του Πάσχου Μανδραβέλη από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Ενα από τα βαθιά ερωτήματα που απασχόλησαν τον Ελληνισμό, πριν από την έλευση της λαοσωτηρίου, ήταν «εντάξει! Και πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα;». Σ’ αυτό δεν υπήρχε απάντηση, αφού ένα δύσκολο παρόν δεν μπορούσε να συγκριθεί με ένα φανταστικό μέλλον. Χρειάστηκε η προθανάτια εμπειρία της χώρας το 2015 για να καταλάβουμε –έστω οι περισσότεροι εξ ημών– τη διαφορά μεταξύ κρίσης και καταστροφής, μεταξύ ασθένειας και αυτοκτονίας.
Υπήρχε κι ένα δεύτερο βαθύ ερώτημα πριν από το 2015: «Γιατί, οι άλλοι είναι καλύτεροι;». Και σε αυτό το ερώτημα δεν υπήρχε απάντηση, διότι οι «άλλοι» ήταν πραγματικοί· δηλαδή είχαν κυβερνήσει. Οι νυν κέρδιζαν από τα αποδυτήρια, αφού είχαν το πλεονέκτημα των φανταστικών προθέσεων, αυτό που λέγεται «ηθικό πλεονέκτημα». Επρεπε να έρθει λοιπόν η «πρώτη φορά Αριστερά» για να καταλάβουμε –έστω οι περισσότεροι εξ ημών- ότι και σ’ αυτόν τον τομέα τα πράγματα μπορούν να γίνουν χειρότερα.
Το τελευταίο ερώτημα είχε μια επιπλέον δομική δυσκολία. Επειδή είναι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο κ. Κώστας Καραμανλής ή ο κ. Γιώργος Παπανδρέου ήταν «καλύτεροι άνθρωποι» ή πιο «ηθικά άτομα» από τον κ. Αλέξη Τσίπρα. Ξέρουμε όμως ότι ο πρώτος απέπεμψε τον υπουργό του κ. Σάββα Τσιτουρίδη διότι φρόντισε να μετεγγραφεί παρατύπως ο γιος του από το Πανεπιστήμιο Κρήτης στην Αθήνα (22.9.2004) και ο δεύτερος απέπεμψε τον υφυπουργό του κ. Ντίνο Ρόβλια «μετά από δημοσιεύματα που εμφανίζουν το πολιτικό του γραφείο να ασχολείται με αιτήματα μεταθέσεων αστυνομικών και στρατιωτικών» (15.12.2009). Τώρα έχουμε κορυφαίους πρώην υπουργούς να ανταλλάσσουν καταγγελίες περί χρηματισμού μέσα στο υπουργικό συμβούλιο, έχουμε έναν περίεργο τύπο που κυκλοφορούσε στο Μαξίμου και είναι μπλεγμένος σε διάφορες δυσώδεις ιστορίες, είχαμε παλιότερα ξένα βοσκοτόπια που έγιναν εγγυητικά κεφάλαια για την απόκτηση τηλεοπτικής άδειας, έχουμε τους μισούς υπουργούς να διορίζουν τα ανίψια και τις θυγατέρες των άλλων μισών (και το αντίστροφο), και όχι μόνο δεν παραιτείται κάποιος, αλλά ούτε εξηγεί.
Δεν υπάρχει πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης που θα κρατούσε υπουργό καταδικασθέντα για εξύβριση νεκρού, έναν άνθρωπο που με τουλάχιστον 38 νεκρούς στη βάρδιά του θα δήλωνε «δεν είναι και καμιά καταστροφή, μην τρελαθούμε τώρα». Ολοι οι προηγούμενοι θα τον έδιωχναν. Οχι
γιατί ήταν καλύτεροι ή χειρότεροι άνθρωποι, πιο ηθικοί ή πιο ανήθικοι, αλλά επειδή η πολιτική είναι εκπαιδευτική διαδικασία. Στατιστικώς οι 38 νεκροί σε σύνολο 10 εκατομμυρίων ανθρώπων δεν είναι καταστροφή, ούτε καν οι 120 στις βάρδιες της κ. Δούρου. Ομως κάθε νεκρός είναι ανυπολόγιστη καταστροφή κι αυτό έπρεπε να το ξέρουν οι κυβερνώντες, αντί να διδάσκουν την αμετροέπεια...
Ενα από τα βαθιά ερωτήματα που απασχόλησαν τον Ελληνισμό, πριν από την έλευση της λαοσωτηρίου, ήταν «εντάξει! Και πόσο χειρότερα μπορούν να γίνουν τα πράγματα;». Σ’ αυτό δεν υπήρχε απάντηση, αφού ένα δύσκολο παρόν δεν μπορούσε να συγκριθεί με ένα φανταστικό μέλλον. Χρειάστηκε η προθανάτια εμπειρία της χώρας το 2015 για να καταλάβουμε –έστω οι περισσότεροι εξ ημών– τη διαφορά μεταξύ κρίσης και καταστροφής, μεταξύ ασθένειας και αυτοκτονίας.
Υπήρχε κι ένα δεύτερο βαθύ ερώτημα πριν από το 2015: «Γιατί, οι άλλοι είναι καλύτεροι;». Και σε αυτό το ερώτημα δεν υπήρχε απάντηση, διότι οι «άλλοι» ήταν πραγματικοί· δηλαδή είχαν κυβερνήσει. Οι νυν κέρδιζαν από τα αποδυτήρια, αφού είχαν το πλεονέκτημα των φανταστικών προθέσεων, αυτό που λέγεται «ηθικό πλεονέκτημα». Επρεπε να έρθει λοιπόν η «πρώτη φορά Αριστερά» για να καταλάβουμε –έστω οι περισσότεροι εξ ημών- ότι και σ’ αυτόν τον τομέα τα πράγματα μπορούν να γίνουν χειρότερα.
Το τελευταίο ερώτημα είχε μια επιπλέον δομική δυσκολία. Επειδή είναι άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο κ. Κώστας Καραμανλής ή ο κ. Γιώργος Παπανδρέου ήταν «καλύτεροι άνθρωποι» ή πιο «ηθικά άτομα» από τον κ. Αλέξη Τσίπρα. Ξέρουμε όμως ότι ο πρώτος απέπεμψε τον υπουργό του κ. Σάββα Τσιτουρίδη διότι φρόντισε να μετεγγραφεί παρατύπως ο γιος του από το Πανεπιστήμιο Κρήτης στην Αθήνα (22.9.2004) και ο δεύτερος απέπεμψε τον υφυπουργό του κ. Ντίνο Ρόβλια «μετά από δημοσιεύματα που εμφανίζουν το πολιτικό του γραφείο να ασχολείται με αιτήματα μεταθέσεων αστυνομικών και στρατιωτικών» (15.12.2009). Τώρα έχουμε κορυφαίους πρώην υπουργούς να ανταλλάσσουν καταγγελίες περί χρηματισμού μέσα στο υπουργικό συμβούλιο, έχουμε έναν περίεργο τύπο που κυκλοφορούσε στο Μαξίμου και είναι μπλεγμένος σε διάφορες δυσώδεις ιστορίες, είχαμε παλιότερα ξένα βοσκοτόπια που έγιναν εγγυητικά κεφάλαια για την απόκτηση τηλεοπτικής άδειας, έχουμε τους μισούς υπουργούς να διορίζουν τα ανίψια και τις θυγατέρες των άλλων μισών (και το αντίστροφο), και όχι μόνο δεν παραιτείται κάποιος, αλλά ούτε εξηγεί.
Δεν υπάρχει πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης που θα κρατούσε υπουργό καταδικασθέντα για εξύβριση νεκρού, έναν άνθρωπο που με τουλάχιστον 38 νεκρούς στη βάρδιά του θα δήλωνε «δεν είναι και καμιά καταστροφή, μην τρελαθούμε τώρα». Ολοι οι προηγούμενοι θα τον έδιωχναν. Οχι
γιατί ήταν καλύτεροι ή χειρότεροι άνθρωποι, πιο ηθικοί ή πιο ανήθικοι, αλλά επειδή η πολιτική είναι εκπαιδευτική διαδικασία. Στατιστικώς οι 38 νεκροί σε σύνολο 10 εκατομμυρίων ανθρώπων δεν είναι καταστροφή, ούτε καν οι 120 στις βάρδιες της κ. Δούρου. Ομως κάθε νεκρός είναι ανυπολόγιστη καταστροφή κι αυτό έπρεπε να το ξέρουν οι κυβερνώντες, αντί να διδάσκουν την αμετροέπεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου