Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Συζητούμε σήμερα το επικαιροποιημένο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής του 2013 - 2016.
Στο νέο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο αποτυπώνεται
το δημοσιονομικό όφελος που προκύπτει από τις πρόσφατες αποφάσεις των
θεσμικών οργάνων της Ε.Ε., να μειώσουν ακόμη περισσότερο τα επιτόκια
με τα οποία δανείστηκε η χώρα από το πρόγραμμα της επαναγοράς του
χρέους αλλά και την απόδοση στη χώρα μας των κερδών από τη
διακράτηση ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς
και από τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες.
Όπως τονίζεται στην εισηγητική έκθεση,
στην επικαιροποίηση αυτή δεν ενσωματώνονται νεότερες εκτιμήσεις για τα
μακροοικονομικά μεγέθη. Έτσι εκτιμήσεις για τα φορολογικά και τα
ασφαλιστικά έσοδα που επηρεάζονται καθοριστικά από την πορεία της
ανάπτυξης και της απασχόλησης δεν έχουν αναθεωρηθεί ως προς αυτή την
παράμετρο.
Κάνω αυτή την επισήμανση γιατί, κατά τη
διάρκεια της προηγούμενης διετίας, η βαθύτερη ύφεση σε σχέση με τις
εκτιμήσεις ευθυνόταν τις περισσότερες φορές για τις αποκλίσεις στα
φορολογικά και τα ασφαλιστικά έσοδα.
Γι' αυτό εκτιμώ ότι είναι πολύ σημαντικό
να λαμβάνονται υπόψη όλες οι νεότερες εκτιμήσεις για τα μακροοικονομικά
μεγέθη και να ενεργοποιούνται άμεσα οι ελεγκτικοί μηχανισμοί όταν
παρατηρούνται υστερήσεις έναντι των στόχων.
Η περιορισμένη ρευστότητα στην αγορά σε
συνδυασμό με τις υφεσιακές συνέπειες του εμπροσθοβαρούς προγράμματος,
που είχε ως αποτέλεσμα τα μέτρα της διετίας 2013 - 2014 να υιοθετηθούν
στο μεγαλύτερο μέρος τους από το 2013, καθιστούν δυσκολότερη την
επίτευξη των στόχων.
Μεταξύ των παραγόντων που επιδρούν
αρνητικά προς την επίτευξη των στόχων είναι και η παρατηρούμενη, λόγω
των συνθηκών, άμβλυνση της φορολογικής συνείδησης.
Επισημαίνεται ότι στους πίνακες που έχουν
κατατεθεί δεν περιλαμβάνονται οι πιθανές δημοσιονομικές συνέπειες από
την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι μπορεί να
υπάρξει μια αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, όπως αυτό μετριέται
από τη Eurostat, τα έτη κατά τα οποία θα καταβληθούν τα ποσά στις
τράπεζες.
Τις τελευταίες ημέρες γίνεται μια συζήτηση που για πολλούς μπορεί να φαίνεται ότι έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα.
Eκτιμώ ότι είναι η πιο σημαντική συζήτηση που διεξάγεται δημόσια.
Αναφέρομαι στη συζήτηση για τον υφεσιακό χαρακτήρα του προγράμματος.
Μια συζήτηση που αποδεικνύει πόσο
καθοριστικό είναι να επιστρέψει η οικονομία μας σε θετικούς ρυθμούς
ανάπτυξης αλλά θέτει βέβαια και ζητήματα που σχετίζονται με το
παραγωγικό πρότυπο της χώρας.
Ένα παραγωγικό πρότυπο που θα επιτρέψει την ευνοϊκότερη επανένταξη της ελληνικής οικονομίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να
αποκτήσει η οικονομία τη δυνατότητα να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας,
ώστε να επιστρέψουν σε δουλειές όσοι σήμερα είναι άνεργοι ή να
βελτιωθουν τα εισοδήματα των εργαζομένων. Θεωρώ ότι η χώρα δεν έχει
περιθώρια να αφήσει την ανεργία που έχει φτάσει πλέον στο 1.300.000
ανέργους να αυξηθεί και άλλο. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη την ανεργία των
νέων που αγγίζει το 60%.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής έχει υφεσιακό χαρακτήρα.
Απαντώ ότι, κάθε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επιβραδύνει την ανάπτυξη ή βαθαίνει την ύφεση.
Το ελληνικό όμως πρόγραμμα είχε και μια ιδιαιτερότητα.
Άρχισε να εφαρμόζεται σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία ήταν ήδη σε ύφεση από το 2008.
Από τη διεθνή εμπειρία προκύπτει ότι η
πιθανότητα μια δημοσιονομική προσαρμογή που ξεκινά με ύφεση να την
βαθύνει ή να την προεκτείνει είναι διπλάσια από την πιθανότητα μια
δημοσιονομική προσαρμογή που δρομολογείται σε φάση ανάκαμψης να οδηγήσει
σε ύφεση.
Αυτό εξηγεί και το ζήτημα της αποτελεσματικότητας των μέτρων που τίθεται πολλές φορές στη δημόσια συζήτηση.
Υποστηρίζεται δηλαδή από πολλούς βουλευτές
– πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ το ακούω και από βουλευτές της Ν.Δ.- ότι το
πρόγραμμα πέτυχε μικρό μέχρι σήμερα δημοσιονομικό όφελος, έναντι μεγάλου
οικονομικού και κοινωνικού κόστους, παραγνωρίζοντας βέβαια ότι είναι
ένα πρόγραμμα που εφαρμόστηκε σε μια οικονομία η οποία ήδη ήταν σε
ύφεση.
Εάν λοιπόν κάποιος θέλει να κάνει
αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων θα πρέπει να κάνει
συγκρίσεις με ανάλογες εμπειρίες, δηλαδή, ποια ήταν η αποτελεσματικότητα
προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν σε χώρες οι
οποίες ήταν και αυτές σε ύφεση όταν ξεκίνησε η εφαρμογή αυτού του
προγράμματος.
Αξιολογώντας πάντως την προσαρμογή ο Peter
Bofinger -διαβάζω από το βιβλίο του «Επιστροφή στο μάρκο»- λέει τα εξής
και αναφέρομαι στην αξιολόγηση που κάνει για το πρόγραμμα
δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδος: «Καμία χώρα δεν παρουσίασε τόσο
μεγάλη επιτυχία στη δημοσιονομική εξυγίανση, όσο η Ελλάδα.»
Και συνεχίζει: « Ενώ το πραγματικό δημόσιο
έλλειμμα περιορίστηκε από το 2009 ως και το 2012 κατά 8,6 ποσοστιαίες
μονάδες το κυκλικά διορθωμένο έλλειμμα βελτιώθηκε πολύ περισσότερο κατά
14 ποσοστιαίες μονάδες.».
Αυτό και μόνο δείχνει ότι στη διετία 2010 -
2011 εξουδετερώθηκε στο σύνολό του το διαρθρωτικό έλλειμμα το οποίο
είχε αποτυπωθεί στα μεγέθη του 2009.
Πριν από τις εκλογές, όταν πλέον ήταν
αποδεκτό ότι είχαμε διανύσει τα 2/3 του δρόμου της δημοσιονομικής
προσαρμογής, η κυβέρνηση έθεσε το ζήτημα της επιμήκυνσης του
προγράμματος και πέτυχε να υιοθετηθεί η ρήτρα ύφεσης.
Στο δεύτερο πρόγραμμα υπήρχε πλέον η ρήτρα
ύφεσης, η οποία χάρη στις διαπραγματεύσεις τις οποίες έκανε τότε η
κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου, δίνει στην Ελλάδα το δικαίωμα να μεταθέσουμε
χρονικά την επίτευξη του στόχου.
Βέβαια, αυτό το οποίο θα έπρεπε να
διεκδικήσει η χώρα δεν είναι η επιμήκυνση ως προς την επίτευξη του
δημοσιονομικού στόχου αλλά η ισομερής κατανομή των μέτρων σε βάθος
τετραετίας.
Αυτό δεν έγινε αποδεκτό από τους πιστωτές
μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης εθνικής ανάγκης κατά τη διάρκεια των
διαπραγματεύσεων.
Αντίθετα, ζητήθηκε από την Ελλάδα να
συνεχίσει την προκυκλική πολιτική ακολουθώντας ένα ιδιαίτερο
εμπροσθοβαρές πρόγραμμα που, όπως ανέφερα, μετέθεσε το μεγαλύτερο μέρος
των βαρών της διετίας 2013- 2014 στο έτος 2013.
Τους κινδύνους της προκυκλικής πολιτικής, επισημαίνει ο Bofinger:
«Με αυτήν ακριβώς την πολιτική έφερε στις
αρχές της δεκαετίας του 1930 ο τότε καγκελάριος του Ράιχ, Χάινριχ
Μπρούνιγκ, την οικονομική και κατόπιν πολιτική κατάρρευση της Ευρώπης.».
Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα, γιατί τέθηκε σε εφαρμογή αυτή η προκυκλική δημοσιονομική προσαρμογή;
Γιατί δεν ακολουθήθηκε η παραδοσιακή
κεϋνσιανή στρατηγική της αύξησης των δημοσίων δαπανών που θα οδηγούσε
ίσως σε ανάσχεση της προϋπάρχουσας ύφεσης;
Πρόταση που φαίνεται να υποστήριξε και ο
Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσίπρας, κατά την πρόσφατη ομιλία του στο
Πανεπιστήμιο Κολούμπια στις ΗΠΑ.
Υπενθυμίζω ότι ο κ. Τσίπρας επικρότησε την
πολιτική του Προέδρου Ομπάμα, να αυξήσει τα ελλείμματα για να
αντιδράσει στην κρίση του 2008.
Ο Ομπάμα δεν είναι αριστερός, ούτε
γνωρίζει ότι επικροτεί τις απόψεις του ο κ. Τσίπρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν
καταλαβαίνω γιατί θεωρεί ότι αυτή είναι αριστερή πολιτική όταν
εφαρμόζεται στη Μέκκα του καπιταλισμού.
Απλώς εφάρμοσε αυτή την πολιτική γιατί αυτό ήταν το μάθημα που διδαχθήκαμε από την κρίση την 1929.
Σε συνθήκες ύφεσης η δημόσια δαπάνη
αναπληρώνει τις απώλειες στη ζήτηση και αυτό έκανε με την πολιτική που
ακολούθησε από το 2008 και μετά.
H χώρα μας, έχοντας ένα
τεράστιο έλλειμμα και ένα τεράστιο χρέος, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας
κερδοσκοπικής επίθεσης και στερήθηκε της δυνατότητας άντλησης κεφαλαίων
από τις αγορές για να κάνει δημοσιονομικές παρεμβάσεις, οι οποίες πάντως
το 2009 όταν έγιναν, δεν πέτυχαν να αποδώσουν σε όρους ανάσχεσης της
ύφεσης.
Οι κυβερνήσεις στο παρελθόν, εννοώ πριν το
ξέσπασμα της κρίσης το 2008 – 2009, δεν φρόντισαν να συγκρατήσουν στην
Ελλάδα τα ελλείμματα και το χρέος, όσο η οικονομία ήταν σε θετικούς
ρυθμούς ανάπτυξης.
Όταν λοιπόν ξέσπασε η διεθνής κρίση ήταν πολύ αργά και η οικονομία μπήκε σχεδόν αμέσως σε ύφεση.
Από τη στιγμή που η χώρα προσέφυγε στο
μηχανισμό, ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα προκυκλικής
δημοσιονομικής προσαρμογής με βάση και τα ποσά που ήταν διατεθειμένοι
να προσφέρουν οι θεσμικοί δανειστές.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται σήμερα,
είναι εάν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις για να αντιμετωπίσουμε το
πρόβλημα της Ελλάδος, έτσι ώστε να επιταχύνουμε τη διαδικασία εξόδου από
την κρίση και την ύφεση.
Πιστεύω ότι το πρόβλημα της Ελλάδος
σχετίζονταν και σχετίζεται κυρίως με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που
άρχισε να διαμορφώνεται από την ημέρα που η χώρα εντάχθηκε στην ΟΝΕ.
Αυτό σε συνδυασμό με την ύφεση του 2008
και τη δημοσιονομική κατάρρευση του 2009, διαμόρφωσε συνθήκες πολλαπλής
κρίσης στη χώρα μας.
Η αντιμετώπιση της κρίσης θα μπορούσε να
γίνει με μικρότερο κόστος για τους πολίτες σε όρους ανεργίας και μείωσης
των εισοδημάτων, εάν η λύση που προκρίθηκε, δεν απόρρεε από τη λογική
της “συναίνεσης του Βερολίνου” που ιδεοληπτικά έβλεπε τις κρίσεις στις
χώρες της ευρωζώνης ως μια κρίση χρέους.
Εάν δηλαδή, η ΕΚΤ αναλάμβανε έγκαιρα
ευθύνες που τελικά δέχθηκε αργότερα να αναλάβει, όπως το πρόγραμμα
αγοράς ομολόγων χωρών της ευρωζώνης στη δευτερογενή αγορά και εάν
έδειχνε αποφασιστικότητα για την ουσιαστικη στήριξη του τραπεζικού
συστήματος των χωρών αυτών.
Αυτό δεν έγινε και τα αποτελέσματα τουλάχιστον σε ότι αφορά το βάθεμα της ύφεσης τα γνωρίζουμε.
Τώρα υπάρχει μια ευκαιρία σε ευρωπαϊκό
επίπεδο να επανεξετασθούν πολλά ζητήματα του προγράμματος που
σχετίζονται με την αναπτυξιακή στρατηγική.
Για παράδειγμα, ενώ κατά τον ΟΟΣΑ η χώρα
μας υπήρξε πρωτοπόρος στην τελευταία διετία στις διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις, αυτές τελικά, δεν οδήγησαν σε ανάσχεση της ύφεσης. Αυτό
γιατί;
Διότι οι διαρθρωτικές αλλαγές σε μια οικονομία για να παράξουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, θέλουν χρόνο για να δουλέψουν.
Επομένως, δεν μπορεί όλη η στρατηγική της
ανάπτυξης να επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στην υλοποίηση ορισμένων
διαρθρωτικών αλλαγών. Αυτές θα αποδώσουν αλλά σε βάθος χρόνου.
Επίσης, η αντίληψη ότι οι παρεμβάσεις
όπως η μείωση του κατώτατου μισθού, η μείωση γενικότερα των μισθών στη
χώρα, δεν λύνει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας.
Θα επικαλεστώ εδώ δύο παραδείγματα. Ο
κατώτατος μισθός στην Ισπανία είναι χαμηλότερος σε σχέση με τον κατώτατο
μισθό στην Ελλάδα.
Αυτό όμως δεν έλυσε το πρόβλημα της Ισπανίας, ούτε ως προς την ανεργία, ούτε ως προς την ανεργία των νέων.
Αλλά ας πάρουμε και γειτονικές χώρες όπως είναι η Βουλγαρία. Και εκεί οι μισθοί είναι πολύ κατώτεροι σε σχέση με την Ελλάδα.
Μήπως κατάφερε η Βουλγαρία να προσελκύσει
περισσότερες επενδύσεις, έτσι ώστε να λύσει και το πρόβλημα της
ανάπτυξης και ταυτόχρονα το πρόβλημα της απασχόλησης;
Αυτό λοιπόν το οποίο πρέπει να καταγραφεί
και πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι τελικά στην περίπτωση της Ελλάδος
από την εμπειρία προέκυψε ότι ένα μεγάλο μέρος από το όφελος για την
ανταγωνιστικότητα που προέκυψε μέσα από τις μειώσεις των μισθών,
εξουδετερώθηκε τελικά από την ανατίμηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι
των τρίτων νομισμάτων.
Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, θα πρέπει η Ευρώπη να επανεξετάσει τη στρατηγική της ανάπτυξης.
Έτσι θα βοηθηθούν οι χώρες του ευρωπαϊκού
νότου όπως είναι η Ελλάδα, η Πορτογαλία να βγουν από την κρίση. Αυτό θα
βοηθήσει την ίδια την ευρωζώνη, να ξεπεράσει την κρίση που είναι
αποτέλεσμα των αδυναμιών που υπήρχαν στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας
της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου