Του Β. Π. Καραγιάννη
Διαβάζω
διαγωνίως, μη αντέχοντας το απευθείας διάβασμα ή άκουσμά τους, ως εκ της
αφορήτου κοινοτοπίας που τις δέρνει, διάφορες τοποθετήσεις εμφανών του τοπικού
μας είναι, δημοσίων όντων και πολιτικών, επί το πλείστον μικροοργανισμών, περί
των τοπικών, πολιτισμικών μας διαπραγμάτων, κι ένα αίσθημα ήπιας ναυτίας με
περιέχει. («Καλά σου κάνει» θα πει αμέσως ο άξεστος αλλά γνήσιος και κάτω του
μέσου όρου αισθητικής και πνευματικής στάθμης του χώρου μας, συμπολίτης).
Ημουνα
πριν λίγες μέρες στην Κέρκυρα σε ένα μεγάλο, τριήμερο συνέδριο για το Γ. Σεφέρη
(λιτό - ελάχιστα τα έξοδά του και εκ των ενόντων καλυφθέντα- κι απέριττο, πλην
ουσιαστικό με διοργανωτές το λογοτεχνικό περιοδικό «Πόρφυρας», το Μουσείο
Σολωμού, συνεπικουρούμενο σε ομιλητές από το Ιόνιον και το εν Ιωαννίνοις
πανεπιστήμιο, κυρίως) και φυσικά κάποτε γύρισα.
Στις ώρες αργίας του περπατούσα
τους δρόμους της παλαιάς πόλεως μεταξύ των οποίων κι η μεγάλη εμπορική οδός
Ευγενίου Βούλγαρη, ότι ο μέγας αυτός δάσκαλος του Γένους των νεοελλήνων
καταγόταν από εκεί. Από το 1746 έως 1751 διετέλεσε διευθυντής της Σχολής
Κοζάνης. Οταν τον ζήτησαν έφυγε από τη Σχολή Μαρούτζηδων των Ιωαννίνων για να
‘ρθει «στης Κοζάνης τα σοκάκια» (εκεί ο μισθός του ήταν 500 γρόσια εδώ 800).
Μεταγραφές λογίων και διδασκάλων όπως την σήμερον μεταγράφονται οι
ποδοσφαιριστές, οι πολιτικοί καλή τους
(και μας) ώρα, καθώς και οι ανήμποροι «φοιτητές», γόνοι των εχόντων χρήματα
άφθονα, γονέων. Τότε έγραφε πως: «Ουκ αντέσχομεν, αλλά υπεχωρήσαμεν ως αφ’
ίππου επ’ όνου, από της λαμπράς πόλεως των Ιωαννίνων εις την μικράν μεταβάντες
Κοζάνην...» Βλέπουμε πως ο γάιδαρος ήταν και είναι και φιλολόγιον ζώον, το
οποίον εκτός από τη μεγάλη μνήμη είναι σήμερα λίαν αγαπητό στους
κοινοβουλευτικούς μας κύκλους, αφού ο νυν υφυπουργός, ο οποίος ονόμασε τους
βουλευτές της πλειοψηφίας «γομάρια», υφυπουργοποιήθηκε ενδόξως στον οικείο
τομέα γεωργίας, κτηνοτροφίας στην Κυβέρνηση της εθνικής ημών καταθλίψεως.
Επιστρέφοντας
(αφιππεύοντας μεν αλλ’ ονηλάτες) και τηρουμένων μέγιστων αναλογιών έτσι νιώσαμε
κι ημείς όταν από την Κέρκυρα γυρίσαμε στην πόλη μας «με τα σπίτια τα ψηλά».
«Γυρίσαμε·
πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη
μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες...»(Γ.Σ.)
Αλλά
γιατί κάθε φορά όταν επιστρέφεις από μια άλλη πόλη και τόπο, έχεις ένα αίσθημα,
κάτι σαν ντροπή (τις πρώτες μέρες, μετά το ξεπερνάς ως εκ της συνηθείας) για το
τρόπο, τις συνθήκες, τους λόγους, τους δημόσιους ανθρώπους, τις προτεραιότητες,
τις ασημαντότητες, τις ασχήμιες που βιώνεις και είναι και δικές σου τελικά;
Εντάξει,
άλλο Κέρκυρα ως νήσος και πόλη αισθητικά κι άλλο η Κοζάνη των κοζανιτών ως
τόπος. Τα μεγέθη ασύγκριτα. Ομως ως πόλη ζώντων, αλλά και μνήμη τεθνεώτων,
έχουν πεδία σύγκρισης. Πρωτίστως έχουν και οι δύο τμήματα πανεπιστημίου,
πολιτιστικούς θεσμούς, ανθρώπους των γραμμάτων, της τέχνης, βιβλιοθήκες, ωδεία,
φιλαρμονικές, εκκλησίες, γήπεδα, κήπους ταβέρνες, ουζερί (γύρους δεν έχει η
Κέρκυρα) κ.α.
Γιατί
αυτό το αίσθημα ματαιότητας και θλίψης εξ όλων αυτών των συγκρίσεων που
λειτουργούν συντριπτικά σε βάρος μας;
Ο
οικιστικός περίγυρος που μας έλαχε να ζούμε είναι αυτός δεν αλλάζει. Ας το
πάρουμε απόφαση. Δεν θα αποκτήσουμε ποτέ θάλασσα που εκλεπτύνει τις αισθήσεις
των πραγμάτων και των ανθρώπων τα έργα.
Ομως ο επιφανειακός, δημόσιος ανθρωποπερίγυρος δεν είναι κάτι το
οριστικό, το παγιωμένο κι εκ Θεού· απλά μας έγινε σχεδόν μοίρα η μετριότητά
τους και κάτω, και κόλλησε πέτσα λερή στη συνείδησή μας, η οποία σε οδηγεί στην
ψυχική παραίτηση. Κι όλο να τείνει και να είναι αυτό το ίδιο και ανάλλαχτο και
πάντα προς το παρακάτω να κατευθύνεται.
Τα
λυπητερά κι ακατέργαστα άτομα που διαθέτει ο τόπος και ο πολιτισμός του, είναι
αντανάκλαση του ηγετικού του άπαρατ (ωχ, όρος λενινιστικός) που λιμνάζει σαν
έλος, χρόνια και χρόνια στην πόλη.
Ντρέπεσαι
ορισμένως, για το ότι νιώθεις ωραία στους άλλους τόπους και τρόπους, αλλά αν
θέλεις κάνε κι αλλιώς. Το υψηλό και το χαμηλό ως έννοια ηθική αλλά και
πραγματικότητας στοιχείο είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού σε κάθε καλής πίστεως
πολίτη. Το κακό και το άσχημο απορροφάται ασυνείδητα.
Λογαριάζω,
το λοιπόν (έστω και χωρίς τον πανδοχέα ή τον χανιτζή) πως ο κ. δήμαρχος Κοζάνης
και περιχώρων και ο κ. Περιφερειάρχης Κοζάνης και περιπόλεων (κατανοητή η
ανθρώπινη αδυναμία για την επανεκλογή τους, αλλά ολέθρια ως συλλογική, πολιτική
παθογένεια) θα άντεχαν άραγε να διοργανώσουν (με τα βαθυνούστατα επιτελικά,
πνευματικά τους τρίμματα), μια δημόσια συζήτηση για τον εν γένει και εν είδει
τοπικό μας πολιτισμό (κι όχι με τους ευήθεις, τις γελοιότητες κι ελαφρότητες
που ακούγονται στις συνεδριάσεις των συνήθως ημιμαθών συμβούλων και αντίστοιχων
συμβουλίων τους) και πάνω σε τρεις ενδεικτικούς, ας πούμε, πολιτισμικούς
άξονες:
α.
Το είναι και το φαίνεσθαί του
β.
Το άλλοτε κάποιο και το τωρινό του τίποτα
γ.
Το επόμενο που, αλίμονο, δεν έρχεται.
Απάντηση:
-
Οχι φυσικά.
Μέχρι
πότε, λοιπόν, θα περιφέρουν (και θα τους ακολουθούμε εκόντες άκοντες εκ του
λόγου ότι είναι οι επιλεγμένες κι εκλεγμένες μας φλούδες) την ασημαντότητα του
είδους τους, και σ’ αυτόν τον τομέα, ενήδονα αυτάρκεις και πένθιμα υπερσίγουροι
για την αξία τους, και θα κοιμούνται (θα κοιμόμαστε) όπως οι σύντροφοι του
Οδυσσέα στον Αδη, που φάγαν του θεού Ηλιου
τ’ αργά γελάδια με ό,τι τους περίμενε (και μας περιμένει) μετά;
Πεινούσαμε
στης γης την πλάτη
σα
φάγαμε καλά
πέσαμε
εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι
και χορτάτοι.
(Γ.
Σεφέρης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου