Η ανάγκη που ένιωσα για εκτόνωση αλλά και ο σεβασμός μου πρωτίστως προς τους ανθρώπους της υπαίθρου, τους ξωμαχους γεωργούς και κτηνοτρόφους, ο σεβασμός μου προς όλους τους ανθρώπους της εργασίας (όποιο κι αν είναι το επάγγελμά τους) προς τούς απόμαχους συμπαθεστατους συνταξιούχους, ο ακόμα μεγαλύτερος σεβασμός μου προς τούς άνεργους αλλά και προς εκείνους που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για καλύτερη τύχη εγκαταλείποντας την πατρίδα που πάντα σέρνονταν και σέρνεται ακόμα σε λάθος στράτα ηταν οι λόγοι που γράφτηκε το ποίημα αυτό.
Η συνάντηση με τον τύπο της ιστορίας μας έγινε τυχαία σ' ένα τραπέζι με κοινούς φίλους μας. Με καταγωγή από Αθήνα καλοντυμένος, γραβαταμένος, αρωματισμένος, φάνταζε λες και ήταν από βουλευτής και πάνω. Εγώ καθισμένος ακριβώς δίπλα του μ'ενα τριμμένο τζιν παντελόνι με μία μικρή τρύπα στο γόνατο όχι από μόδα αλλά από τα χρόνια κι ένα απλό ριγέ πουκάμισο σκέφτηκα πως μάλλον λάθος θέση μου έλαχε... Σε λίγο ο τύπος ίσως επηρεασμένος από το ακριβό ουίσκι που έπινε άρχισε να φλυαρεί και να επαίρεται για το ακριβό του ντύσιμο, την χειροποίητη γραβάτα του και τον παχυλό του μισθό (2400 καθαρά το μήνα) και το χειρότερο απ' όλα για το γεγονός ότι έχει να πάει στη δουλειά του πάνω από δύο χρόνια (Αργόμισθος κανονικός)
Τότε παίρνοντας το λόγο του είπα:
<< προφανώς θα αστειεύεσαι γιατί αν είναι αλήθεια τα όσα μας λες πρέπει όλοι μαζί να πάμε να πνιγούμε.... Πώς είναι δυνατόν μία κοινωνία ταλαιπωρημένη και τσακισμένη από τα απανωτά Μνημόνια να ανέχεται ακόμα <<αργόμισθους υψηλόμισθους>>
Φανερά ενοχλημένος από την παρατήρηση μου γυρίζει και με ρωτάει <<εσύ τι δουλειά κάνεις;>> <<κτηνοτρόφος εκ πεποιθήσεως και περήφανος>> του απαντάω και γιατί δεν μου το λες και κάθομαι τόση ώρα να κουβεντιάζω μ' έναν τσοπάνο, έναν παλιόχωριάτη και μονολογώντας συνέχισε <<καλά το είχα καταλάβει εγώ από το ντύσιμό του και από το ότι αντί για ουίσκι πίνει νερό όπως τα πρόβατα του...
Η συνέχεια μεταφέρεται στο ποίημα μου.
Που λέτε ένας Αργόμισθος
και στην κουβέντα απάνω,
με θράσος μ' αποκάλεσε
χωριάτη και Τσομπάνο
Αργόμισθος κανονικός
θα πάρει και<<γαλόνια>>,
έχει νά πάει στη δουλειά
εδώ και κάποια χρόνια...
Να με προσβάλει θέλησε
και να με ταπεινώσει,
μα πήρε την απάντηση
τη φράση πριν τελειώσει
Τσομπάνοι και περήφανοι
ζούμε από τη γη μας,
ζούμε από το μόχθο μας
και την παραγωγή μας
Ακούμε τά μεράκια μας
τι λέει η καρδιά μας,
τα ζώα, τα χωράφια μας
τα έχουμε σαν παιδιά μας
Τη σκέψη μας, τα νύχια μας,
τα 'χουμε ματωμένα
τα χέρια μας απ' τ' άρμεγμα
είναι σημαδεμένα
Γραβάτες δε μας νοιάζουνε,
αρώματα,χωρίστρες
μας νοιάζει να 'χουμε βοσκές
νερό μέσ' τίς ποτίστρες
Δεν ξέρουμε να<<γλύφουμε>>
και να παρακαλάμε,
ξέρουμε να παράγουμε
και να γαλομετράμε
Δουλεύουμε με υπομονή
καθημερνά και πάντα,
από τους μείον είκοσι
μέχρι τους συν σαράντα
Χριστούγεννα και Πασχαλιά
και Καθαροδευτέρα,
και κάθε σχόλη και γιορτή
κάθε χρονιαρα μέρα
Η πιο μεγάλη απολαβή
τρανή δικαίωση μας,
είναι πού τα 'χουμε καλά
με την συνείδηση μας
Προσφέρουμε τα μέγιστα
χαρά μας και τιμή μας,
οι ηθικές αξίες μας
είναι η δύναμη μας
Για πες μας όμως τώρα εσύ
Αργόμισθε κηφήνα
που αν υπήρχε λογική
θα σ' έτρωγε η πείνα
Συνείδηση, φιλότιμο,
παλικαρία δεν έχεις;
Την αδικία που σκορπάς
γύρω σου την αντέχεις;
Φορολογούν τόν άνεργο
μήπως και συμπληρώσουν
τόν παχυλό σου το μισθό
έγκαιρα να πληρώσουν
Βρε ακαμάτη,ακόπιαστε,
που μας πουλάς φοβέρα
πού μας πουλάς πανάκριβο
κοπανιστό αέρα...
Πόσο καιρό τα ρούχα σου
έχεις να τα ιδρώσεις;
Μόνο όταν τρέχεις το μισθό
πρώτος να τόν τσεπώσεις?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου