Μικρό αφήγημα
Του Βασίλη Παππά
Ριζοσπαστόπουλος ήταν αρκετά
ικανοποιημένος. Καλά τα είχε καταφέρει τον τελευταίο μήνα. Είχε περάσει δύσκολα
τα τελευταία χρόνια και η επιχείρηση που είχε στήσει εδώ και τριάντα χρόνια δεν
ήταν και στα καλύτερά της. Με την Αλλαγή βρέθηκε να φτιάχνει εκεί στους
Θρακομακεδόνες καλώδια, στη βιοτεχνία του. Πήγαινε καλά η δουλειά διότι ο χαλκός
που έβαζε μέσα ήταν ελλειμματικός. Λίγα έβαζε, πολλά έβγαζε. Παρ’ όλα αυτά
έπαιρνε δουλειές ως μικρή βιοτεχνία, από τον τότε διευθυντή της ΗΕΔ, (αυτόν των
πεντακοσίων εκατομμυρίων), αφού η τότε κυβέρνηση ήταν κατά των μονοπωλίων της
ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ και τις «δουλειές» τις έδινε στους μη προνομιούχους.
Αργότερα όταν τα «κονέ»
έκλειναν τις δουλειές στο Κολωνάκι με εταιρίες της Βόρειας Θάλασσας δεν έμεινε
στην απέξω. Ήξερε την πιάτσα από μέσα, οπότε οι ξένες εταιρίες τον ήθελαν για
να πιάνει τους «κατάλληλους», και να σπρώχνει τα φράγκα στους ημετέρους που
υπέγραφαν τα κατάλληλα συμβόλαια. Ακόμη και το τηλεφωνικό κέντρο μάρκας «κητατσόμη» το εγκατέστησε δωρεάν σε
σημαίνοντα νέο πολιτικό αντιπάλου κόμματος, για να τον έχει του χεριού του.
Διότι που ξέρεις. Μπορεί να κυβερνήσουν και οι άλλοι.
Όλα αυτά του στοίχιζαν λίγο
παραπάνω, γιατί έπρεπε κάθε φορά να πληρώνει ένα μηνιάτικο παραπάνω στο λογιστή
του και τον ξάδερφο από το χωριό που εργαζόταν σε οικονομική υπηρεσία του
δημοσίου, για να καλύπτει τις οφειλές του. Όταν έδινε φακελάκι στα νοσηλευτικά
ιδρύματα των βορείων προαστίων, ασθμαίνοντας και βλαστημώντας κατακεραύνωνε το
ελληνικό κράτος που υπέθαλπε τους «κλέφτες και τους απατεώνες», βρίζοντας μέσα
από τα δόντια του με τη φράση «μα που πάμε ρε!».
Εκτός από την οικογένεια, τα
δύο παιδιά που «σπούδαζαν» σε κολέγιο, και την κυρά με τις γούνες, τα χρυσαφικά
και τα σπα, είχε και το γκομενάκι. Αοιδός και τηλεαστέρας σε περιθωριακό
κανάλι, η μικρά, του έκανε και τη χάρη να προμοτάρει διαφημίσεις της
επιχείρησής του, με το αζημίωτο φυσικά.
Μια ωραία πρωία όμως ο τότε
πρωθυπουργός της χώρας από το Καστελόριζο έβαλε τέλος στην προσωπική του
αυταπάτη. Τις δουλειές τις έπαιρναν οι μεγάλοι, η βιοτεχνία, πήγαινε από το
κακό στο χειρότερο, χρέη, δάνεια, πιστωτές να τον πολιορκούν και εκείνος ο νέος
πολιτικός, του αντίπαλου κόμματος, εκείνος που του έφτιαξε κάποτε το γραφείο
του, έκανε ότι δεν τον γνώριζε!
Βγήκε οργισμένος στους δρόμους.
Συναντήθηκε και με άλλους οργισμένους, σε πλατείες, σε εκκλησίες, σε κοινωνικά
ιβέντ. Φώναζε υπέρ της νέας αλλαγής, τα έβαζε με τους κουτόφραγκους που όταν
«χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί τρώγαν βελανίδια», και ζητούσε να ενταχθεί στη νέα
σεισάχθεια, για να μη του πάρει η τράπεζα το σπίτι. Οι καταθέσεις του ήταν
ασφαλείς. Είχε προλάβει και τις είχε βγάλει έξω από αυτό το «μπουρδέλο» κράτος,
σε χώρα της κεντρικής Ευρώπης.
Πέρασαν δύσκολα τέσσερα χρόνια.
Και το θαύμα έγινε. Ο λαός ψήφισε αριστερά. Αριστερά ψήφισε και όλη η
οικογένεια του Ριζοσπαστόπουλου. Για να δει άσπρη μέρα. Ελπίδα. Ανάπτυξη. Εν τω μεταξύ είχε βολέψει το παιδί του, από παλιές γνωριμίες στην ΗΕΔ. ΄Επαιρνε το
παιδί κάτι λίγα, και τώρα διαπραγματευόταν και αυξήσεις, επίδομα σιγαρέτων το
έλεγαν, την δε κόρη την προόριζε «δημοσιογράφο» στο νέο κρατικό κανάλι.
Θυμάστε; Εκείνο το «γκομενάκι» δεν ξέχασε τον πατρικό της προστάτη και του
έκανε την εξυπηρέτηση.
Τώρα προσπαθεί να συμμετάσχει
και αυτός στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Επειδή η νέα κυβέρνηση
χρειάζεται λεφτά, επειγόντως λεφτά,
υπάρχει λέει, σχέδιο αύξησης των σημείων εγκατάστασης τυχερών παιγνιδιών ανά τη χώρα. Έχει και
κάτι άκρες, «παλιόφιλους» που του
χρωστάνε χάρη. Σκέφτεται να αγοράσει σε πρώτη φάση καμιά εκατοστή κουλοχέρηδες
και να τους εγκαταστήσει σε κοινωνικά καφενεία. Άλλο οι δεξιοί κουλοχέρηδες και
άλλο οι Αριστεροί. Αντί για τις τρίλιζες με τα φρουτάκια θα έχουν τρίλιζες με
τις φάτσες Βαρουφάκιδων, Καμένων, Μακρίδων
και άλλων επαναστατικών προσωπικοτήτων!
Λέγεται ότι ξεκίνησε από τα
Τρίκαλα με τα τυχερά παιγνίδια. Ξεφόρτωσε πέντε κουλοχέρηδες στο κοινωνικό
καφενείο «Ρονεσσόρο» και έπεται η συνέχεια.
Βασίλης Θετταλός - εκπαιδευτικός εν «συγχύσει»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου