τους, τις διπλωματικές τους ικανότητες, τη διορατικότητα τους, θα εξαρτηθεί το μέλλον της Κύπρου, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκύπριων.
ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου