Του Στάθη Ν. Καλύβα -καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
Μπορεί το φάσμα της άτακτης χρεοκοπίας να έχει
προς το παρόν απομακρυνθεί και η οικονομία να έπιασε επιτέλους πάτο,
όμως παρά τη διάρκεια και το βάθος της κρίσης, η συμμετοχή μας στο
ευρωπαϊκό νόμισμα, που θέτει και το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
κινείται η οικονομία, δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο πραγματικής
συζήτησης. Βέβαια, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είχε γίνει πριν καν
προσχωρήσουμε στην ΟΝΕ – και ως συζήτηση δεν εννοώ τη συνηθισμένη
επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο πλαίσιο μιας στείρας
αντιπαράθεσης και αμοιβαίας απαξίωσης. Μια τέτοια συζήτηση θα οδηγούσε
στον προσδιορισμό των παραμέτρων της βέλτιστης επιλογής ανάμεσα στις δύο
αυτές νομισματικές εναλλακτικές.
Γιατί όμως να μπούμε σε μια τέτοια
κουβέντα τώρα που η καταιγίδα έχει καταλαγιάσει; Διότι ως κοινωνία
πρέπει ναέχουμε σαφή επίγνωση του τι ακριβώς προϋποθέτει και συνεπάγεται μια τόσο σημαντική επιλογή. Επειδή το θέμα είναι σύνθετο, θα επιχειρήσω να το απλοποιήσω, συμπυκνώνοντας το νομισματικό μας μέλλον σε τέσσερις υποθετικές μελλοντικές εκδοχές: από τη μία η θετική και η αρνητική εκδοχή του ευρώ και από την άλλη η θετική και η αρνητική εκδοχή της δραχμής.
Η θετική εκδοχή του ευρώ είναι αυτό που οι περισσότεροι Ελληνες θα επιθυμούσαμε: κάτω από την πίεση της σκληρής πραγματικότητας, η Ελλάδα μετατρέπεται σε μια σύγχρονη ανταγωνιστική οικονομία με εξωστρέφεια και χρηστή δημόσια διοίκηση, που επιτυγχάνει τη γενικότερη ευημερία. Η αρνητική εκδοχή του ευρώ είναι το σήμερα: αποφεύγουμε τις πραγματικές αλλαγές και ασφυκτιούμε μέσα στο τέλμα που δημιουργεί ένα σκληρό νόμισμα φτιαγμένο για άλλου τύπου οικονομίες. Οι νέοι και οι καλύτεροι μεταναστεύουν και η Ελλάδα μετατρέπεται σε γερασμένη επαρχία της Ευρώπης. Η θετική εκδοχή της δραχμής παραπέμπει σε μιαν οικονομική ανάκαμψη μέσω της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα και της γενναίας υποτίμησης που θα ακολουθήσει. Η δραχμή παρέχει ρευστότητα και η υποτίμηση οδηγεί σε ανταγωνιστικότητα. Τέλος, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ υπερπληθωρισμού, υψηλών επιτοκίων και διεθνούς απομόνωσης συνθέτει την αρνητική εκδοχή της δραχμής, παραπέμποντας σε τριτοκοσμικές εικόνες οικονομικής και πολιτικής αστάθειας.
Ουσιαστική συζήτηση για τις τέσσερις αυτές εκδοχές σημαίνει πως αποφεύγουμε την κλασική παγίδα, που είναι η σύγκριση της θετικής εκδοχής του ευρώ με την αρνητική εκδοχή της δραχμής και αντιστρόφως. Αντίθετα, καλούμαστε να αξιολογήσουμε την καθεμία εκδοχή ξεχωριστά, συνυπολογίζοντας όμως τις πιθανότητες που αντιστοιχούν στην πραγματοποίησή τους. Η θετική εκδοχή του ευρώ είναι η ιδανική (εκτός και αν απορριφθεί στο όνομα μη οικονομικών κριτηρίων, π.χ. του εθνικισμού), δεν φαίνεται όμως ιδιαίτερα ρεαλιστική. Προς το παρόν βουλιάζουμε, γιατί αντιστεκόμαστε στην αλλαγή. Από την άλλη, όμως, αν εξετάσουμε την ιστορία του ελληνικού κράτους, θα διαπιστώσουμε πως σε πείσμα των αρνητικών προβλέψεων η Ελλάδα κατάφερε να επιτύχει αρκετά αντίστοιχα (αν όχι πιο φιλόδοξα) άλματα στο παρελθόν. Η αρνητική εκδοχή του ευρώ είναι μια ρεαλιστική (και εννοείται, θλιβερή) προοπτική. Βέβαια, αν είναι να ζήσουμε την παρακμή, είναι πολύ καλύτερα να την υποστούμε μέσα σε μια ισχυρή ομοσπονδία κρατών παρά στην εθνική μας μοναξιά. Η θετική εκδοχή της δραχμής θεωρητικά παρέχει μια βάσιμη ελπίδα, παραπέμποντας στη μεταπολεμική οικονομική ιστορία της χώρας, όταν η ανάπτυξη βασίστηκε κυρίως σε νομισματικές πολιτικές. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως υποτίμηση σημαίνει μεγάλη πτώση του βιοτικού επιπέδου, έστω και αν δεν είναι εξίσου ορατή με το κόστος της εσωτερικής υποτίμησης. Επιπλέον, η μεταπολιτευτική πραγματικότητα δείχνει πως οι συνεχείς υποτιμήσεις είχαν τελικά μικρό έως και ανύπαρκτο αντίκρισμα ως προς την ανταγωνιστικότητα και πως η Ελλάδα δεν διαθέτει σημαντικές πηγές εξαγώγιμου πλούτου σε περίπτωση που τα πράγματα πάνε άσχημα. Οσο για την αρνητική εκδοχή της δραχμής, δεν μπορώ να φανταστώ ποιος δεν θα τη θεωρούσε απόλυτα εφιαλτική.
Αν θεωρήσουμε ορθά τα δεδομένα που μόλις περιέγραψα, η επιλογή της δραχμής μπορεί να προκριθεί μόνον αν συγκρίνουμε τη θετική της εκδοχή με την αρνητική εκδοχή του ευρώ. Αν όμως λάβουμε υπόψη το ρίσκο υλοποίησης της αρνητικής εκδοχής της δραχμής, τότε θα καταλήξουμε αναγκαστικά στο ευρώ, αφού η αρνητική εκδοχή του ευρώ υπερτερεί της αρνητικής εκδοχής της δραχμής. Με άλλα λόγια, η επιλογή του ευρώ υπερέχει όχι τόσο στο όνομα της μεγιστοποίησης του οφέλους, αλλά περισσότερο λόγω της ελαχιστοποίησης του κόστους.
Δύο πράγματα προκύπτουν. Το πρώτο είναι πως, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν διαθέτουμε οδό διαφυγής: είναι σαφές πως επιλέγοντας την επιστροφή στη δραχμή αναλαμβάνουμε το ρίσκο μιας τεράστιας καταστροφής. Το δεύτερο είναι πως σε καμιά περίπτωση η παραμονή στο ευρώ δεν αποτελεί πανάκεια ή εγγύηση ευημερίας. Το αντίθετο: ο κίνδυνος να πληρώσουμε ακριβά ένα σκληρό νόμισμα είναι μεγάλος. Τα περιθώριά μας, με άλλα λόγια, είναι πολύ περιορισμένα και ουσιαστικά συμπυκνώνονται στη φυγή προς τα εμπρός. Μόνο προσαρμόζοντας την οικονομία και τη διοίκησή μας στις επιταγές του ευρωπαϊκού νομίσματος, μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα αύριο καλύτερο από το σήμερα. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει. Αν το συνειδητοποιήσουμε, θα έχουμε κάνει ένα πολύ μεγάλο βήμα.
http://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου