Στις αρχές του χρόνου, η Ελλάδα εξέδωσε ένα δεκαετές ομόλογο με επιτόκιο 0,75%, γεγονός πρωτοφανές στην ελληνική δημοσιονομική ιστορία. Συνιστά μεγάλη επιτυχία δεδομένου ότι πριν από εννέα χρόνια το Ελληνικό Δημόσιο προχώρησε στο «βαθύτερο» κούρεμα χρέους που πέτυχε ποτέ μια χώρα. Πολύ περισσότερο που τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να μη διαθέτουν τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα.
Στο ερώτημα αν οι αγορές έχουν «κοντή» μνήμη, ή γιατί παρέβλεψαν αυτά τα δυο στοιχεία και δανείστηκε το Ελληνικό Δημόσιο τόσο φθηνά, η απάντηση είναι απλή. Αυτό οφείλεται στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την αντιμετώπιση της κρίσης πανδημίας (PEPP), που ανακοίνωσε πέρυσι η κ. Λαγκάρντ, σε συνδυασμό με την απόφαση της ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα αυτό.
Ανάλογες παρεμβάσεις από άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες σε όλον τον κόσμο έχουν συνδιαμορφώσει παγκόσμια ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Το ελληνικό χρέος στο μεγαλύτερο μέρος του διακρατείται από θεσμούς και ένα μικρότερο μέρος του διαπραγματεύεται στις αγορές.
Επιπρόσθετα, η Ελλάδα μέχρι το 2019 είχε υπερπλεονάσματα και ένα σημαντικό αποθεματικό που της επιτρέπει -αν παραστεί ανάγκη- να μείνει εκτός αγορών για ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Σε μια περίοδο, λοιπόν, που πολλές κυβερνήσεις δανείζονται σε βάθος δεκαετίας με αρνητικά επιτόκια -και αυτά φυσικά αντανακλούν την επίδραση της ΕΚΤ- η διάθεση ενός ομολόγου με θετικό επιτόκιο το καθιστά ελκυστικό για αρκετούς επενδυτές που αναζητούν θετικές αποδόσεις για τα κεφάλαιά τους.
Το γεγονός του δανεισμού με επιτόκιο 0,75% προσπάθησε να εκμεταλλευτεί επικοινωνιακά η κυβέρνηση της ΝΔ, λέγοντας ότι υπήρξε το αποτέλεσμα της ενίσχυσης της αξιοπιστίας της χώρας μετά τη νίκη της στις εκλογές του 2019. Μια ταραχή όμως στις αγορές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού οδήγησε, πριν από λίγες ημέρες, σε μαζικές πωλήσεις αμερικανικών και ευρωπαϊκών ομολόγων.
Αφετηρία της ταραχής αυτής υπήρξε η εκτίμηση ότι η δημοσιονομική παρέμβαση ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων της νεοεκλεγείσας αμερικανικής κυβέρνησης θα αυξήσει τον πληθωρισμό. Το αποτέλεσμα των μαζικών πωλήσεων ομολόγων ήταν να αυξηθεί απότομα το κόστος δανεισμού της Ελλάδας και της Ιταλίας.
Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε ερωτηματικά ως προς την πρόθεση της ΕΚΤ να συνεχίσει να διασφαλίζει ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού στην ευρωζώνη. Αυτά έγιναν πιο έντονα όταν δημοσιοποιήθηκαν τα στοιχεία για το πρόγραμμα αγορών της καθώς για κάποιο διάστημα αγόραζε πολύ λιγότερα ομόλογα σε σχέση με αυτά των προηγούμενων εβδομάδων. Στα ερωτήματα αυτά επιχείρησε να απαντήσει η κ. Λαγκάρντ μετά την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει με αυξημένο ρυθμό το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων το οποίο έχει υπόλοιπο προς αγορά 1 τρισ. ευρώ και λήγει τον Μάρτιο του 2022. Η κ. Λαγκάρντ απέφυγε να αναφερθεί σε συγκεκριμένο ποσό, σύμφωνα όμως με εκτιμήσεις αναλυτών η ΕΚΤ θα αγοράζει 75 - 80 δισ. τον μήνα, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν άλλα 20 δις αγορών που αντιστοιχούν στο πρόγραμμα APP που είχε δρομολογηθεί το 2015 από τον κ. Ντράγκι.
Από τη συνέντευξη που δόθηκε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ δεσμεύτηκε για τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης στην ευρωζώνη. Για να τις διασφαλίσει αποφάσισε αυξημένα επίπεδα αγορών, τα οποία όμως θα τα αναθεωρεί βάσει των συνθηκών χωρίς να μεταβάλει το συνολικό πρόγραμμα αγορών. Δεν αποσαφηνίστηκε πόσο ευέλικτα θα κινηθεί η ΕΚΤ αν οι αποδόσεις αυξηθούν ως αποτέλεσμα μιας εξωτερικής διαταραχής, όπως συνέβη πρόσφατα με την αναθεώρηση των προσδοκιών για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, παρά την διάθεση να βοηθηθούν οι χώρες ως προς το κόστος δανεισμού, η ΕΚΤ δεν θα είναι στο διηνεκές δεσμευμένη να προβαίνει σε άμεσες ενέργειες για να συγκρατήσει το κόστος δανεισμού τους, ειδικά αν οι ανοδικές τάσεις στα επιτόκια απορρέουν από θεμελιώδεις λόγους, όπως θα ήταν μια ταχύτερη από το αναμενόμενο αναθέρμανση της ευρωπαϊκής οικονομίας, ή επίμονες πληθωριστικές πιέσεις. Η ρητορική που υιοθετήθηκε στην τελευταία συνεδρίαση της ΕΚΤ και η λύση που επιλέχθηκε εξισορροπεί τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν εδώ και πολύ καιρό στο Διοικητικό της Συμβούλιο ως προς το ζήτημα αυτό.
Το αποτέλεσμα των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ είχαν άμεσο αντίκτυπο στις αγορές. Οι αποδόσεις των ελληνικών και ιταλικών ομολόγων υποχώρησαν αμέσως. Το κόστος δανεισμού της Ελλάδας θα συγκρατηθεί χαμηλά, αλλά όχι για πολύ, ούτε για πάντα. Αυτό υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα μεσολαβήσει κάποια διαταραχή η οποία θα ωθήσει τα επιτόκια προς τα πάνω. Θα αυξηθεί όμως η μεταβλητότητα των επιτοκίων σε σχέση με το παρελθόν.
Τις εξελίξεις αυτές και τους συσχετισμούς στο εσωτερικό του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ ως προς την ακολουθητέα πολιτική θα πρέπει να τις λάβει αυστηρά υπόψη του το υπουργείο Οικονομικών. Μετά από αυτές τις ανακοινώσεις, το υπουργείο Οικονομικών πρέπει να απαντήσει στα παρακάτω ερωτήματα:
Οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ αφήνουν περιθώριο για νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις αν καταστεί αναγκαίο;
Αν ναι, σε τι έκταση, δεδομένου ότι κάποια στιγμή μετά το 2022 θα πρέπει να προχωρήσει σε πρωτογενή πλεονάσματα συμβατά με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες;
Χρειάζεται επανεξέταση και προς ποια κατεύθυνση το πρόγραμμα δανεισμού;
Τέλος, ποιο επίπεδο αποθεματικών θεωρείται ασφαλές για να συγκρατείται χαμηλά το κόστος δανεισμού;
Στον σκοτεινό και απρόβλεπτο κόσμο του Game of Thrones, η χειρότερη στιγμή για κάποιον ήταν όταν οι Λάνιστερς του έστελναν χαιρετίσματα. Ας διαβάσει προσεκτικά ο υπουργός των Οικονομικών το κείμενο της συνέντευξης της κ. Λαγκάρντ, να δει μήπως του έστειλε τα χαιρετίσματά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου