1. Η κρίση
Εδώ και τρείς δεκαετίες, η ελληνική οικονομία και κοινωνία υφίστανται μια συνεχή υποβάθμιση. Γυρνάμε ήδη σε ένα φαύλο κύκλο που μας βυθίζει όλο και περισσότερο χωρίς να κατορθώνουμε να ξεφύγουμε. Οι σχετικά “νοικοκυρεμένες” μεταπολεμικές πρακτικές, που διήρκεσαν μέχρι την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, έδωσαν βαθμιαία τη θέση τους σε ένα κλιμακούμενο λαϊκίστικο “ξεσάλωμα” βασισμένο σε επιδοτήσεις και δανεικά, με την εγκατάλειψη οποιουδήποτε οράματος για τη χώρα, με έξαρση του ατομισμού και της απληστείας, με έκπτωση των αξιών και των θεσμών και άμβλυνση της εσωτερικότητας, με αθρόους διορισμούς στο δημόσιο χώρο και εγκατάλειψη της παραγωγής και της δημιουργικότητας, με ισχυρή κομματικοποίηση του κράτους και με διαρκή αύξηση της κατανάλωσης και της επίδειξης.
Τριάντα χρόνια μετά την ένταξη δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει ως λαός άν θέλουμε πράγματι να
ανήκουμε ισότιμα στην Ε.Ε., με όποιους κανόνες αυτό συνεπάγεται. Απ’ αρχής, η ένταξή μας στην ΕΟΚ αντιμετωπίστηκε από την ελληνική κοινωνία και την ηγεσία της ως εάν η Ελλάδα διορίστηκε σε μόνιμη θέση στην ΕΟΚ (περίπου ως Έλλην Δημόσιος Υπάλληλος). Θεωρήσαμε λοιπόν ότι εφεξής η Ε.Ε. θα προστάτευε και θα προικοδοτούσε την πατρίδα μας εξαιτίας της ένδοξης ιστορίας της και της μεγάλης συνεισφοράς της κλασσικής αρχαιότητας στη διαμόρφωση του σύγχρονου Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες πολίτες “δικαιωματικά” θα εξομοίωναν το επίπεδο ζωής τους με εκείνο των Δυτικοευρωπαίων χωρίς να χρειάζεται να εκσυγχρονιστούν ριζικά και οι ίδιοι. Ούτε ήταν απαραίτητο πλέον να σκεφθούν για το μέλλον της χώρας τους αφού αυτή εντάχθηκε σε μια ευρύτερη “οικογένεια”, η οποία θα φρόντιζε στοργικά και θα συγχωρούσε το παιδί της, ακόμα και αν αυτό έκανε “αταξίες”. Αυτά πιστεύαμε... Και οι εκάστοτε κυβερνώντες έσερναν το χορό (δίνοντας το καλό παράδειγμα), υποθάλποντας την κερδοσκοπία , αμνηστεύοντας τους βουλευτές με κατάλληλους νόμους, χρεώνοντας τη χώρα, επιτρέποντας τον ασύστολο τραπεζικό δανεισμό και “σπρώχνοντας” διακριτικά όλα τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο τόπος για τον επόμενο γύρο. Έτσι, η χώρα βάδιζε σταθερά προς τη χρεωκοπία και τα προβλήματα σωρεύονταν αντί να επιλύονται. Και τώρα μας πνίγουν όλα μαζί. Πανικός που φέρνει την αναρχία. Και ο πανικόβλητος είναι επιρρεπής στο ξεπούλημα... Και τα αρπακτικά καραδοκούν....
Στο διάστημα αυτό, οι προσπάθειες σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν από τα οράματα και τη δημιουργικότητα προς την απορρόφηση (διάβαζε “οικειοποίηση” ) των κοινοτικών ενισχύσεων. Και το 2002, με διάφορα λογιστικά τεχνάσματα, μπήκαμε με τη φουστανέλλα σε μια Λέσχη πλουσίων, χωρίς ούτε και τώρα να προσαρμόσουμε κατάλληλα τη νοοτροπία, τις πρακτικές και τις απαιτήσεις μας και να ακολουθήσουμε τους απαραίτητους αναπτυξιακούς και δημοσιονομικούς κανόνες ώστε να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτή τη Λέσχη. Αντίθετα, έχουμε τώρα μια κατακερματισμένη κοινωνία προνομιούχων και κορόϊδων, νομοταγών και φοροφυγάδων, στην οποία ουδείς εμπιστεύεται κανέναν και για κανένα θέμα. Και το κόστος της κρίσης καλούνται και πάλι να επωμισθούν κυρίως όσοι πλήρωναν ανέκαθεν τους φόρους τους, δεν δανείστηκαν υπέρογκα και δεν παρασύρθηκαν σε υπερφύαλες επιδείξεις δήθεν ευμάρειας. Βασικά το κύριο βάρος καλείται να το φέρει η μεσαία εισοδηματική τάξη, η οποία και πάλι συμπιέζεται.
Πολλοί ισχυρίζονται πως οι Έλληνες του ιδιωτικού τομέα εργάζονται σήμερα σκληρότερα από το μέσο Ευρωπαίο. Αυτό είναι ίσως αληθές. Αλλά η εργασία αυτή γίνεται χωρίς μεσοπρόθεσμους ορίζοντες, χωρίς σύστημα και συνέπεια και μέσα σε ένα περιβάλλον χαώδες και εχθρικό που (με επικεφαλής το αδιάφορο, ανοργάνωτο, άσχετο, διεφθαρμένο και πανάκριβο Ελληνικό Κράτος) αντιστρατεύεται κάθε δημιουργική προσπάθεια και κάθε έννοια αξιοκρατίας. Οι συναλλασόμενοι επιβραβεύονται και οι ικανοί αποθαρρύνονται ή μπαίνουν στο “ψυγείο” ή και διώκονται. Έτσι, ο μόχθος δεν αποδίδει αποτελέσματα ωφέλιμα για το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας. Οι νέοι απογοητεύονται και στρέφονται στην επιβίωση (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) ή και στη φυγή. Και, στα πλαίσια της γενικότερης απαισιοδοξίας αλλά και της οικονομικής ανέχειας, η υπογεννητικότητα εν μέσω παγκόσμιας πληθυσμιακής έκρηξης (το μέγιστο αυτό πρόβλημα του Ελληνισμού, που όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί αποφεύγουν επιμελώς να αντιμετωπίσουν) αναμένεται να επιδεινωθεί.
Η δυσαρέσκεια της κοινωνίας διογκώνεται καθημερινά εν μέσω αμφισβήτησης της αξιοπιστίας αλλά και των πολιτικών και τεχνικών ικανοτήτων όσων διαχειρίζονται την κρίση. Οι ταγοί του Έθνους, αντί να δίνουν αυτοί πρώτοι το παράδειγμα της λιτότητας με το να απεμπολήσουν διάφορα οικονομικά προνόμια που επιφυλάσσουν στον εαυτό τους αλλά και στο προσωπικό της Βουλής , δρούν σαν να μη τους αγγίζουν προσωπικά οι στερήσεις στις οποίες υποβάλλουν οι ίδιοι τον ελληνικό λαό . Τα ισχυρά συνδικάτα των προνομιούχων του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ (και όχι μόνο) κάνουν το πάν για τη διατήρηση των προνομίων τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Εξαγγέλλονται μέτρα ως «τελειωτικά» που αντικαθίστανται με σκληρότερα μετά από λίγο. Αρκετά από τα μέτρα αυτά είναι και αντικρουόμενα και κάποια οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση της φοροδιαφυγής. Το κράτος έχει ατονήσει. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης φλυαρούν με τρόπο που δημιουργεί έναν διάχυτο πανικό, ο οποίος καταλήγει στο “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”. Έτσι, αποσύρονται οι καταθέσεις και ένα μέρος τους αποστέλλεται στο εξωτερικό για “φύλαξη” με αποτέλεσμα να μένουν οι τράπεζες από ρευστό και να επικαλούνται την κρατική στήριξη, δηλαδή μεγαλύτερη φορολογία. Και με την υπογραφή της συνθήκης “Δουβλίνο ΙΙ” γίναμε η κύρια χώρα σταυλισμού λαθρομεταναστών στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, παρουσιάζουμε μια εικόνα παρακμής και κοινωνικοοικονομικής διάλυσης. Κατά τα άλλα απορούμε γιατί δεν μας εμπιστεύονται και γιατί τα spreads των ελληνικών ομολόγων έχουν εκτοξευθεί στα ύψη...
Ατυχώς, η κρίση στην οποία περιήλθαμε έχει μακρύ δρόμο και θα χρειαστούν δεκαετίες για να προσγειωθούμε στη νέα πραγματικότητα και να μπούν νέες βάσεις, πρωτίστως στη νοοτροπία και την οικονομία. Αντί όμως η ελληνική κοινωνία να έχει δραστηριοποιηθεί συντεταγμένα ως παραγωγικό μελίσι, έχει αντίθετα αδρανοποιηθεί κατά τα τελευταία τρία χρόνια περιμένοντας την καταιγίδα της υποβάθμισης και της ανεργίας με γκρίνιες και με σταυρωμένα τα χέρια ως αμέτοχος παρατηρητής των επερχομένων δεινών. Νέοι με προσόντα, για τα οποία πολλά δαπανήθηκαν τόσο σε οικογενειακό όσο και σε κρατικό επίπεδο, αναζητούν ήδη απασχόληση στο εξωτερικό: αυτοί που θάπρεπε τώρα να αξιοποιούνται δραστήρια στη χώρα μας για να μας βγάλουν μια ώρα αρχύτερα από την κρίση. Φαίνεται πως η Ελλάδα είναι η χώρα της ΕΕ με το λιγότερο αξιοποιημένο ανθρώπινο δυναμικό.
2. Ηγεσία και Παιδεία
Είναι φανερό ότι απουσιάζει παντελώς μια δυνατή και αξιόπιστη ηγεσία που θα δράσει ως καταλύτης: Να πεί όλη την αλήθεια στον ελληνικό λαό, να κάτσει “κάθε κατεργάρη στον πάγκο του”, να καταργήσει τα προνόμια της Βουλής, να συγκρουσθεί με τις συντεχνίες που καταδυναστεύουν επί δεκαετίες τον τόπο, να δώσει ένα όραμα στο λαό και με το παράδειγμα και τις ενέργειές της να αποκαταστήσει την αξιοπιστία και την αξιοκρατία και να καθοδηγήσει τον κόσμο σε μια προσπάθεια ώστε να ξεπεράσουμε τη φοβερή αυτή κρίση πάνω σε πιό στέρεα κοινωνικοοικονομικά θεμέλια. Πού όμως θα βρεθεί αυτός ο καταλύτης; Και ποιά είναι τα θεμέλια όπου θα στηριχθεί η “αναγέννηση” αυτής της χώρας;
Λέγεται συχνά ότι, σε καθεστώς Δημοκρατίας, η ηγεσία μιας χώρας είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας της. Και αυτό διότι η ψήφος δίνεται με βάση τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος. Όταν λοιπόν η μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων απαιτεί ρουσφέτια και διορισμούς (εν μέσω μιας κοινωνίας όπου ο καθένας έχει την τάση να παρακάμπτει τους θεσμούς όταν αυτοί δεν τον βολεύουν) με αυτά ακριβώς θα ασχολούνται αναγκαστικά και οι πολιτευτές.
Ιδού λοιπόν ο φαύλος κύκλος. Άν θέλουμε όμως να ξεφύγουμε από αυτή τη φαυλότητα μόνο ένας τρόπος υπάρχει: “ΚΑΤAΛΛΗΛΗ ΠΑΙΔΕΙΑ”! Να συνειδητοποιήσει δηλαδή ο καθένας μας ότι η περιφρόνηση των θεσμών και των νόμων μπορεί μεν να βολεύει συγκυριακά κάποιους αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί το χάος που μας ταλανίζει ως κοινωνία (ή ως μή κοινωνία, έτσι που την καταντήσαμε).
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια παιδεία που θα διδάξει επί τέλους τους Έλληνες τι θα πεί ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Μια παιδεία που θα πείσει ότι αληθινός πατριώτης είναι όποιος προτάσσει το συμφέρον του τόπου. Μια παιδεία που θα καταδικάζει στη συνείδηση του καθενός τον ψεύτη και τον κλέφτη και θα εξοστρακίζει όποια ηγεσία ή πολίτη ακολουθεί τέτοιες πρακτικές. Μια παιδεία που θα απαιτεί τη διαφάνεια περί τα κοινά επί ποινή καταφρόνησης όσων αποκρύπτουν ή διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Μια παιδεία που θα καλλιεργήσει την πεποίθηση ότι ο Δημόσιος λειτουργός διορίζεται και πληρώνεται για να υπηρετεί τον πολίτη και όχι για να τον καταδυναστεύει. Μια παιδεία δημοκρατική που θα διδάσκει σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας αλλά και στον πλησίον και στις όποιες αιτιολογημένες πεποιθήσεις του. Μια παιδεία που θα μάθει τον πολίτη να τεκμηριώνει με σοβαρότητα τη γνώμη του και να ακούει με ενδιαφέρον τη γνώμη του συνομιλητή του. Μια παιδεία που θα μάθει τα άτομα πώς να συνεργάζονται αρμονικά για ένα κοινό σκοπό. Μια παιδεία που θα διδάξει τα μέλη της κοινωνίας πώς να συμβιβάζουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Και τέλος, μια παιδεία που θα θεμελιώσει το σεβασμό στην ισονομία και στη Δικαιοσύνη.
Ατυχώς, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ασχολείται καθόλου με τις θεμελιώδεις αυτές πρακτικές. Ο κάθε Υπουργός Παιδείας παρουσιάζει μόνο “μεταρρυθμίσεις” καθαρά τεχνικού χαρακτήρα και όχι ουσίας όπως όσα προαναφέρθηκαν. Και όλες αυτές οι “μεταρρυθμίσεις” αποτυγχάνουν επειδή δεν έχουν τα απαραίτητα θεμέλια. Και τα θεμέλια αυτά τίθενται μόνο στο Νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό Σχολείο από κατάλληλους δασκάλους και όχι τις παραμονές των εισαγωγικών εξετάσεων για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τότε είναι πλέον πολύ αργά γιατί οι εσφαλμένες νοοτροπίες και πρακτικές έχουν ήδη εμπεδωθεί.
Στη χώρα μας, κάθε προσπάθεια κοινωνικού διαλόγου ναυαγεί ακριβώς γιατί δεν έχουμε μάθει από μικροί να κάνουμε διάλογο. Κατά βάθος, δεν πιστεύουμε στο διάλογο: δεν μας ενδιαφέρει η διαφορετική γνώμη ή το πρόβλημα του άλλου. Άρα, είμαστε ανίκανοι να διαμορφώσουμε μια ισορροπημένη και δίκαιη κοινωνία. Δείτε τους δήθεν διαλόγους στα τηλεοπτικά παράθυρα: πρόκειται συνήθως για άθροισμα μονολόγων που δεν συναντιούνται ποτέ. Έχει κανείς ακούσει δύο “συνομιλητές ” να παραδέχονται ο ένας τη γνώμη του άλλου οσάκις αυτή βασίζεται σε ισχυρότερα επιχειρήματα; Ή μήπως τότε αντιδρά με υπεκφυγές και με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς; Και πόσο συχνά ακούμε την ομολογία: «Δεν γνωρίζω αρκετά καλά το θέμα, θα το μελετήσω και θα σας πώ»; Απλά, όλοι έχουν ατεκμηρίωτη άποψη επί παντός επιστητού και το «δεν γνωρίζω» αποτελεί όνειδος για όποιον το εκφέρει.
Οι Έλληνες είναι ένας ζωηρός και ανήσυχος λαός που οδηγήθηκε σε λήθαργο, αναρχία και παραισθήσεις κατά την τελευταία τριακονταετία. Είναι βέβαιο ότι εάν ενημερωθεί σωστά, εμψυχωθεί και αναλάβει την τύχη του με όραμα, με τρόπο σοβαρό και συστηματικό και με βάση το διάλογο μπορεί και πάλι να δημιουργήσει. Οι μυριάδες των Ελλήνων που διαπρέπουν σε άλλα περιβάλλοντα αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο. Αρκετές από τις βασικές προϋποθέσεις υπάρχουν: Υπέροχος τόπος και κλίμα, καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, ψυχή και απίθανη γεωγραφική θέση. Λείπουν όμως η εμπιστοσύνη, ένα μικρό και ευέλικτο κράτος, η σύγχρονη νοοτροπία, η μακροπρόθεσμη σκέψη και η καλή διοίκηση.
Όσο για την ηγεσία που θα κληθεί να οδηγήσει τη χώρα, αυτή δεν συνίσταται κατ’ ανάγκη σε ένα χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν διαφαίνεται προς το παρόν στον ορίζοντα. Καλό θα ήταν βέβαια σ’ αυτή την περίοδο κρίσης να υπήρχε και να ήταν και πραγματικός πατριώτης . Όμως, η τύχη ενός έθνους δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται αποκλειστικά από μία και μόνο προσωπικότητα και όταν αυτή απουσιάζει να περιμένουμε άπραγοι την εμφάνισή της . Χώρες ανάλογου μεγέθους όπως η Ελβετία, η Ολλανδία και η Φινλανδία προχωρούν μια χαρά και χωρίς χαρισματικούς ηγέτες. Αλλά και μικρότερες, όπως η Κύπρος και το Λουξεμβούργο. Όμως εκεί λειτουργούν το κράτος, οι θεσμοί και οι νόμοι ερήμην των κομμάτων. Η Ιταλία άλλαζε στο παρελθόν κυβερνήσεις συχνότερα από εμάς αλλά και εκεί οι μηχανισμοί εργάζονται εύρυθμα από μόνοι τους. Όλες αυτές οι κοινωνίες γνωρίζουν πώς να αυτοδιοικούνται.
Χρειαζόμαστε λοιπόν σταθερούς θεσμούς που να τους σεβόμαστε και ένα απλούστερο, ακομμάτιστο και αποτελεσματικότερο κράτος, χωρίς το οποίο ούτε ο ικανότερος ηγέτης δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Χρειαζόμαστε κατάλληλη παιδεία, που θα περιλαμβάνει και ριζικό επαναπροσδιορισμό της αποστολής της κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας. Χρειαζόμαστε και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Επειδή όμως αυτά απαιτούν πολύ χρόνο για να σχεδιαστούν, να συζητηθούν και να ευδοκιμήσουν και οι ανάγκες της χώρας μας είναι άμεσες και πιεστικές θα πρέπει να ασκηθεί από τους πολίτες πίεση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συστήσει άμεσα υπό την αιγίδα του μια Ομάδα μη κομματικών προσωπικοτήτων με συμμετοχή και εκπροσώπου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ώστε, παράλληλα με την άμεση διαχείριση της κρίσης, να προτείνει τις βάσεις για τη μεγάλη αλλαγή στο Κράτος, στην Παιδεία και στη Δικαιοσύνη. Επειδή η ομοφωνία των κομμάτων, ακόμη και σε περιόδους εθνικής κρίσης, δεν συνάδει με την παράδοσή μας, άς διαχωριστούν τουλάχιστον οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι (διαχείριση της κρίσης) από τους μεσοπρόθεσμους (κρατικός μηχανισμός, παιδεία, δικαιοσύνη) και οι τελευταίοι ας αντιμετωπισθούν σθεναρά με βάση τις προτάσεις της Ομάδας Προσωπικοτήτων, που θα τεθούν σε ευρύ δημόσιο διάλογο πρωτού καταλήξουν σε υποχρεωτική εφαρμογή από τις επερχόμενες Κυβερνήσεις.
Ό,τι όμως και άν συμβεί, ένα είναι το βέβαιο: ότι χωρίς ριζική αλλαγή στην επικρατούσα νοοτροπία και χωρίς συνεχή και ουσιαστικό διάλογο τίποτα δεν θα πάει προς το καλύτερο. Και τα κλειδιά εδώ είναι η Παιδεία και το καλό παράδειγμα από τις κάθε είδους ηγεσίες του τόπου, που πρέπει επιτέλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους έναντι του Έθνους.
dimitris.kazis@gmail.com
Ο κ. Δημήτρης Αρ. Κάζης, είναι τ. Ερευνητής του ΚΕΠΕ-ΤΟ ΒΗΜΑ
Εδώ και τρείς δεκαετίες, η ελληνική οικονομία και κοινωνία υφίστανται μια συνεχή υποβάθμιση. Γυρνάμε ήδη σε ένα φαύλο κύκλο που μας βυθίζει όλο και περισσότερο χωρίς να κατορθώνουμε να ξεφύγουμε. Οι σχετικά “νοικοκυρεμένες” μεταπολεμικές πρακτικές, που διήρκεσαν μέχρι την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, έδωσαν βαθμιαία τη θέση τους σε ένα κλιμακούμενο λαϊκίστικο “ξεσάλωμα” βασισμένο σε επιδοτήσεις και δανεικά, με την εγκατάλειψη οποιουδήποτε οράματος για τη χώρα, με έξαρση του ατομισμού και της απληστείας, με έκπτωση των αξιών και των θεσμών και άμβλυνση της εσωτερικότητας, με αθρόους διορισμούς στο δημόσιο χώρο και εγκατάλειψη της παραγωγής και της δημιουργικότητας, με ισχυρή κομματικοποίηση του κράτους και με διαρκή αύξηση της κατανάλωσης και της επίδειξης.
Τριάντα χρόνια μετά την ένταξη δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει ως λαός άν θέλουμε πράγματι να
ανήκουμε ισότιμα στην Ε.Ε., με όποιους κανόνες αυτό συνεπάγεται. Απ’ αρχής, η ένταξή μας στην ΕΟΚ αντιμετωπίστηκε από την ελληνική κοινωνία και την ηγεσία της ως εάν η Ελλάδα διορίστηκε σε μόνιμη θέση στην ΕΟΚ (περίπου ως Έλλην Δημόσιος Υπάλληλος). Θεωρήσαμε λοιπόν ότι εφεξής η Ε.Ε. θα προστάτευε και θα προικοδοτούσε την πατρίδα μας εξαιτίας της ένδοξης ιστορίας της και της μεγάλης συνεισφοράς της κλασσικής αρχαιότητας στη διαμόρφωση του σύγχρονου Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες πολίτες “δικαιωματικά” θα εξομοίωναν το επίπεδο ζωής τους με εκείνο των Δυτικοευρωπαίων χωρίς να χρειάζεται να εκσυγχρονιστούν ριζικά και οι ίδιοι. Ούτε ήταν απαραίτητο πλέον να σκεφθούν για το μέλλον της χώρας τους αφού αυτή εντάχθηκε σε μια ευρύτερη “οικογένεια”, η οποία θα φρόντιζε στοργικά και θα συγχωρούσε το παιδί της, ακόμα και αν αυτό έκανε “αταξίες”. Αυτά πιστεύαμε... Και οι εκάστοτε κυβερνώντες έσερναν το χορό (δίνοντας το καλό παράδειγμα), υποθάλποντας την κερδοσκοπία , αμνηστεύοντας τους βουλευτές με κατάλληλους νόμους, χρεώνοντας τη χώρα, επιτρέποντας τον ασύστολο τραπεζικό δανεισμό και “σπρώχνοντας” διακριτικά όλα τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο τόπος για τον επόμενο γύρο. Έτσι, η χώρα βάδιζε σταθερά προς τη χρεωκοπία και τα προβλήματα σωρεύονταν αντί να επιλύονται. Και τώρα μας πνίγουν όλα μαζί. Πανικός που φέρνει την αναρχία. Και ο πανικόβλητος είναι επιρρεπής στο ξεπούλημα... Και τα αρπακτικά καραδοκούν....
Στο διάστημα αυτό, οι προσπάθειες σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν από τα οράματα και τη δημιουργικότητα προς την απορρόφηση (διάβαζε “οικειοποίηση” ) των κοινοτικών ενισχύσεων. Και το 2002, με διάφορα λογιστικά τεχνάσματα, μπήκαμε με τη φουστανέλλα σε μια Λέσχη πλουσίων, χωρίς ούτε και τώρα να προσαρμόσουμε κατάλληλα τη νοοτροπία, τις πρακτικές και τις απαιτήσεις μας και να ακολουθήσουμε τους απαραίτητους αναπτυξιακούς και δημοσιονομικούς κανόνες ώστε να επιβιώσουμε μέσα σ’ αυτή τη Λέσχη. Αντίθετα, έχουμε τώρα μια κατακερματισμένη κοινωνία προνομιούχων και κορόϊδων, νομοταγών και φοροφυγάδων, στην οποία ουδείς εμπιστεύεται κανέναν και για κανένα θέμα. Και το κόστος της κρίσης καλούνται και πάλι να επωμισθούν κυρίως όσοι πλήρωναν ανέκαθεν τους φόρους τους, δεν δανείστηκαν υπέρογκα και δεν παρασύρθηκαν σε υπερφύαλες επιδείξεις δήθεν ευμάρειας. Βασικά το κύριο βάρος καλείται να το φέρει η μεσαία εισοδηματική τάξη, η οποία και πάλι συμπιέζεται.
Πολλοί ισχυρίζονται πως οι Έλληνες του ιδιωτικού τομέα εργάζονται σήμερα σκληρότερα από το μέσο Ευρωπαίο. Αυτό είναι ίσως αληθές. Αλλά η εργασία αυτή γίνεται χωρίς μεσοπρόθεσμους ορίζοντες, χωρίς σύστημα και συνέπεια και μέσα σε ένα περιβάλλον χαώδες και εχθρικό που (με επικεφαλής το αδιάφορο, ανοργάνωτο, άσχετο, διεφθαρμένο και πανάκριβο Ελληνικό Κράτος) αντιστρατεύεται κάθε δημιουργική προσπάθεια και κάθε έννοια αξιοκρατίας. Οι συναλλασόμενοι επιβραβεύονται και οι ικανοί αποθαρρύνονται ή μπαίνουν στο “ψυγείο” ή και διώκονται. Έτσι, ο μόχθος δεν αποδίδει αποτελέσματα ωφέλιμα για το σύνολο της οικονομίας και της κοινωνίας. Οι νέοι απογοητεύονται και στρέφονται στην επιβίωση (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) ή και στη φυγή. Και, στα πλαίσια της γενικότερης απαισιοδοξίας αλλά και της οικονομικής ανέχειας, η υπογεννητικότητα εν μέσω παγκόσμιας πληθυσμιακής έκρηξης (το μέγιστο αυτό πρόβλημα του Ελληνισμού, που όλοι ανεξαιρέτως οι πολιτικοί αποφεύγουν επιμελώς να αντιμετωπίσουν) αναμένεται να επιδεινωθεί.
Η δυσαρέσκεια της κοινωνίας διογκώνεται καθημερινά εν μέσω αμφισβήτησης της αξιοπιστίας αλλά και των πολιτικών και τεχνικών ικανοτήτων όσων διαχειρίζονται την κρίση. Οι ταγοί του Έθνους, αντί να δίνουν αυτοί πρώτοι το παράδειγμα της λιτότητας με το να απεμπολήσουν διάφορα οικονομικά προνόμια που επιφυλάσσουν στον εαυτό τους αλλά και στο προσωπικό της Βουλής , δρούν σαν να μη τους αγγίζουν προσωπικά οι στερήσεις στις οποίες υποβάλλουν οι ίδιοι τον ελληνικό λαό . Τα ισχυρά συνδικάτα των προνομιούχων του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ (και όχι μόνο) κάνουν το πάν για τη διατήρηση των προνομίων τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Εξαγγέλλονται μέτρα ως «τελειωτικά» που αντικαθίστανται με σκληρότερα μετά από λίγο. Αρκετά από τα μέτρα αυτά είναι και αντικρουόμενα και κάποια οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση της φοροδιαφυγής. Το κράτος έχει ατονήσει. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης φλυαρούν με τρόπο που δημιουργεί έναν διάχυτο πανικό, ο οποίος καταλήγει στο “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”. Έτσι, αποσύρονται οι καταθέσεις και ένα μέρος τους αποστέλλεται στο εξωτερικό για “φύλαξη” με αποτέλεσμα να μένουν οι τράπεζες από ρευστό και να επικαλούνται την κρατική στήριξη, δηλαδή μεγαλύτερη φορολογία. Και με την υπογραφή της συνθήκης “Δουβλίνο ΙΙ” γίναμε η κύρια χώρα σταυλισμού λαθρομεταναστών στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, παρουσιάζουμε μια εικόνα παρακμής και κοινωνικοοικονομικής διάλυσης. Κατά τα άλλα απορούμε γιατί δεν μας εμπιστεύονται και γιατί τα spreads των ελληνικών ομολόγων έχουν εκτοξευθεί στα ύψη...
Ατυχώς, η κρίση στην οποία περιήλθαμε έχει μακρύ δρόμο και θα χρειαστούν δεκαετίες για να προσγειωθούμε στη νέα πραγματικότητα και να μπούν νέες βάσεις, πρωτίστως στη νοοτροπία και την οικονομία. Αντί όμως η ελληνική κοινωνία να έχει δραστηριοποιηθεί συντεταγμένα ως παραγωγικό μελίσι, έχει αντίθετα αδρανοποιηθεί κατά τα τελευταία τρία χρόνια περιμένοντας την καταιγίδα της υποβάθμισης και της ανεργίας με γκρίνιες και με σταυρωμένα τα χέρια ως αμέτοχος παρατηρητής των επερχομένων δεινών. Νέοι με προσόντα, για τα οποία πολλά δαπανήθηκαν τόσο σε οικογενειακό όσο και σε κρατικό επίπεδο, αναζητούν ήδη απασχόληση στο εξωτερικό: αυτοί που θάπρεπε τώρα να αξιοποιούνται δραστήρια στη χώρα μας για να μας βγάλουν μια ώρα αρχύτερα από την κρίση. Φαίνεται πως η Ελλάδα είναι η χώρα της ΕΕ με το λιγότερο αξιοποιημένο ανθρώπινο δυναμικό.
2. Ηγεσία και Παιδεία
Είναι φανερό ότι απουσιάζει παντελώς μια δυνατή και αξιόπιστη ηγεσία που θα δράσει ως καταλύτης: Να πεί όλη την αλήθεια στον ελληνικό λαό, να κάτσει “κάθε κατεργάρη στον πάγκο του”, να καταργήσει τα προνόμια της Βουλής, να συγκρουσθεί με τις συντεχνίες που καταδυναστεύουν επί δεκαετίες τον τόπο, να δώσει ένα όραμα στο λαό και με το παράδειγμα και τις ενέργειές της να αποκαταστήσει την αξιοπιστία και την αξιοκρατία και να καθοδηγήσει τον κόσμο σε μια προσπάθεια ώστε να ξεπεράσουμε τη φοβερή αυτή κρίση πάνω σε πιό στέρεα κοινωνικοοικονομικά θεμέλια. Πού όμως θα βρεθεί αυτός ο καταλύτης; Και ποιά είναι τα θεμέλια όπου θα στηριχθεί η “αναγέννηση” αυτής της χώρας;
Λέγεται συχνά ότι, σε καθεστώς Δημοκρατίας, η ηγεσία μιας χώρας είναι ο καθρέπτης της κοινωνίας της. Και αυτό διότι η ψήφος δίνεται με βάση τις προσδοκίες του εκλογικού σώματος. Όταν λοιπόν η μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων απαιτεί ρουσφέτια και διορισμούς (εν μέσω μιας κοινωνίας όπου ο καθένας έχει την τάση να παρακάμπτει τους θεσμούς όταν αυτοί δεν τον βολεύουν) με αυτά ακριβώς θα ασχολούνται αναγκαστικά και οι πολιτευτές.
Ιδού λοιπόν ο φαύλος κύκλος. Άν θέλουμε όμως να ξεφύγουμε από αυτή τη φαυλότητα μόνο ένας τρόπος υπάρχει: “ΚΑΤAΛΛΗΛΗ ΠΑΙΔΕΙΑ”! Να συνειδητοποιήσει δηλαδή ο καθένας μας ότι η περιφρόνηση των θεσμών και των νόμων μπορεί μεν να βολεύει συγκυριακά κάποιους αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί το χάος που μας ταλανίζει ως κοινωνία (ή ως μή κοινωνία, έτσι που την καταντήσαμε).
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια παιδεία που θα διδάξει επί τέλους τους Έλληνες τι θα πεί ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Μια παιδεία που θα πείσει ότι αληθινός πατριώτης είναι όποιος προτάσσει το συμφέρον του τόπου. Μια παιδεία που θα καταδικάζει στη συνείδηση του καθενός τον ψεύτη και τον κλέφτη και θα εξοστρακίζει όποια ηγεσία ή πολίτη ακολουθεί τέτοιες πρακτικές. Μια παιδεία που θα απαιτεί τη διαφάνεια περί τα κοινά επί ποινή καταφρόνησης όσων αποκρύπτουν ή διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Μια παιδεία που θα καλλιεργήσει την πεποίθηση ότι ο Δημόσιος λειτουργός διορίζεται και πληρώνεται για να υπηρετεί τον πολίτη και όχι για να τον καταδυναστεύει. Μια παιδεία δημοκρατική που θα διδάσκει σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας αλλά και στον πλησίον και στις όποιες αιτιολογημένες πεποιθήσεις του. Μια παιδεία που θα μάθει τον πολίτη να τεκμηριώνει με σοβαρότητα τη γνώμη του και να ακούει με ενδιαφέρον τη γνώμη του συνομιλητή του. Μια παιδεία που θα μάθει τα άτομα πώς να συνεργάζονται αρμονικά για ένα κοινό σκοπό. Μια παιδεία που θα διδάξει τα μέλη της κοινωνίας πώς να συμβιβάζουν αντικρουόμενα συμφέροντα. Και τέλος, μια παιδεία που θα θεμελιώσει το σεβασμό στην ισονομία και στη Δικαιοσύνη.
Ατυχώς, το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ασχολείται καθόλου με τις θεμελιώδεις αυτές πρακτικές. Ο κάθε Υπουργός Παιδείας παρουσιάζει μόνο “μεταρρυθμίσεις” καθαρά τεχνικού χαρακτήρα και όχι ουσίας όπως όσα προαναφέρθηκαν. Και όλες αυτές οι “μεταρρυθμίσεις” αποτυγχάνουν επειδή δεν έχουν τα απαραίτητα θεμέλια. Και τα θεμέλια αυτά τίθενται μόνο στο Νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό Σχολείο από κατάλληλους δασκάλους και όχι τις παραμονές των εισαγωγικών εξετάσεων για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Τότε είναι πλέον πολύ αργά γιατί οι εσφαλμένες νοοτροπίες και πρακτικές έχουν ήδη εμπεδωθεί.
Στη χώρα μας, κάθε προσπάθεια κοινωνικού διαλόγου ναυαγεί ακριβώς γιατί δεν έχουμε μάθει από μικροί να κάνουμε διάλογο. Κατά βάθος, δεν πιστεύουμε στο διάλογο: δεν μας ενδιαφέρει η διαφορετική γνώμη ή το πρόβλημα του άλλου. Άρα, είμαστε ανίκανοι να διαμορφώσουμε μια ισορροπημένη και δίκαιη κοινωνία. Δείτε τους δήθεν διαλόγους στα τηλεοπτικά παράθυρα: πρόκειται συνήθως για άθροισμα μονολόγων που δεν συναντιούνται ποτέ. Έχει κανείς ακούσει δύο “συνομιλητές ” να παραδέχονται ο ένας τη γνώμη του άλλου οσάκις αυτή βασίζεται σε ισχυρότερα επιχειρήματα; Ή μήπως τότε αντιδρά με υπεκφυγές και με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς; Και πόσο συχνά ακούμε την ομολογία: «Δεν γνωρίζω αρκετά καλά το θέμα, θα το μελετήσω και θα σας πώ»; Απλά, όλοι έχουν ατεκμηρίωτη άποψη επί παντός επιστητού και το «δεν γνωρίζω» αποτελεί όνειδος για όποιον το εκφέρει.
Οι Έλληνες είναι ένας ζωηρός και ανήσυχος λαός που οδηγήθηκε σε λήθαργο, αναρχία και παραισθήσεις κατά την τελευταία τριακονταετία. Είναι βέβαιο ότι εάν ενημερωθεί σωστά, εμψυχωθεί και αναλάβει την τύχη του με όραμα, με τρόπο σοβαρό και συστηματικό και με βάση το διάλογο μπορεί και πάλι να δημιουργήσει. Οι μυριάδες των Ελλήνων που διαπρέπουν σε άλλα περιβάλλοντα αποτελούν αδιάψευστο τεκμήριο. Αρκετές από τις βασικές προϋποθέσεις υπάρχουν: Υπέροχος τόπος και κλίμα, καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, ψυχή και απίθανη γεωγραφική θέση. Λείπουν όμως η εμπιστοσύνη, ένα μικρό και ευέλικτο κράτος, η σύγχρονη νοοτροπία, η μακροπρόθεσμη σκέψη και η καλή διοίκηση.
Όσο για την ηγεσία που θα κληθεί να οδηγήσει τη χώρα, αυτή δεν συνίσταται κατ’ ανάγκη σε ένα χαρισματικό ηγέτη, ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν διαφαίνεται προς το παρόν στον ορίζοντα. Καλό θα ήταν βέβαια σ’ αυτή την περίοδο κρίσης να υπήρχε και να ήταν και πραγματικός πατριώτης . Όμως, η τύχη ενός έθνους δεν είναι δυνατόν να εξαρτάται αποκλειστικά από μία και μόνο προσωπικότητα και όταν αυτή απουσιάζει να περιμένουμε άπραγοι την εμφάνισή της . Χώρες ανάλογου μεγέθους όπως η Ελβετία, η Ολλανδία και η Φινλανδία προχωρούν μια χαρά και χωρίς χαρισματικούς ηγέτες. Αλλά και μικρότερες, όπως η Κύπρος και το Λουξεμβούργο. Όμως εκεί λειτουργούν το κράτος, οι θεσμοί και οι νόμοι ερήμην των κομμάτων. Η Ιταλία άλλαζε στο παρελθόν κυβερνήσεις συχνότερα από εμάς αλλά και εκεί οι μηχανισμοί εργάζονται εύρυθμα από μόνοι τους. Όλες αυτές οι κοινωνίες γνωρίζουν πώς να αυτοδιοικούνται.
Χρειαζόμαστε λοιπόν σταθερούς θεσμούς που να τους σεβόμαστε και ένα απλούστερο, ακομμάτιστο και αποτελεσματικότερο κράτος, χωρίς το οποίο ούτε ο ικανότερος ηγέτης δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Χρειαζόμαστε κατάλληλη παιδεία, που θα περιλαμβάνει και ριζικό επαναπροσδιορισμό της αποστολής της κάθε εκπαιδευτικής βαθμίδας. Χρειαζόμαστε και ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Επειδή όμως αυτά απαιτούν πολύ χρόνο για να σχεδιαστούν, να συζητηθούν και να ευδοκιμήσουν και οι ανάγκες της χώρας μας είναι άμεσες και πιεστικές θα πρέπει να ασκηθεί από τους πολίτες πίεση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συστήσει άμεσα υπό την αιγίδα του μια Ομάδα μη κομματικών προσωπικοτήτων με συμμετοχή και εκπροσώπου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ώστε, παράλληλα με την άμεση διαχείριση της κρίσης, να προτείνει τις βάσεις για τη μεγάλη αλλαγή στο Κράτος, στην Παιδεία και στη Δικαιοσύνη. Επειδή η ομοφωνία των κομμάτων, ακόμη και σε περιόδους εθνικής κρίσης, δεν συνάδει με την παράδοσή μας, άς διαχωριστούν τουλάχιστον οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι (διαχείριση της κρίσης) από τους μεσοπρόθεσμους (κρατικός μηχανισμός, παιδεία, δικαιοσύνη) και οι τελευταίοι ας αντιμετωπισθούν σθεναρά με βάση τις προτάσεις της Ομάδας Προσωπικοτήτων, που θα τεθούν σε ευρύ δημόσιο διάλογο πρωτού καταλήξουν σε υποχρεωτική εφαρμογή από τις επερχόμενες Κυβερνήσεις.
Ό,τι όμως και άν συμβεί, ένα είναι το βέβαιο: ότι χωρίς ριζική αλλαγή στην επικρατούσα νοοτροπία και χωρίς συνεχή και ουσιαστικό διάλογο τίποτα δεν θα πάει προς το καλύτερο. Και τα κλειδιά εδώ είναι η Παιδεία και το καλό παράδειγμα από τις κάθε είδους ηγεσίες του τόπου, που πρέπει επιτέλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους έναντι του Έθνους.
dimitris.kazis@gmail.com
Ο κ. Δημήτρης Αρ. Κάζης, είναι τ. Ερευνητής του ΚΕΠΕ-ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου