ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΛΟΥΚΑ
(Λκ. ζ΄ 11-16)
«Ἐκεῖνο τὸν καιρό, πήγαινε ὁ Ἰησοῦς στὴν πόλη ποὺ ὀνομαζόταν Ναΐν· μαζί του πήγαιναν καὶ ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πολὺς ὄχλος. Μόλις ὅμως πλησίασε στὴν πύλη τῆς πόλης, ἐκείνη τὴ στιγμὴ μεταφερόταν ἔξω ἕνας νεκρός, ποὺ ἦταν μοναχογιὸς στὴ μάνα του, καὶ αὐτὴ ἦταν χήρα, καὶ πολὺς ὄχλος ἦταν μαζὶ μ᾽ αὐτήν. Καὶ ὅταν τὴν εἶδε ὁ Κύριος, τὴν εὐσπλαγχνίστηκε καὶ τῆς εἶπε· Μὴν κλαῖς. Καὶ ἀφοῦ προχώρησε ἔπιασε τὸ φέρετρο, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ βάσταζαν σταμάτησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, ἐγὼ σοῦ λέγω, σήκω πάνω.