Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
Θέλω
να σας εκφράσω τη χαρά μου που βρίσκομαι σήμερα κοντά σας. Όχι μόνο
γιατί βρίσκομαι στην Αχαΐα, την προγονική μου, την ιδιαίτερη πατρίδα,
αλλά και γιατί είμαι κοντά σας για να συζητήσουμε για ένα ζήτημα μείζον,
που δυστυχώς, δεν κυριαρχεί, ως οφείλαμε όλοι, στη δημόσια συζήτηση.
Αυτό της Ανάπτυξης, της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Ένα ζήτημα που αποτελεί και την ουσιαστική απάντηση στην κρίση που ταλανίζει την Ελληνική κοινωνία.
Τα
χαράματα σήμερα, επέστρεψα από ένα ταξίδι, στη Βουδαπέστη και το
Λονδίνο, όπου συμμετείχα ως κύριος ομιλητής σε Συνέδρια στα οποία
ενδιαφέρονται και συζητούν για εμάς. Μεταξύ των συμμετεχόντων και
σημαντικοί παγκόσμιοι επενδυτές.
Δυστυχώς,
την ίδια ώρα που εμείς χανόμαστε στη μετάφραση μιας μυθοπλασίας, που αν
δεν ξεπεράσουμε θα πληρώσουμε με τεράστιο κόστος.
Γι” αυτό και δεν σας κρύβω ότι, τα συναισθήματα με τα οποία επέστρεψα είναι και αντιφατικά και με πληγώνουν.
Από
τη μια, χαίρομαι. Γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να ενδιαφέρει πολλούς σε
ολόκληρο τον κόσμο, παρά τις χρόνιες παθογένειες. Και μάλιστα, δεν είναι
λίγοι εκείνοι που θέλουν και προσμένουν μια θετική αλλά και οριστική
εξέλιξη για να επενδύσουν τα λεφτά τους εδώ.
Χαίρομαι
ακόμη, γιατί γνωρίζω και τα τεράστια συγκριτικά πλεονεκτήματα της
χώρας, τις πολύ μεγάλες δυνατότητες του λαού μας, των νέων μας.
Και
μας δίνεται μια μοναδική ευκαιρία, όχι μόνο να προσελκύσουμε κεφάλαια,
αλλά και να διαμορφώσουμε το πλαίσιο και τις κατευθύνσεις, ώστε τα
κεφαλαία αυτά να συμβάλλουν σε μια βιώσιμη ανάπτυξη – και στις
περιφέρειές μας.
Μίλησα
με έναν επενδυτή στη Βουδαπέστη, που είναι έτοιμος να επενδύσει και
αδρά σε ελληνικές εταιρίες υψηλής τεχνολογίας, σε start ups, σε νέους
Έλληνες επιστήμονες και στα πανεπιστήμιά μας.
Άλλοι
ενδιαφέρονται για την αιολική, άλλοι για την ηλιακή ενέργεια ή τη
γεωθερμία, και κάποιοι άλλοι σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ποιοτικών
προϊόντων μεσογειακής δίαιτας και υψηλού τουρισμού.
Άλλοι βλέπουν μέλλον στην ισχυρή μας θέση στις ιχθυοκαλλιέργειες.
Άλλοι πάλι, στο εκπαιδευμένο δυναμικό μας, που δυστυχώς παραμένει στην ανεργία.
Από
την άλλη όμως, λυπάμαι. Λυπάμαι γιατί, όλα αυτά παραμένουν
ανεκμετάλλευτα και το χειρότερο, ενώ οι άλλοι προσμένουν από εμάς να
εκπέμψουμε ένα μήνυμα αποφασιστικότητας, εμείς εκπέμπουμε θολά μηνύματα,
με τις παλινωδίες μας, με τις παρελκυστικές και ασαφείς επιλογές μας.
Όλοι
οι σοβαροί επενδυτές, αυτοί που δεν ψάχνουν για το ευκαιριακό και
ληστρικό κέρδος, αλλά για μια εταιρική σχέση μακρόχρονη, όπου η επένδυση
γι” αυτούς σημαίνει και σχέσεις εμπιστοσύνης με την Ελλάδα, με ρωτούν:
Θα
φτιάξετε επιτέλους κράτος με διαφάνεια; Να μπορούμε να εμπιστευτούμε τη
δημόσια διοίκηση, να μην μας βλέπουν σαν εχθρούς ή σαν ευκαιρία για
παράνομο πλουτισμό κάποιοι παράγοντες;
Θα σπάσετε την δαιδαλώδη και συγκεντρωτική γραφειοκρατία;
Θα φτιάξετε δικαστικές λειτουργίες που θα αποδίδουν γρήγορα δικαιοσύνη, αντί να ταλαιπωρούν για χρόνια αντιδίκους σε υποθέσεις;
Θα
δώσετε ουσιαστικότερες δυνατότητες στην αυτοδιοίκηση, ώστε να μη
χρειάζεται να τρέχουμε σε υπουργούς για την κάθε μας υπόθεση, την κάθε
επένδυση;
Θα ανοίξετε τα πανεπιστήμιά σας, ώστε να συνδεθούν με την παραγωγή, την έρευνα και την περιφερειακή ανάπτυξη;
Θα
έχουμε ίσες ευκαιρίες να επενδύσουμε στο τουρισμό, στις νέες
τεχνολογίες ή κάποια κατεστημένα θα μας πολεμήσουν για να διατηρήσουν
την αποκλειστικότητά τους;
Θα είναι το ελληνικό κράτος συνεπές στις υποχρεώσεις του;
Αν
μεταφέρουμε τις επιχειρήσεις μας στην Ελλάδα, οι οικογένειές μας θα
έχουν πρόσβαση σε καλά σχολεία και νοσοκομεία; Ποιο είναι το περιβάλλον,
η ποιότητα ζωής στη χώρα σας;
Αλλά
αυτή την ώρα, πέραν αυτών των ερωτημάτων, κυριαρχεί το εξής ερώτημα: θα
μπορέσει η Ελλάδα να σταθεροποιηθεί, ο λόγος και η πράξη να
χαρακτηρίζονται από συνέπεια, θα εμπεδωθεί πνεύμα εμπιστοσύνης, θα
παραμείνει ισχυρό μέλος της Ευρωζώνης, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα
βρίσκεται στην εξουσία;
Μήπως
όμως, όλα αυτά τα αυτονόητα ερωτήματα, όλα αυτά τα ζητήματα, που είναι
καθοριστικά για την ξένη επένδυση, δεν είναι τα ίδια που πρέπει να
θέτουμε εμείς καθημερινά στο δημόσιο διάλογο και να τα επιλύουμε, ώστε
να αισθανθεί πρώτα ο Έλληνας πολίτης αξιοπρέπεια; Να αισθανθεί και ότι
έχει νόημα να επενδύσει τον κόπο του και τον ιδρώτα του στην ίδια του τη
χώρα. Να εμπιστευτεί πρώτος από όλους ο ίδιος ο Έλληνας τους θεσμούς
μας.
Διότι αν δεν το νιώσει αυτό ο Έλληνας, σίγουρα δεν θα τα νιώσει ο ξένος επενδυτής.
Αν
είχαμε απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα αποφασιστικά εδώ και πολλά
χρόνια, μήπως δεν θα είχαμε μια παρασιτική κρατικοδίαιτη οικονομία, αλλά
μια εύρωστη και ανταγωνιστική Ελλάδα;
Μήπως
έτσι, δεν θα χρειαζόμασταν κανένα μνημόνιο και δεν θα αναγκαζόμασταν να
ζητιανεύουμε δανεικά από Ρώσους, Κινέζους, Άραβες, αλλά ούτε και από
τους εταίρους μας;
Γι”
αυτό λυπάμαι. Γιατί και σήμερα ακόμη, στην πολιτική σκηνή συνεχίζουν να
κυριαρχούν οι ψεύτικες αντιπαραθέσεις μεταξύ δήθεν μνημονιακών και
αντιμνημονιακών.
Ενώ χάνουμε την ουσία.
Κανένα
μνημόνιο δεν θα χρειαζόμασταν τώρα, ούτε και στο μέλλον, αν είχαμε
πράξει το αυτονόητο, αν πράξουμε το αυτονόητο, να δημιουργήσουμε ένα
λειτουργικό, δημοκρατικό, διαφανές και δίκαιο κράτος.
Συνεχίζουν πολλοί να ψάχνουν για τους «δαίμονες» που μας έφεραν το κακό ή για τους σωτήρες που θα μας βγάλουν από τον πόνο.
Και
δεν κοιτάζουμε πως θα αξιοποιήσουμε, συλλογικά, επιστημονικά, υπεύθυνα,
τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα, η κάθε περιφέρεια.
Και λυπάμαι ακόμη περισσότερο, γιατί ο χρόνος που χάνεται και κόστος μεγάλο έχει και ζημιά ανεπανόρθωτη προκαλεί.
Προσωπικά, έχω στηρίξει κάθε εθνική προσπάθεια και την σημερινή κυβέρνηση, για να ξεπεράσουμε αυτήν την πολύ δύσκολη καμπή.
Αλλά
αυτό απαιτεί όχι μόνο υπεύθυνη διαπραγμάτευση με τους πιστωτές μας, με
αυτούς που μας δανείζουν από το βιος των φορολογουμένων τους, αλλά και
εθνικό, ελληνικό σχέδιο, που θα μας δώσει τη δύναμη να σταθούμε στις
δικές μας δυνάμεις, στις δικές μας παραγωγικές δυνάμεις.
Και γίνονται ασυλλόγιστες επιλογές.
Ήθελαν, μας έλεγαν, να αποφύγουν τη λήψη φυσικών μέτρων.
Σωστά. Ποιος θέλει να παίρνει υφεσιακά μέτρα;
Τελικά,
το μόνον που κατάφεραν με την αέναη διαπραγμάτευση στην οποία
επιδίδονται χωρίς αρχή, μέση και τέλος, είναι να βάζουν τη χώρα όλο και
περισσότερο κάθε μέρα στην ύφεση από την πίσω πόρτα.
Αβεβαιότητα και απουσία ρευστότητας, έχουν στεγνώσει την πραγματική οικονομία.
Και το δημόσιο ταμείο, έμεινε με τα ψιλά και κυρίως τον κίνδυνο ενός ατυχήματος.
Και έτσι, χάνεται μια ακόμα ευκαιρία.
Εγκλωβίστηκε η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση επιμέρους ζητημάτων του υπάρχοντος μνημονίου.
Υπερασπιζόμενη κόκκινες γραμμές.
Χάνει την ευκαιρία να θέσει τους μεγάλους στόχους, ένα ελληνικό σχέδιο αλλαγών που θα στηριχθεί και από τους εταίρους.
Αλλά και απλό τον Ελληνικό λαό, όπως είχα προτείνει.
Με δημοψήφισμα.
Αυτό
θα έδινε πολύ μεγαλύτερη αξιοπιστία και δύναμη διαπραγμάτευσης από τις
αντιδικίες που βλέπουμε, πολλές φορές και σε προσωπικό επίπεδο με
εταίρους μας.
Χάνουμε και αξιοπιστία.
Ένα αγαθό πολυτιμότερο από τα χρήματα.
Γιατί κάποιος να σου δανείσει, να σε εμπιστευτεί, να σε πιστέψει, αν δεν έχεις συνέπεια και αξιοπιστία;
Αλλά και πέρα από τις σχέσεις με τους εταίρους μας, πως θα μας εμπιστευτούν οι αγορές ομολόγων;
Όπως έκαναν ήδη για την Πορτογαλία και την Ιρλανδία και σε λίγο για την Κύπρο.
Που δανείζονται φτηνά.
Αν χάσουμε την αξιοπιστία μας, ξέρετε τι θα γίνει;
Θα παραμείνουμε δέσμιοι, εξαρτημένοι από την χρηματοδότηση από τους θεσμούς, από τους εταίρους.
Φτάσαμε
σήμερα, με πολύ καλύτερους όρους από αυτούς που βρεθήκαμε το 2009
αντιμέτωποι με την κρίση, σε πολύ καλύτερη διαπραγματευτική θέση, χάρη
στις μεγάλες θυσίες του Ελληνικού λαού και όμως, μετά από αυτή τη
δύσκολη διαδρομή, φτάσαμε στην πηγή και δεν ήπιαμε νερό.
Ενώ
κάναμε μια δύσκολη προσαρμογή, πρωτοφανή στην ιστορία, όπως
διαβεβαιώνει ο ΟΟΣΑ, δεν κάναμε το τελευταίο βήμα για να εκμεταλλευτούμε
θετικά τη θέση μας στην Ευρωζώνη.
Τη δυνατότητα να έχουμε ξανά πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και άρα, σε φτηνό χρήμα.
Την
προσέλκυση πολλών επενδυτών που θα μπορούσαν να είχαν πειστεί για
σταθερότητα και νέες ευκαιρίες στη χώρα μας, στις περιφέρειες.
Αντίθετα,
σήμερα, το πλεονέκτημα μπορεί να το χάσουμε και μαζί να χαθούν οι
θυσίες του Ελληνικού λαού. Ή ακόμα χειρότερα, να μπει η Ελλάδα σε μια
άσκοπη περιπέτεια, να δοκιμαστεί για χρόνια ακόμα ο τόπος, χωρίς λόγο.
Η
χώρα πορεύεται με τον αυτόματο πιλότο, από πέρσι το καλοκαίρι, από την
προεκλογική περίοδο, πριν από τις ευρωεκλογές, οπότε και η τότε
κυβέρνηση επανέκαμψε στην αντιμνημονιακή ρητορική, προκειμένου να
αντιμετωπίσει την αντιμνημονιακή ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά, φίλες και φίλοι,
Άλλο η συνεύρεση στην πλατεία, άλλο αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα.
Και προσωπικά, κατανοώ τη δύσκολη προσαρμογή της σημερινής κυβέρνησης στη σκληρή πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα, που διαμορφώνεται από συγκεκριμένους παράγοντες:
Την
πράγματι συντηρητική Ευρώπη – αλλά αυτό όφειλαν να το γνωρίζουν, να
προετοιμαστούν κατάλληλα για αυτό, με ένα αξιόμαχο διαπραγματευτικό
οπλοστάσιο και βεβαίως, να μεριμνούν ώστε να μην χάνουν συμμάχους που με
κόπο και πόνο επιχείρησαμε να βρούμε τα πρώτα χρόνια της κρίσης.
Συμμάχους που είχαν και στην αρχή της διαπραγμάτευσης, περισσότερους από
ό,τι σήμερα.
Την υπονομευμένη αξιοπιστία της χώρας – που με ιδρώτα πασχίζαμε να οικοδομήσουμε τα προηγούμενα χρόνια.
Την
απουσία ενός συνεκτικού και αξιόπιστου ελληνικού σχεδίου προοδευτικών
μεταρρυθμίσεων που όφειλε να έχει διαμορφώσει η κυβέρνηση – αλλά με
ευθύνη δική της δεν το έπραξε και τώρα αναγκάζεται να προσαρμόζεται
βίαια στις απαιτήσεις των εταίρων. Απαιτήσεις, οι οποίες μάλιστα,
απέχουν πολύ από το να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά προβλήματα της
χώρας, τις παθογένειες που μας οδήγησαν στο χείλος της καταστροφής. Αλλά
αυτό όφειλαν να το ξέρουν. Τους είχαμε προειδοποιήσει πολύ πριν από την
προεκλογική περίοδο.
Και
για να είμαι ακόμη πιο ακριβής, όφειλαν να έχουν συζητήσει με τις
πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις του τόπου, ένα ΕΘΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ,
δημοκρατικό, προοδευτικό, που θα προσέδιδε στη χώρα κύρος και
αξιοπιστία, διαπραγματευτική υπεροπλία και προπάντων, θα έθετε το όλο
ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις.
Θα μπορούσαμε έτσι, να απαντήσουμε πειστικά στο διακύβευμα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Τη
βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας ως απάντηση και για την οριστική έξοδό μας
από την κρίση και για την οικοδόμηση μιας βιώσιμης οικονομίας, με
βιώσιμες θέσεις εργασίας και με ανταγωνιστική προοπτική, αλλά και
σημαντική υπεραξία στις διεθνείς αγορές.
Δεν
το έκαναν, και τώρα η πορεία της χώρας και το μέλλον του Ελληνικού λαού
είναι άδηλα, όχι μόνο γιατί ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος για την
έκβαση της διαπραγμάτευσης, με δεδομένη και την πολυφωνία στο εσωτερικό
του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και γιατί ακόμη και τώρα, πέντε χρόνια
από την εκδήλωση της κρίσης, το πραγματικό διακύβευμα που θα έπρεπε να
έχει λάβει διαστάσεις εθνικής αποστολής, παραμένει στο περιθώριο του
δημοσίου διαλόγου.
Και αυτό είναι απορίας άξιον σε μια χώρα που ταλανίζεται από την κρίση.
Εκτός
και αν, κάποιοι επιθυμούν να αλλάξει επίπεδο η χώρα και να ανταγωνιστεί
άλλες οικονομίες, αρρύθμιστες και θεσμικά και από πλευράς κατοχύρωσης
βασικών ανθρώπινων και πολιτικών δικαιωμάτων, με υποβαθμισμένο
περιβάλλον και χαμηλό βιωτικό επίπεδο.
Το θέλουν; Ελπίζω όχι.
Σε
κάθε περίπτωση πάντως, επειδή οι καιροί είναι και δύσκολοι και πονηροί,
είναι καλό να συμβάλλουμε όλοι σε έναν ανοιχτό και δημοκρατικό διάλογο,
με θέσεις σαφείς, χωρίς περιστροφές και δεύτερες σκέψεις, ούτε και με
σκοπιμότητες.
Η
θέση μου, η θέση του ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ μας, είναι απολύτως καθαρή και διακριτή,
σε μια περίοδο που κυριαρχεί η ασάφεια και η πάση θυσία αποφυγή του
πολιτικού κόστους.
Απαιτείται άμεσα, να υπάρξει μια θετική κατάληξη για τη χώρα στην υπό εξέλιξη διαπραγμάτευση.
Απαιτείται
άρση του αδιεξόδου, που διαμορφώθηκε με τις λάθος επιλογές και της
προηγούμενης και στης σημερινής κυβέρνησης και βεβαίως, με τις τεράστιες
ευθύνες των εταίρων μας.
Και
αυτό για δύο λόγους. Και για να κατοχυρωθεί η θέση της χώρας εκεί που
της αξίζει και για να συζητήσουμε για την οικοδόμηση μιας βιώσιμης
πορείας, απαλλαγμένης από τα βάρη του παρελθόντος.
Εμείς στηρίζουμε την προσπάθεια της χώρας.
Όμως,
Ρήξη σε βάρος – και στην πλάτη, του Ελληνικού λαού, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή.
Η κυβέρνηση δεν έχει την εντολή του Ελληνικού λαού να παίξει με τη γεωπολιτική θέση της χώρας.
Αν θέλει η κυβέρνηση να κάνει ρήξη, ας την κάνει με τα πολλά μεγάλα και μικρά κατεστημένα συμφέροντα, με το πελατειακό κράτος.
Τότε θα με βρει δίπλα της.
Γιατί τώρα, δεν βλέπω να διακατέχεται από μεταρρυθμιστικό πνεύμα.
Αντιθέτως, αποδομεί μεταρρυθμίσεις.
Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι,
Όπως
σημειώνω και σε άρθρο μου στην εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ», που
διοργανώνει το 3ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ – για τη χώρα και τη ΔΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ,
Είναι
αυτονόητο ότι, η κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα από το 2008 και
βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν μπορεί παρά να καθορίσει σε σημαντικό βαθμό
και το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε ώστε η χώρα να περάσει οριστικά
σε μια φάση βιώσιμης ανάπτυξης. Προϋπόθεση για μια βιώσιμη ανάπτυξη
είναι και η βιώσιμη περιφερειακή ανάπτυξη. Σκοπός, αλλά και μέσο για να
ξεφύγουμε από την κρίση.
Η
κρισιμότητα της περιόδου που διερχόμαστε, πέραν της αυτονόητης
κατοχύρωσης της ασφαλούς πορείας της χώρας στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, σε
μια περίοδο μεγάλων εντάσεων, ακόμη και πολεμικών συγκρούσεων στην
ευρύτερη περιοχή μας, συναρτάται απολύτως και με την επαναθεμελίωση της
αξιοπιστίας της χώρας.
Αλλά και να τελειώνουμε με τη μυθοπλασία, για τα αίτια της κρίσης.
Αλλιώς, ποτέ δεν θα αλλάξει η χώρα.
Να τελειώνουμε με μια αφήγηση, που στηρίχθηκε πάνω στα εύκολα λόγια και τις εύκολες λύσεις.
Στο ψευτοδίλημμα μνημόνιο ή αντιμνημόνιο.
Επειδή ακούω πάλι την τελευταία περίοδο διάφορες ανοησίες, ρωτώ ευθέως:
Το μνημόνιο μας οδήγησε στον αναγκαστικό δανεισμό ή οι κλειστές αγορές;
Για τον ίδιο λόγο δεν διαπραγματεύεται και σήμερα η κυβέρνηση;
Είτε επέκταση, είτε ένα νέο μνημόνιο.
Γιατί κλειστές οι αγορές;
Γιατί γίναμε αναξιόχρεοι.
Ενώ μπορούμε να είμαστε αξιόπιστοι.
Δεν είναι ώρα για κομματικές αντιπαραθέσεις.
Είναι όμως ώρα για αλήθειες.
Για να μη ξαναχτίσουμε πάνω στις ψευδαισθήσεις.
Ο
κ. Καραμανλής είχε εξαγγείλει στη ΔΕΘ το 2009, μέτρα που θα περιόριζαν
το έλλειμμα κατά λιγότερο από μια μονάδα. Και μάλιστα, τα μέτρα θα
άρχιζαν να εφαρμόζονται από το επόμενο έτος, το 2010.
Αυτή είναι η αλήθεια. Όλα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
Σε
αντίθεση με αυτό, η κυβέρνησή μας το 2009, μέσα σε λιγότερο από δύο
μήνες περιόρισε το έλλειμμα κατά μία μονάδα και τον πρώτο χρόνο της
προσαρμογής, το 2010, κατά περισσότερο από πέντε μονάδες.
Και
προσέξετε, με το έλλειμμα να είναι τελικά, πάνω από 15 μονάδες, όχι 4
που μας έλεγαν μέχρι και λίγο πριν τις εκλογές του 2009, για να φτάσουν
λίγα 24ωρα πριν να ανοίξουν οι κάλπες να μας λένε ότι μπορεί να φτάσει
τις 6 μονάδες. Και τον τότε Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, να με
ενημερώνει, σε αντίθεση με την κυβέρνηση λίγα 24ωρα πριν από τις
εκλογές, ότι μπορεί τελικά να γίνει διψήφιο το νούμερο.
Ποια αξιοπιστία να έχει έτσι η χώρα;
Όταν οι δανειστές δεν μπορούσαν καν να εμπιστευτούν τα στοιχεία που τους έδιναν.
Όταν ήξεραν ότι έχεις κρύψει ή και αλλοιώσει στοιχεία.
Και
σας θυμίζω, ότι τις παραμονές των εκλογών ρώτησα προσωπικά τον κ.
Καραμανλή, στο ντιμπέιτ, πόσο είναι το έλλειμμα και ακόμη περιμένω την
απάντηση.
Ας τελειώνουμε, λοιπόν, με τα φληναφήματα.
Γιατί
αν δεν γίνει αυτό, τότε δεν θα μπορεί να τεθεί επί τάπητος το
πραγματικό διακύβευμα που έχουμε χρέος να αντιμετωπίσουμε και αφορά την
οικοδόμηση μιας πραγματικά βιώσιμης πορείας για τη χώρα, απεξαρτημένης
από τις παθογένειες ενός πελατειακά δομημένου πολιτικού και οικονομικού
συστήματος.
Ας τελειώνουμε λοιπόν με τα ψέμματα.
Φίλες και φίλοι,
Η
κατανόηση του πραγματικού προβλήματος και των αιτιών του, αποτελεί τον
ακρογωνιαίο λίθο για την επίλυσή του, μαζί και με τη βούληση και την
αποφασιστικότητα που απαιτείται για αυτό το σκοπό.
Η
αξιοπιστία της χώρας και η οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τα μη παρασιτικά
επενδυτικά κεφάλαια, με τους εγχώριους και διεθνείς επενδυτές,
προϋποθέτουν τη διακήρυξη εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων και του
Ελληνικού λαού, της κοινής μας πεποίθησης περί της προώθησης μεγάλων
αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, για την οριστική αλλαγή του προσανατολισμού
της χώρας και του παραγωγικού της μοντέλου.
Σε παλαιότερο άρθρο μου για την ανάπτυξη στη Δυτική Ελλάδα σημείωνα:
«Επί
πολλές δεκαετίες η χώρα μας δημιούργησε δομές εσωστρεφούς οικονομίας,
με πυλώνες που σύντομα αποδείχτηκαν ανίσχυροι να προστατέψουν την
οικονομία μας από την κρίση που χτύπησε την Ευρώπη και ιδιαίτερα την
Ελλάδα. Βασιστήκαμε σε πρότυπα υπερκατανάλωσης, αθρόων εισαγωγών, χωρίς
να προσπαθήσουμε να κατευθύνουμε την οικονομία μας στην εξαγωγική
διαδικασία, χωρίς να καταφέρουμε να αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε,
ό,τι καλύτερο έχουμε, τα δικά μας συγκριτικά πλεονεκτήματα. Επιτρέψαμε
να δημιουργηθούν πελατειακές σχέσεις εξάρτησης μεταξύ ιδιωτικού και
δημόσιου τομέα, εμποδίζοντας την ανάπτυξη μιας ανταγωνιστικής οικονομίας
και τελικά, την ανάπτυξη βιώσιμων επιχειρήσεων.
Το
κράτος, αντί να δημιουργεί ένα σαφές και υγιές επενδυτικό περιβάλλον,
διαφανές και κοινό για όλους όσους επιθυμούν να αναλάβουν επιχειρηματική
πρωτοβουλία, μετατράπηκε σε παράγοντα παραγωγής δαιδαλώδους
γραφειοκρατίας, που παρεμπόδιζε την υγιή επιχειρηματικότητα.»
Περιγράφοντας
το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας από το βήμα της ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο του
2009, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τότε, είχα πει:
“Φτάσαμε
εδώ, διότι δημιουργήσαμε ένα πελατειακό συγκεντρωτικό κράτος που πνίγει
κάθε πρωτοβουλία, δεν στηρίξαμε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας
μας, αφήσαμε την αγορά ανεξέλεγκτη και παραδώσαμε το κράτος στη
διαφθορά, να σέρνεται από κάθε παράγοντα με ισχύ”. Αλλά και την άσωστη
και ποιοτική προσφορά υπηρεσιών υγείας, παιδείας κ πρόνοιας.
Αυτή η Ελλάδα της κρατικοδίαιτης ανάπτυξης και του πελατειακού κράτους έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας το 2009.
Αξιόπιστο
και αποτελεσματικό πολιτικό σύστημα στραμμένο στην διασφάλιση του
εθνικού και δημοσίου συμφέροντος, δημόσια διοίκηση και αυτοδιοίκηση στην
υπηρεσία του πολίτη και παραγωγικό μοντέλο με κανόνες και πρόνοιες που
να καθιστούν δυνατή την υγιή επιχειρηματικότητα και την
ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, είναι οι αυτονόητες προϋποθέσεις που
και θα εκπέμψουν το μήνυμα της τόλμης μας να καταστούμε ένα σύγχρονο
δημοκρατικό κράτος και θα δώσουν ώθηση στην εξωστρέφεια που χρειάζονται
οι ελληνικές επιχειρήσεις και η χώρα.
Και
η αλήθεια είναι, ότι την περίοδο 2009 – 2011, μέσα σε περιβάλλον κρίσης
και λιτότητας, λόγω των μέτρων που με πόνο αναγκαστήκαμε να πάρουμε,
ύστερα από την εμμονή των εταίρων μας στις πολιτικές λιτότητας, έγιναν
σημαντικά βήματα ώστε να θέσουμε τις βάσεις για ένα υγιές επενδυτικό
περιβάλλον που θα απελευθερώσει δυνάμεις και θα αναδείξει την πραγματική
δυναμική της χώρας.
Παράλληλα,
κάναμε τολμηρά βήματα για να διαμορφώσουμε ένα κράτος – εργαλείο ικανό
να στηρίξει έναν σύγχρονο αναπτυξιακό σχεδιασμό, με ανταγωνιστικό
πρόσημο.
Με
σειρά ρυθμίσεων που διευκόλυναν την ίδρυση επιχειρήσεων, με την ίδρυση
και λειτουργία του Καλλικράτη, δίνοντας δύναμη στις τοπικές κοινωνίες
και στις περιφέρειες, με τη δυνατότητα που δώσαμε στα πανεπιστήμια να
καταστούν αυτόνομα, να ανοίξουν τα φτερά τους, να πάρουν πρωτοβουλίες
και να συνδεθούν με τις τοπικές κοινωνίες.
Να εμπιστευτούμε τις τοπικές κοινωνίες και τις περιφέρειες, να τις απελευθερώσουμε από τις εξαρτήσεις της κεντρικής εξουσίας.
Γιατί,
μόνο οι τοπικές κοινωνίες γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλον τις
δυνατότητές τους, τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, τους δυναμικούς
εκπροσώπους των υγιών παραγωγικών δυνάμεων σε κάθε τόπο, αλλά και τους
πρωταγωνιστές σε κάθε τομέα παραγωγής. Όπως γνωρίζουν καλύτερα από κάθε
άλλον και τον τρόπο να παραχθεί προστιθέμενη αξία, ποιότητα, σταθερές
θέσεις εργασίας, βιώσιμη ανταγωνιστικότητα, με τον άνθρωπο πάντα στο
επίκεντρο.
Και βέβαια, ποιος άλλος μπορεί να προσδώσει «ταυτότητα» στην τοπική και περιφερειακή δημιουργία;
Για
όλους αυτούς τους λόγους, η Περιφερειακή Ανάπτυξη αποτελεί το πλέον
σημαντικό κύτταρο σχεδιασμού της ανάπτυξης και στην ΕΕ αλλά και
παγκοσμίως. Για αυτό και αποτελεί αδήριτη ανάγκη να κινηθούμε προς αυτήν
την κατεύθυνση, χωρίς άλλες καθυστερήσεις και πισωγυρίσματα.
Πρωτίστως, με αξιοπιστία και ισχυρή εθνική παρουσία.
Να μεταβάλλουμε καθοριστικά το πεδίο δράσης της χώρας, του Ελληνικού λαού.
Υπάρχουν
πολλά που πρέπει ακόμη να γίνουν για να αλλάξει επιτέλους
προσανατολισμό το πολιτικο-οικονομικό μοντέλο της χώρας, το παραγωγικό
της πρότυπο.
Από
το φορολογικό πλαίσιο που πρέπει να γίνει δίκαιο και αποτελεσματικό,
αλλά και να αποκτήσει παραγωγικό προσανατολισμό, μέχρι και την
οικοδόμηση της εμπιστοσύνης, που χρειάζεται να διέπει τις σχέσεις
Πολιτείας, πολιτών, επιχειρηματικού κόσμου και επενδυτών.
Σε αυτήν την προσπάθεια, απαιτείται συστράτευση όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας και του Ελληνικού λαού.
Απαιτείται συνεννόηση για τη διαμόρφωση και άμεση υλοποίηση ενός εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων.
Απαιτείται οι παραγωγικές δύναμεις της περιφέρειες να μη μείνουν παθητικές. Να ακουστούν, να σχεδιάσουν, να δράσουν.
Μέσα
στο πλαίσιο ενός εθνικού σχεδίου που θα αντιμετωπίσει το πραγματικό
πρόβλημα της χώρας, θα απαντήσει στο πραγματικό διακύβευμα, που είναι η
πλήρης ανατροπή ενός πολιτικο-οικονομικού συστήματος άδικου,
αντιπαραγωγικού, που συνεχίζει να παράγει ανισότητες, να υιοθετεί
κανόνες υπέρ συγκεκριμένων μικρών και μεγάλων συμφερόντων, σε βάρος των
πολλών και του δημοσίου συμφέροντος.
Ενός συστήματος που κρατά δέσμιες τις υγιείς παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του τόπου.
Αυτό το μοντέλο πρέπει να αλλάξει.
Σε
αυτήν την προσπάθεια, η Δυτική Ελλάδα οφείλει – και μπορεί, να έχει
πρωταγωνιστικό ρόλο. Η θέση της, η ιστορία της, ο φυσικός της πλούτος,
το ικανότατο ανθρώπινο δυναμικό – επιστημονικό, τεχνικό, αγροτικό, τις
προσδίδουν όλες τις δυνατότητες για να παίξει τον καταλυτικό ρόλο που
απαιτούν οι καιροί μας και πολύ περισσότερο, η εθνική προσπάθεια που θα
μας οδηγήσει σε μια νέα περίοδο, απαλλαγμένη από τα βάρη ενός
παρελθόντος που μας έσπρωξε στα πρόθυρα μιας εθνικής τραγωδίας.
Η
Δυτική Ελλάδα, η φυσική πύλη της Ελλάδας με τον σύγχρονο κόσμο, στον
οποίο οι Έλληνες εργάστηκαν σκληρά και πλήρωσαν ακριβά για να
συμμετέχουν, διαθέτει όλες εκείνες τις δυνατότητες που επιτρέπουν να
καταστεί ένα σύγχρονο αναπτυξιακό εργαλείο, που να αναδεικνύει με τον
πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τις πραγματικές δυνατότητες και τη δυναμική
της Ελληνικής κοινωνίας.
Είναι γεγονός ότι, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα σε υποδομές και δίκτυα.
Μερικά
από αυτά ταλανίζουν για δεκαετίες τη Δυτική Ελλάδα. Δώσαμε σκληρούς
αγώνες, λόγω των γνωστών εμποδίων, για να τα αντιμετωπίσουμε.
Ωστόσο, οι προϋποθέσεις για να πρωταγωνιστήσει, είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν.
Όπως και για να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις.
Και
είμαι πάντα έτοιμος να συνεργαστώ με την αυτοδιοίκηση και το παραγωγικό
δυναμικό, για επαφές και προσέλκυση επενδυτών στην περιοχή μας.
Αρκεί οι πρωτοβουλίες να έχουν συνέπεια και συνέχεια, αξιοπιστία και δύναμη ελληνική.
Να
διασφαλίσουμε τη θέση της χώρας και της περιφέρειας μας στο σύγχρονο
κόσμο και να ξαναδώσουμε την ελπίδα σε κάθε Ελληνίδα, σε κάθε Έλληνα.
Και προοπτική στους νέους μας, ιδιαιτέρως όσους ταλανίζονται από την
ανεργία, όπως και σε κάθε συνάνθρωπό μας που έχει περιέλθει σε αδύναμη
θέση.
Αυτό είναι το πρώτο αλλά καθοριστικό βήμα για να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε.
Για
να αλλάξουμε την Πατρίδα. Για να οικοδομήσουμε μια οικονομία βιώσιμη,
δυναμική, ανταγωνιστική διεθνώς, που να προσφέρει νέες, βιώσιμες θέσεις
εργασίας, για όλους, για τα παιδιά μας.
Για να δημιουργήσουμε μια Ελλάδα που να μας γεμίζει όλους με υπερηφάνεια και αξιοπρέπεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου