Αιδεσιμότατοι, κύριε Δήμαρχε, αξιότιμοι
προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί
συνάδερφοι και συναδέρφισες, αγαπητά μας παιδιά, Πέρασαν ήδη 69
χρόνια, από τότε που η Ελλάδα ανηφόριζε στο δρόμο του μεγαλείου, που έμεινε στη
νεότερη Ιστορία σαν "έπος του ΄40". Ήταν η πιο φωτεινή ώρα των
νεότερων χρόνων, λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την
εγκαθίδρυση της ανοιχτής αντικοινοβουλευτικής δικτατορίας στις 4 Αυγούστου 1936.
Είναι χρέος του ανθρώπου που θέλει να ζήσει
έντιμα, συνειδητά, και υπεύθυνα, να στοχάζεται πάνω στην Ιστορία του Έθνους του
και να προσπαθεί να επισημάνει το νόημα των μεγάλων του επετείων. Και υπάρχουν
επέτειοι που ανασταίνουν μέσα μας ένα πρωτοφανέρωτο μεγαλείο, μια υπερηφάνεια
εθνική γεμάτη πνευματικότητα, γεμάτη σεμνότητα, θα 'λεγα, γιατί είναι επέτειοι όπου αισθάνεσαι
πως το Έθνος σου έκανε το χρέος του.
Σίγουρα μέσα
στην ιστορία υπάρχουν απρόβλεπτα, τυχαία γεγονότα. Και τα απρόβλεπτα γεγονότα
μερικές φορές έγιναν αφορμή για να ξεσπάσουν πόλεμοι. Παρ’ όλα αυτά οι ίδιοι οι
πόλεμοι ποτέ δεν αποτελούν τυχαία γεγονότα. Πάντα είναι το αποτέλεσμα της
νομοτελειακής εξέλιξης των ιστορικά δοσμένων κοινωνικών καθεστώτων. Γι’
αυτό και 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά
το αποτέλεσμα της ανάπτυξης των οικονομικών, πολιτικών, και κοινωνικών δυνάμεων
του παγκόσμιου συστήματος του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ο οποίος μέσα σε 25
χρόνια (1914-1939) έφερε στον κόσμο δύο παγκόσμιες ανθρωποσφαγές. Για ποιο λόγο
έγιναν τόσα εγκλήματα; Μήπως γιατί ο Χίτλερ ήταν παλαβός και λυσσασμένος
μανιακός; Όχι. Τα αίτια βρίσκονται αλλού.
Η ανισόμερη οικονομική ανάπτυξη ανάμεσα στις μεγάλες
δυνάμεις κι ο σκληρός και ασυγκράτητος αγώνας ανάμεσά τους για την κυριαρχία
στην παγκόσμια αγορά και στην παγκόσμια πολιτική αποτελούν τα βασικά αίτια των
σύγχρονων ιμπεριαλιστικών πολέμων. Η κάθε τόσο κατάργηση της ισορροπίας που
υπάρχει ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και η επιθετική φύση του μονοπωλιακού
καπιταλισμού δεν αφήνει περιθώρια για να ξαναμοιράζεται ο κόσμος «ειρηνικά».
Έτσι μπορούμε να πούμε πως τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος
είχαν βασικά κοινά αίτια.
Η Γερμανία, αφού
προηγούμενα υπέταξε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, αφού έβγαλε από τη μέση τον
επικίνδυνο ανταγωνιστή της – τη Γαλλία – απέβλεπε στο πετρέλαιο της Μέσης
Ανατολής, στην πρόσβαση στη Μεσόγειο καθώς και στη συντριβή της Σοβιετικής
Ένωσης. Έτσι θεώρησε ότι οι αγγλοαμερικάνοι θα αποδέχονταν την καινούργια
κατάσταση και θα της αναγνώριζαν τον παγκόσμιο ηγεμονικό ρόλο. Εκείνη θα
έστρεφε την ιστορία της ανθρωπότητας προς τα πίσω, σ’ εκείνη δικαιωματικά θα ανήκαν
και τα μεγαλύτερα κέρδη. Ο ένας λαός
στράφηκε κατά του άλλου, καταλήγοντας πιόνια στο αιματηρό και ολέθριο παιχνίδι
του επερχόμενου πολέμου. Οι λαοί υποτάσσονται στη δύναμη των όπλων και
βασιλεύει το γεωπολιτικό δόγμα της ισχύος.Έτσι δημιουργήθηκε ο γνωστός συνασπισμός της
Γερμανίας, της Ιαπωνίας και της Ιταλίας που αποτέλεσαν το λεγόμενο Άξονα Βερολίνου – Τόκιου – Ρώμης, σκοπός του
οποίου ήταν το ξαναμοίρασμα του κόσμου με βάση τα συμφέροντα των μελών του.
Η χιτλερική Γερμανία θα έπρεπε να συντρίψει τη
Σοβιετική Ένωση ύστερα από σκληρό κι εξαντλητικό γι’ αυτήν πόλεμο που θα την
υποβίβαζε σε δύναμη δεύτερης κατηγορίας. Έτσι μονάχα θα επικρατούσε στον κόσμο
η αγγλοσαξωνική ειρήνη. Έτσι δημιουργείται από την άλλη ο συμμαχικός αντιχιτλερικός συνασπισμός ανάμεσα
στις Η.Π.Α., στην Αγγλία και στη Σοβιετική Ένωση.
Η Ιταλία επιδίωκε πάντα την απόλυτη κυριαρχία της στη
Μεσόγειο. Αυτό όμως σήμαινε ότι όλες οι μικρές μεσογειακές χώρες έπρεπε να
πέσουν στην ιταλική εξάρτηση. Εδώ πρέπει να αναζητηθεί η βασική αιτία της
επιδρομής του Μουσουλίνι στην Αλβανία (Απρίλης 1939) και στην Ελλάδα (Οκτώβρης
1940). Για να το πετύχει αυτό, έπρεπε να εκτοπίσει από το μεσογειακό χώρο την
αγγλογαλλική παρουσία και να αποκλείσει την πιθανή εμφάνιση στη Μεσόγειο της
συμμάχου της Γερμανίας.
Η Ελλάδα στα 1940 δεν ήταν εμπόλεμη χώρα. Ακολουθούσε
πολιτική «ουδετερότητας», τη μοναδική πολιτική που συνέφερε στη Μεγάλη
Βρετανία. Η ελληνική «ουδετερότητα» έδινε τη δυνατότητα στην Αγγλία να αντιμετωπίσει
απερίσπαστη την ιταλική επίθεση στη Βόρειο Αφρική. Όταν το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 ο ιταλός
πρεσβευτής στην Αθήνα, Γκράτσι, έδινε στον Ι. Μεταξά το τελεσίγραφο του
Μουσουλίνι για την κατάκτηση της Ελλάδας από τα στρατεύματά του, ο Έλληνας
δικτάτορας ένιωσε βαθύ τον τρόμο για την περιπέτεια που άρχιζε. Στο ημερολόγιό
του, ο Τσιάνο γράφει: «Ο Γκράτσι έφτασε
από την Αθήνα. Επιβεβαιώνει ότι οι εσωτερικές συνθήκες στη χώρα είναι πολύ
κακές και ότι η αντίσταση είναι «φωτιά από άχυρο», σύμφωνα με αυτά που αναφέρει
ο Μεταξάς. Όταν πήρε τη διακοίνωσή μας, με τα νυχτικά του, στην αρχή θέλησε να
ενδώσει. Η αδιαλλαξία του εκδηλώνεται μονάχα ύστερα από συνομιλία του με τον
βασιλιά και μετά από επέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή».
Ο λαός της Ελλάδας δεν είχε παραφρονήσει. Είχε
ξεσηκωθεί κι άρχιζε ένα σκληρό αγώνα για τη λευτεριά του. Ο λογοτέχνης Γεώργιος
Θεοτοκάς έγραψε τις μέρες εκείνες: «Θα
κάμουμε τον πόλεμο ως το τέλος, ως τις έσχατες συνέπειές του… Δε θα πούμε
εμείς: οτιδήποτε εξόν από τον πόλεμο. Θα πούμε και λέμε ήδη: οτιδήποτε εξόν από τη δουλεία
και την ατιμία». Και όταν ένας λαός παίρνει την απόφαση να πολεμήσει τη
σκλαβιά και την ταπείνωση, τότε τα αντιδραστικά – σάπια καθεστώτα σβήνουν,
γκρεμίζονται. Όποτε οι πόλεμοι συνδέονταν άμεσα με την εθνική απελευθέρωση του
ελληνικού λαού (λόγου χάρη το 1912), ζωντάνευαν οι παραδόσεις των αγωνιστών του
1821. Αντίθετα, όποτε επικρατούσε η ωμή βία της άρχουσας τάξης (όπως στην
περίπτωση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου), κυριαρχούσαν οι αντιδραστικές παραδόσεις
της αντιλαϊκότητας και της ξενοδουλείας.
Ήταν ένα παράδοξο φαινόμενο: Να βαδίζει ένας λαός με
το "χαμόγελο στα χείλη"
στον πόλεμο απέναντι σ' έναν πολύ ισχυρότερο αντίπαλο συγκριτικά άοπλος,
αδύναμος, με ανοιχτά τεράστια κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, χωρίς ίχνος
φόβου, με μια τεράστια θέληση να ταπεινώσει αυτόν που τόλμησε αυτήν τη θανάσιμη
ύβρη και να νικήσει. Αυτό ξεπερνούσε τα σύνορα της λογικής, ήταν μια παράφορη
εκτίναξη στα ύψη της θυσίας και έγινε απ' όλους και όλες, αυθόρμητα και από
ένστικο. Ακόμη και οι
πικραμένες μάνες, οι ορφανές αδελφές, τ’ ανήλικα παιδιά που παραμένουν χωρίς
στήριγμα, πνίγουν τον πόνο τους στη μέθη του πατριωτισμού.
Οι μάχες στο
μέτωπο συνεχίζονται άγριες. Τα νέφη του πολέμου, κόλαση δαντική, τυλίγουν «τους βράχους τους καλόγερους» και τους
εγείρουν από τη σιωπή. Οι Έλληνες αγωνίζονται νικηφόρα. Ο θάνατος, όμως
σπαράσσει τους ανθρώπους. Ο ηρωικός ανθυπολοχαγός, νέος Περσομάχος ή Διγενής
Ακρίτας, σύμβολο και εκφραστής του ήθους της ελληνικής ελευθερίας «κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. /
Αιώνες μαύροι γύρω του / ..κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες / Ακούν
με προσοχή». Έτσι το «γέλιο κάηκε»,
«ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή» «η μία στιγμή παράτησε την άλλη / κι ο
ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο» στενάζει ο Ελύτης. Η συνέχεια
γράφτηκε στα βουνά της Μακεδονίας, στη λεγόμενη Γραμμή Μεταξά. Στις 6 του
Απρίλη 1941 ο γερμανικός στρατός σάρωνε τη Γιουγκοσλαβία και έμπαινε στην
Ελλάδα προσβάλλοντας τις ελληνικές
δυνάμεις στο Ρούπελ.
Εκεί ζωντάνεψε
ο βιβλικός μύθος του Δαυίδ και του Γολιάθ. Οι Γερμανοί σκόνταψαν σε μια
λυσσαλέα αντίσταση που δεν είχαν γνωρίσει ως τότε στην Ευρώπη και έχασαν λίγο
χρόνο για την επίθεσή τους στη Ρωσία, χρόνο που τους κόστισε πολύ γιατί στο
μεταξύ έφτασε ο χειμώνας. Ο κόσμος ολόκληρος ανάσανε. Η ναζιστική Γερμανία δεν
ήταν ανίκητη. Τον πόλεμο θα τον έκριναν, όχι μόνο τα όπλα, αλλά και η ψυχή και
το τίμημα της δημοκρατίας, και της ελευθερίας. Το ελληνικό παράδειγμα έγινε
πρότυπο για μίμηση.Ο αγώνας στα
βουνά της Αλβανίας και στα βόρεια σύνορά μας σταμάτησε με την υπογραφή του
πρωτοκόλλου παράδοσης και διάλυσης του ελληνικού ταχτικού στρατού, από τον
αρχηγό της ελληνικής στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας Γεώργιο Τσολάκογλου στις 20 Απριλίου 1941, τη στιγμή που οι
φαντάροι αντιμετώπιζαν με αποφασιστικότητα τον επιδρομέα. Στον
Τσολάκογλου δίνεται και η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον κατακτητή μετά
την αποχώρηση του βασιλιά στην Κρήτη, αφού αυτός ήταν και ο πρωτεργάτης του
εγκλήματος της 21ης Απριλίου 1941. Έτσι για ένα μήνα περίπου έχουμε δυο
ελληνικές κυβερνήσεις: Η μια η γερμανόδουλη στην Αθήνα και η άλλη η αγγλόδουλη
στην Κρήτη. Δυο χαβάδες για το ίδιο τραγούδι. Μα η Κρήτη στα τέλη του Μάη έπεφτε στα χέρια
του Χίτλερ. Ο βασιλιάς και η κυβέρνησή του φεύγουν στην Αίγυπτο και ολόκληρη η
Ελλάδα βρίσκεται πια στα χέρια της χιτλερικής Γερμανίας και των συμμάχων της,
της φασιστικής Ιταλίας και της φασιστικής Βουλγαρίας.
Το
χιλιοτραγουδισμένο όμως "έπος του ΄40" πυροδότησε την εξίσου
μεγαλειώδη Εθνική Αντίσταση. Χωρίς το έπος της Αλβανίας δεν θα υπήρχε το έπος
της Αντίστασης. Ο λαός ενώθηκε στον πόλεμο. Η δυστυχία, η πείνα, ο θάνατος
ύφαναν μια πρωτόγνωρη αλληλεγγύη, διαμόρφωσαν μια προχωρημένη κοινωνική
συνείδηση. Μέσα σ' αυτό το κλίμα ρίζωσε το εθνικοαπελευθερωτικό μήνυμα του ΕΑΜ με
το ένοπλο τμήμα του τον ΕΛΑΣ που βρήκε τη λαμπρότερη έκφραση στο βιβλιαράκι του
Δημήτρη Γληνού, του λαμπρότερου Έλληνα στοχαστή εκείνου του καιρού: "Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ".Λίγες μέρες
μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα δύο νέοι, ο Μανόλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, εκφράζοντας το
αίσθημα όλων, κατέβασαν από το κοντάρι της Ακρόπολης τη σημαία - σύμβολο του
εχθρού και έστειλαν παντού το μήνυμα:
Η Ελλάδα δεν
έπεσε!
Οι Γερμανοί
κατακτητές άρπαξαν το βιος των Ελλήνων, μας καταδίκασαν σε μια εξοντωτική πείνα
και επέβαλαν παντού τον τρόμο. Είναι δεκάδες χιλιάδες οι νεκροί από την πείνα
και άλλες χιλιάδες οι εκτελεσμένοι, οι νεκροί στα καμένα χωριά και χιλιάδες οι
σταλμένοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπολογίζεται ότι πάνω από 700.000 είναι
τα θύματα της κατοχής, ενώ μνημεία της χιτλερικής θηριωδίας έμειναν τα
Καλάβρυτα, το Δίστομο, τα Ανώγεια, η Καισαριανή, η Κοκκινιά, τα Σέρβια και πολυάριθμες άλλες πόλεις
και χωριά.
Τα Σέρβια και
τα χωριά της γύρω περιοχής πλήρωσαν ακριβά τη συμμετοχή τους στις πρώτες
γραμμές της Αντίστασης.Στις 6 Μαρτίου
1943 καταστρέφονται ολοκληρωτικά από τους Ιταλούς κατακτητές και από μια πόλη
πλούσια, αρχοντική και γεμάτη μορφωμένο και καλλιεργημένο κόσμο, μετατρέπεται
σε μια φτωχή, μικρή και ανύπαρκτη κωμόπολη.Ανάλογη τύχη
είχαν αργότερα και τα χωριά της γύρω
περιοχής από τους γεμάτους μίσος και εκδίκηση Γερμανούς. Η Λάβα, ο Μεταξάς, το
Τριγωνικό, το Πολύραχο, το Παλιογράτσανο, το Μοσχοχώρι, η Καστανιά, το
Λιβαδερό, και το Καταφύγι έγιναν στάχτη.
Το κεφάλαιο
που άνοιξε με το έπος της Πίνδου, και συνεχίστηκε με την Αντίσταση, έχει να μας
πει πολλά όχι μόνο σαν Έλληνες αλλά και σε κάθε άνθρωπο ανεξάρτητα από χρώμα,
έθνος, φυλή ή θρησκεία. Η ελληνική αντίσταση παίρνει οικουμενικές διαστάσεις
και αποκτά ένα ευρύτερο πνευματικό νόημα, αφού αποσκοπεί στο να απελευθερώσει
και να λυτρώσει το υποδουλωμένο στη βία και στην ανάγκη πνεύμα του ανθρώπου.
Ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπου το
πρόβλημα ενός κράτους γίνεται πρόβλημα όλων των κρατών. Κυρίαρχο ρόλο, όπως και
τότε, κατέχει η οικονομία και η πρόοδος στην τεχνολογία και τη γνώση.Η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Μόνο που στις
μέρες μας είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι τα παιδιά στην Αφρική πεθαίνουν
κατά χιλιάδες επειδή δεν έχουν φαγητό ή επειδή πάσχουν από το AIDS, ότι στη
Μέση Ανατολή οι Ισραηλινοί και οι Παλαιστίνιοι αλληλοσκοτώνονται, ότι στο Ιράκ
ο κόσμος προσπαθεί να συνέλθει και να βρει το δρόμο του, ότι στα Βαλκάνια
επικρατεί και πάλι αναταραχή και ότι ένα μεγάλο μέρος της Μεγαλονήσου Κύπρου
βρίσκεται κάτω από παράνομη κατοχή.
Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε; Μπορούμε να οξύνουμε
τη μνήμη μας, να μάθουμε από την ιστορία και τις παραδόσεις του τόπου μας, ώστε
να συνεχίσουμε να διαμορφώνουμε μια κοινή γνώμη, μια νεολαία η οποία θα μπορεί
να εισακούγεται, να μετέχει στις αποφάσεις και να αγωνίζεται. Μια νεολαία που δε θα ασχολείται μόνο με το καινούργιο
κινητό ή με την αγορά ακόμη ενός αυτοκινήτου εκμεταλλευόμενη τα διάφορα μέτρα
απόσυρσης.
Ίσως αναρωτιέται
κανείς: Πόσα κοινά σημεία έχουμε σαν συλλογική ψυχοσύνθεση εμείς οι σημερινοί Έλληνες
με τους Έλληνες του 1940; Πόσα ομόφωνα "ΟΧΙ" θα ήμασταν έτοιμοι να
πούμε σήμερα στις ποικιλόμορφες απειλές που υψώνονται γύρω μας; Μπορεί να
φαίνεται περίεργο, αλλά τα ίδια ερωτήματα, για διαφορετικούς βέβαια λόγους,
υπήρχαν και στην Ελλάδα της εποχής εκείνης.Ο Αλέκος Λιδωρίκης θυμάται: "Μια
νύχτα βροχερή και σκοτεινή , επάνω στην Κλεισούρα, ένα παλικάρι που άκουγε
σκεπτικό τα άλλα παιδιά να τραγουδάνε σιγά-σιγά, κουκουλωμένα μέσα στις κουβέρτες
και στα αντίσκηνά τους, κάποια στιγμή βούρκωσαν τα μάτια του και μου είπε:
-Ξέρεις τι σκέφτομαι; Πως είμαστε μέχρι τώρα, μια γενιά φτωχή, αλογάριαστη και
παρεξηγημένη. Μας έλεγαν ανάξιους των προγόνων μας. Μιλούσαν μόνο γι' αυτούς κι
εμάς τους νέους μας ξεγράφανε, λες κι εμείς δεν είχαμε μέσα στα στήθη μας
φωτιά. Αυτό το άθλιο παραμύθι, αυτή η άθλια συκοφαντία, εδώ πάνω στα βουνά της
Πίνδου, σαρώθηκαν αμείλικτα. Ένα καινούριο '21 - που πάντα ζούσε μέσα μας -
πρόβαλλε εκτυφλωτικό, για να ξεχύσει τις ακτίνες του στα πέρατα του
κόσμου".
Έτσι και σήμερα.
Η Ελλάδα μπορεί να στηρίζεται στα νιάτα της. Είναι η γενιά που τα
προβλήματα, τις αγωνίες αλλά και τους πόθους της τους μετουσιώνει σε αγωνιστική
δράση. Είναι η γενιά που αγωνίζεται
να βρει το δρόμο της μέσα από την αμφισβήτηση, την οικονομική ανέχεια, την
πληρωμένη μόρφωση, την εργασιακή ανασφάλεια. Είναι γενιά του
άρθρου 16 και η γενιά των staze, που
αντιμετωπίζει την απουσία του μέλλοντος, την ώρα που
εμείς οι μεγάλοι τους παρακολουθούμε στην τηλεόραση καθισμένοι στον ευρύχωρο και δερμάτινο καναπέ μας.
Και είναι αυτή η απάντηση που οφείλουμε ως δάσκαλοι,
ως γονείς, ως άνθρωποι που θέλουμε να βλέπουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουν
ειρηνικά και να ζουν για τις χαρές της ζωής και όχι για τις δυστυχίες του
πολέμου. Δε δικαιούμαστε λοιπόν να λησμονούμε αυτούς που με τη θυσία
τους μας έδειξαν το δρόμο της αρετής: Ότι δηλαδή η ζωή έχει νόημα και αξία μόνο
όταν τη ζούμε ελεύθεροι.
Οφείλουμε να συντηρούμε την ιστορική μας μνήμη
αντιστεκόμενοι στη φθορά του χρόνου και τις "Σειρήνες" της
καταναλωτικής εποχής μας, να μελετούμε και να γνωρίζουμε την ιστορία μας, ώστε
να τεκμηριώνουμε τις απαντήσεις μας σ' αυτούς που την αμφισβητούν. Οφείλουμε όχι μόνο με λόγια αλλά κυρίως με πράξεις να
διαφυλάττουμε τις πολύτιμες παρακαταθήκες των παππούδων μας. Να πράττουμε το καθήκον μας προς την πατρίδα και να
υπερασπίζουμε καθημερινά τις ανθρώπινες αξίες βιώνοντας ουσιαστικά τις αρχές
της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ομόνοιας.Σήμερα λοιπόν ας αποδώσουμε έναν ελάχιστο φόρο τιμής στους γονείς
και στους παππούδες μας, στους απλούς, και ανώνυμους, αγωνιστές του ’40, αναλογιζόμενοι
το μέγεθος της προσφοράς τους σε μας τους νεότερους.Ας κρατήσουμε τη θυσία τους σαν ακριβό φυλαχτό βαθιά μέσα
στην καρδιά μας και σαν πολύτιμο μάθημα, που δε βρίσκεται γραμμένο σε κάποιο
βιβλίο αλλά χαραγμένο στη μνήμη μας.