Της Αγγελικής Σπανού, Αthens Voice
Η σύλληψη του ΣΥΡΙΖΑ για σύγκρουση με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες,
προκειμένου να απαλλαγεί η χώρα από τους μνημονιακούς καταναγκασμούς,
αποτελεί παραλλαγή του ευρήματος ΓΑΠ για διαπραγμάτευση με το περίστροφο
πάνω στο τραπέζι. Σε εκείνη την περίπτωση, το περίστροφο ήταν η απειλή
ότι η χώρα θα προσφύγει στο ΔΝΤ, άρα θα κάνει μια φιλοατλαντική επιλογή,
προκαλώντας γεωπολιτικό σεισμό στην ευρωζώνη, και το αποτέλεσμα είναι
αυτό που όλοι γνωρίζουμε, άκρως τραυματικό για την πλειοψηφία της
ελληνικής κοινωνίας.
Μάλιστα, τότε, το 2009-2010 η ευρωζώνη ήταν απολύτως
απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει την κρίση που διαχύθηκε στο Νότο και αν
έσπαγε ένας κρίκος οι επιπτώσεις θα ήταν ανυπολόγιστες για το σύστημα
του κοινού νομίσματος. Εκ των υστέρων, άλλωστε, έγινε επισήμως γνωστό
ότι είχε μετρηθεί ο αντίκτυπος ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου και είχε
σταθμιστεί ότι ήταν απόλυτα προτιμότερη μία πανάκριβη επιχείρηση
διάσωσης από όσο η εγκατάλειψη του ελληνικού σαπιοκάραβου στο έλεος της
καταιγίδας. Οι συνθήκες είναι πλέον διαφορετικές, έχουν γίνει πολλά
βήματα προκειμένου να διαμορφωθεί ένα δίχτυ προστασίας του ευρώ και
εξελίσσονται διεργασίες προς την κατεύθυνση ανάπτυξης ενός πλαισίου
κανόνων και ελέγχου που δεν θα επιτρέπει εκρηκτικές αποκλίσεις και
επομένως κινδύνους για τη σταθερότητα του κοινού νομίσματος.
Η σύλληψη για σύγκρουση με το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες
σε περίπτωση ανάληψης της ευθύνης της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ
στηρίζεται στην πεποίθησή τους ότι η άλλη πλευρά θα φοβηθεί και θα κάνει
πίσω. Ότι, δηλαδή, θα πιστέψουν πως η νέα ελληνική κυβέρνηση της
Αριστεράς το εννοεί και, εάν δεν ικανοποιηθεί, θα ακολουθήσει την
τακτική της «χώρας-καμικάζι» τινάζοντας στον αέρα την ομαλότητα στην
ευρωζώνη. Και αν δεν γίνουν έτσι τα πράγματα; Και αν η άλλη πλευρά
τραβήξει το σκοινί μέχρι να σπάσει;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δίνει καμία απάντηση στην ερώτηση τι θα
συμβεί αν δεν προχωρήσει το καλό σενάριο. Δεν ανοίγει, δηλαδή, τα
χαρτιά του σε σχέση με το τι θα πράξει αν η γερμανική κυβέρνηση
αντιμετωπίσει με απάθεια τις προειδοποιήσεις της ελληνικής πλευράς ότι
θα τα κάνει λίμπα αν δεν ακυρωθούν οι πολιτικές λιτότητας.
Ο λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγει να μιλήσει με
σαφήνεια για το μείζον, που είναι τα όρια της διαπραγμάτευσης με τους
εταίρους, είναι ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει plan b, εκτός από
την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα που αποτελεί εναλλακτική, αλλά μια
καταστροφική εναλλακτική, που θα γυρνούσε τη χώρα πολλές δεκαετίες πίσω ή
και σε μια πραγματικότητα χειρότερη από οποιαδήποτε άλλη. Το μοναδικό
ρεαλιστικό plan b είναι η έξοδος στις αγορές, δηλαδή η δημιουργία των
προϋποθέσεων εκείνων που επιτρέπουν απαλλαγή από τα σωληνάκια του
μηχανισμού στήριξης. Αλλά για να γίνει αυτό, η δημοσιονομική πειθαρχία,
έννοια που δεν περιλαμβάνεται στο οικονομικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι
αναπότρεπτη.
Από όσα έχουν ειπωθεί από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ προκύπτει
ότι αν ο Αλ. Τσίπρας αποκτήσει την ιδιότητα του πρωθυπουργού θα πάει
στην πρώτη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ ή επίσκεψη στο Βερολίνο για να
διαμηνύσει ότι η χώρα εγκαταλείπει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, σε
δημοσιονομικό και διαρθρωτικό επίπεδο, και απαιτεί αναπτυξιακή βοήθεια
με ταυτόχρονη συμφωνία για τη γενναία απομείωση του ελληνικού χρέους
χωρίς όρους. Εάν οι συνομιλητές του δεν ανοιγοκλείσουν πρώτοι τα μάτια,
τότε –με βάση το σενάριο του ΣΥΡΙΖΑ- θα μπορούσε η χώρα να αντέξει για
κάποιους μήνες απομονωμένη από τους δανειστές. Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι
είναι πραγματικό το πρωτογενές πλεόνασμα.
Η αντίφαση είναι προφανής: Ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται αυτό
που αμφισβητεί ως λογιστικό τέχνασμα, το πρωτογενές πλεόνασμα που
διαφημίζει η κυβέρνηση Σαμαρά. Όχι μόνο αυτό, αλλά ξεχνά και πώς παρήχθη
αυτό το πλεόνασμα, με αιματηρές περικοπές, υπεροφορολόγηση, συρρίκνωση
του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, δηλαδή όσο το δυνατόν πιο
περιοριστικές πολιτικές. Ετσι, δεν βγάζει νόημα να στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τη
στρατηγική του σε ένα πλεόνασμα την ύπαρξη του οποίου δεν αναγνωρίζει
ενώ απορρίπτει και τη μέθοδο με την οποία επιτεύχθηκε.
Η ακόμη μεγαλύτερη αντίφαση είναι η πεποίθηση που
εκφράζεται ότι η ΕΚΤ δεν μπορεί να κλείσει τη στρόφιγγα της ρευστότητας
στις τράπεζες γιατί αυτό θα συνεπάγεται συστημικό κίνδυνο για την
ευρωζώνη. Είναι πολύ νωπό το παράδειγμα της Κύπρου, όπου έγινε για πρώτη
φορά bail in με κούρεμα καταθέσεων και αυτό δεν έφερε καμία αναστάτωση
στην ευρωζώνη, ούτε καν μαζική φυγή κεφαλαίων από το Νότο προς το Βορρά,
όπως είχε εκτιμηθεί από πολλούς και σοβαρούς κοινοτικούς παράγοντες.
Τίποτα κακό δεν συνέβη έξω από την Κύπρο, γιατί έχει
προχωρήσει πια μια διαδικασία στεγανοποίησης και γιατί δεν βρισκόμαστε
στην αρχή της κρίσης, όταν τα νερά ήταν αχαρτογράφητα, αλλά σε μια
καμπή, με την Ιρλανδία να έχει ήδη βγει από το μνημόνιο, την Πορτογαλία
να βρίσκεται στην τελική ευθεία και την Κύπρο να πηγαίνει καλύτερα του
αναμενόμενου. Επομένως, η λογική της ειδικής περίπτωσης έχει
ισχυροποιηθεί και μια ειδικού τύπου διαπραγμάτευση με πολύ τσαμπουκά
και λίγα ορθολογικά επιχειρήματα απλώς μπορεί να επιταχύνει μια
δραματική εξέλιξη –γιατί υπάρχει η πολύ σοβαρή περίπτωση η Μέρκελ να
έχει το plan b που δεν έχει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου