Ξεδιπλώνεται
λοιπόν ένα κορυφαίο εθνικό δράμα, με έντονα στοιχεία τραγικής
ειρωνείας. Πράξη πρώτη: η εθνική ήττα. Με τη συμφωνία κουρέματος του
χρέους στις 27 Οκτωβρίου, η χώρα και η Ευρώπη ομολόγησαν επίσημα αυτό
που όλοι έβλεπαν, ότι το δημόσιο χρέος μας δεν ήταν βιώσιμο. Hταν μια
ήττα του οικονομικού και πολιτικού μοντέλου των τελευταίων 30 ετών, που
δημιούργησε αυτό το χρέος και απέτυχε να το τιθασεύσει όταν οι συνθήκες
ακόμα το επέτρεπαν.
Πράξη δεύτερη: η
αίσια έκβαση. Πάνω στην εθνική ήττα χτίστηκε μια ευνοϊκή για την Ελλάδα
συμφωνία, με όλες τις ασάφειες και νομικές περιπλοκές, και παρά το
προβληματικό σκέλος της συμφωνίας που αφορά τον ευρωπαϊκό μηχανισμό
χρέους για τις μεγάλες χώρες (Ιταλία, Ισπανία). Με την απόφαση της 27ης
Οκτωβρίου η χώρα απαλλάσσεται από περίπου 100 δισ. χρέους,
εξασφαλίζοντας τους βασικούς επιδιωκόμενους όρους (αποφυγή «πιστωτικού
γεγονότος», σταθερότητα των τραπεζών και καταθέσεων, στήριξη από ΕΚΤ κ.
λπ.).
Αυτή η ευνοϊκή για μας συμφωνία επιτεύχθηκε με μεγάλες
προσπάθειες και θυσίες. Hταν αποτέλεσμα εφαρμογής ενός οδυνηρού
προγράμματος προσαρμογής, που παρά τις αποτυχίες του είχε και σημαντικές
επιδόσεις, που επέτρεψαν τη συσσώρευση πολιτικού κεφαλαίου ευρωπαϊκής
στήριξης. Oσοι σήμερα ανέξοδα μιλάνε για την αποτυχία αυτής της
πολιτικής, θα πρέπει να σκεφτούν ότι χωρίς το πρόγραμμα αυτό (που μείωσε
το πρωτογενές έλλειμμα και εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις δεκαετιών) η χώρα θα
είχε χρεοκοπήσει άτακτα, και θα είχε επιστρέψει στη δραχμή.
Η
κυβέρνηση του κ. Γ. Παπανδρέου κλήθηκε από την Ιστορία να διαχειριστεί
μια «αδύνατη αποστολή». Σήκωσε ένα ιστορικό βάρος ευθύνης, που καμία
κυβέρνηση και κανένας πρωθυπουργός στο πρόσφατο παρελθόν δεν κλήθηκε
ποτέ να σηκώσει. Γνωρίζοντας ότι η ιστορία, και η κοινωνία, θα ήταν
αμείλικτη μαζί της. Αν η προσπάθεια αποτύγχανε, θα χρεωνόταν την
καταστροφική χρεοκοπία και επιστροφή στη δραχμή. Αν έσωζε τη χώρα,
κρατώντας μας στο ευρώ, προχωρώντας στη δημοσιονομική εξυγίανση,
θέτοντας βάσεις μελλοντικής ανάπτυξης, τότε πάλι η κοινωνία δεν θα της
συγχωρούσε τις θυσίες, την ύφεση, την ανεργία, τη μείωση εισοδήματος.
Πράξη
τρίτη: η τραγωδία. Ο πρωθυπουργός παίρνει την ευνοϊκή για την Ελλάδα
απόφαση της 27ης Οκτωβρίου, που δίνει ανάσα στη χώρα, που την απαλλάσσει
από 4,5 δισ. ετήσιους τόκους, που μας κρατάει στο ευρώ, δίνοντάς μας
ευκαιρία να το παλέψουμε, και να περάσουμε αύριο, με κόπους, από την
κρίση στην ανάπτυξη, σε μια συνεκτικότερη και βιώσιμη αρχιτεκτονική της
Ευρωζώνης. Παίρνει λοιπόν ο πρωθυπουργός αυτή τη συμφωνία, που στο κάτω
κάτω αποτελεί δικό του επίτευγμα, και αντί να την εξηγήσει στον κάθε
Eλληνα, να την υπερασπιστεί στη Βουλή, να υποχρεώσει τα κόμματα να
τοποθετηθούν απέναντί της, να επιταχύνει την υλοποίησή της, την πετάει
στην αρένα. Σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία χωρίς παράδοση
δημοψηφισμάτων, ο πρωθυπουργός ζήτησε από τους Eλληνες, τους
οργισμένους, αγριεμένους, θολωμένους, μπερδεμένους πολίτες αυτής της
χώρας, να πάρουν θέση, «ναι ή όχι», πάνω σε ένα πολύπλοκο νομικό κείμενο
εκατοντάδων σελίδων. Ή (ακόμα χειρότερα) να αποφασίσουν, σε κλίμα
απίστευτης πόλωσης και ανορθολογισμού, για το σημαντικότερο εθνικό
κεκτημένο των τελευταίων 30 ετών, τη συμμετοχή μας στον πυρήνα της
Ευρώπης και στο ευρώ. Το μεγαλύτερο επίτευγμα της πρόσφατης περιόδου και
οι καρποί μιας υπεύθυνης και επώδυνης προσπάθειας δύο ετών, όλα σε μια
ζαριά.
Είναι αλήθεια ότι η δημόσια συζήτηση για την οικονομική
πολιτική και το εθνικό σχέδιο της χώρας μετά την προσφυγή στο Μνημόνιο,
με τεράστια ευθύνη αντιπολίτευσης και ΜΜΕ, υπήρξε αντάξια βαλκανικής
κοινωνίας. Η δημαγωγία και η διαστρέβλωση, η απροθυμία ανάληψης ευθυνών
ήταν ανάλογες του μεγέθους της κρίσης που μας έφερε μέχρι εδώ. Από την
άνοιξη του 2009, κάποιοι επιμένουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να ζωστεί με
εκρηκτικά και να απειλήσει την Ευρώπη. Αλλοι τη μία μέρα καταδίκαζαν την
αναδιάρθρωση και την επομένη κατηγορούσαν ότι 50% κούρεμα είναι πολύ
μικρό. Αλλοι, όπως το ΚΚΕ, δεν έχουν καν τέτοια διλήμματα: η επιστροφή
στη δραχμή τούς θέλγει, ίσως γιατί οι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι άνεργοι
που θα προέκυπταν από την καταβύθιση του εθνικού εισοδήματος είναι υλικό
για την επανάσταση.
Από δίπλα, πολιτευτές, δημοσιογράφοι και
κοινοί αγύρτες, εμποράκοι ψευτοπατριωτισμού, ανέβαζαν τα νούμερα
ακροαματικότητας κατακεραυνώνοντας την «παράδοση» εθνικής κυριαρχίας,
τους «γκαουλάιτερ» των Βρυξελλών και τις «δυνάμεις κατοχής» της τρόικας,
με επιδείξεις ανέξοδων λεονταρισμών. Οι περισσότεροι δεν είχαν τέτοιο
συνειδησιακό πρόβλημα όταν η χώρα καρπωνόταν κοινοτικά κονδύλια,
διαρθρωτικά ταμεία και αγροτικούς πόρους. Αρκετοί από αυτούς διαρρήγνυαν
τα ιμάτιά τους ότι, με το δημοψήφισμα, η επόμενη δόση βρέθηκε στον
αέρα.
Ηταν λοιπόν τοξικό το κλίμα, βαριές οι αναθυμιάσεις της
υποκρισίας. Ο κ. Παπανδρέου είχε μια δικαιολογία. Επιχείρησε με το
δημοψήφισμα να θέσει επιτέλους την αντιπολίτευση και τους συλλογικούς
φορείς ενώπιον των ευθυνών τους. Να πάρουν θέση στα μεγάλα διακυβεύματα
της χώρας, να σταματήσουν να ξεφεύγουν, να δημαγωγούν, να πουλάνε
παραμυθίες στον κόσμο.
Ομως, τι τραγική ειρωνεία: Μέχρι τη μοιραία
πρόταση του δημοψηφίσματος, ο πρωθυπουργός είχε κουβαλήσει με ηρωισμό
στις πλάτες του ένα ασήκωτο πρόγραμμα προσαρμογής για να σωθεί η χώρα.
Το διεθνές του κύρος κατάφερνε για τη χώρα αποτελέσματα πάνω από τον
πήχυ των προσδοκιών. Προσπαθώντας όμως τώρα να «εκβιάσει» μια καθαρή
θέση από το σύνολο της κοινωνίας, ο πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου έκλεισε
έναν κύκλο υπεύθυνης πατριωτικής προσφοράς με μια πρωτόγνωρη πράξη
ανευθυνότητας.
*Ο κ. Γ. Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου