«Εθελοντές
της κακουχίας» είναι ένα μικρόσωμο (σελ.95) μικρόσχημα βιβλίο (εκδ.
Κέδρος, 1980) του Προκόπη Πανταζή (1923-2008) από τη Λέσβο. Αφηγείται ο
χαμηλότονος σ. τις περιπέτειες μιας ομάδας πολιτών που βγαίνουν
εθελοντές αντάρτες στα βουνά του νησιού τους την περίοδο του Εμφυλίου
για να συναντηθούν με το πεπρωμένο τους (που ήταν φυγείν αδύνατο;).
Μέσα από αφάνταστες περιπέτειες κακουχίες, κρύα, την εφιαλτική πείνα, δίψα, πορείες, κυνηγητά, μάχες, χιόνια, βροχές, κρυψώνες στο τέλος διαλύονται.
"...Πληθύναμε και το ζήτημα της τροφοδοσίας έγινε πιο οξύ. Πήγε αποστολή, έφερε ένα βόδι. Μου ‘πεσε μερίδα για δυό μέρες ένα μάτι. Το έβρασα λίγο μέσα στο κονσερβοκούτι και το έφαγα μεμιάς ωμό κι άψητο».
Για τις ιδέες τους και μόνον. Καταδικασμένοι εξ υπαρχής, εν τούτοις παίρνουν τα όπλα (κάτι σαν μαραμένα πράσα μπροστά στη δύναμη του αντιπάλου).
Συγκινητική άχρι δακρύων αφήγηση.
«...Εθελοντές αφάνταστης κακουχίας, χωρίς την εγκαρδίωση μιας έστω και μικρής νίκης σε μάχη με τον εχθρό, περνούσαμε τη δοκιμασία αυτή παλεύοντας τον κατατρεγμό και κρατώντας στα βάθη του είναι μας αναμμένη τη φλογίτσα, που τόσες κακοκαιρίες πάσχιζαν να τη σβήσουν...»
Μου θυμίζουν, τηρουμένων των αναλογιών (μεγάλων) τους υποψηφίους των μικρόσωμων κομμάτων σήμερα που μη ελπίζοντες τίποτα (αυτοί, όχι τα κόμματά τους) στρατεύονται στον εκλογικό αγώνα, εθελοντές ρομαντικοί στους πολιτικούς τους χώρους που γυροφέρνουν την μονάδα προτίμησης, γνωρίζοντας πως θα είναι οι εντελώς ηττημένοι. Από πάνω τους θα περάσουν οι οδοστρωτήρες κάθε εκλογικού καιρού και συγκυρίας γεμάτοι έπαρση κι αλαζονεία. Εν τούτοις επιμένουν και υπομένουν τις όποιες κακουχίες (όχι βέβαια σαν των ανταρτών του βιβλίου) της επιλογής τους. Τους αξίζει μια προσοχή από τη μικρή καθημερινή μας ιστορία κι όχι απαραίτητα ο έπαινος του Δήμου και των σοφιστών αφού η συντριπτική, δικομματική συνήθως, πλειοψηφία άγεται και φέρεται αγεληδόν.
Στο τέλος στο σπαρακτικό σε λιτότητα βιβλίο γίνεται μια διανομή τροφής στους κατατρεγμένους προσφορά από χωρικούς, την οποία απολαμβάνουν σαν τραπέζι του Πάσχα, που δεν έχει καμιά ανάσταση γι αυτούς.
«Λάβετε φάγετε!»
Τα μυρίζαμε κι ανάδιναν σπιτίσια άχνη, μύριζαν ζεστό κατώι.
Ευωδιάζανε λαό.
Τα τρώγαμε αργά, ευλαβικά, τα απολαμβάναμε μικρές μπουκίτσες, ψωμάκι ζυμωτό, ελίτσες, γλυκά, ζαχαρωμένα σύκα. Μας μετάγγιζαν σπιτικιά θαλπωρή, νιώθαμε σίγουρα και ζεστά, σαν το παιδί στην κοιλιά που ρουφάει από το λώρο της μάνας, πιανόμασταν πάλι από τη ζώνη του λαού.
Πως μας πέρασε η ιδέα, πως όντας μακριά του, απομονωμένοι ή αποτραβηγμένοι στην ερημιά, θα τον βοηθούσαμε να ξελευτερωθεί;»
Μέσα από αφάνταστες περιπέτειες κακουχίες, κρύα, την εφιαλτική πείνα, δίψα, πορείες, κυνηγητά, μάχες, χιόνια, βροχές, κρυψώνες στο τέλος διαλύονται.
"...Πληθύναμε και το ζήτημα της τροφοδοσίας έγινε πιο οξύ. Πήγε αποστολή, έφερε ένα βόδι. Μου ‘πεσε μερίδα για δυό μέρες ένα μάτι. Το έβρασα λίγο μέσα στο κονσερβοκούτι και το έφαγα μεμιάς ωμό κι άψητο».
Για τις ιδέες τους και μόνον. Καταδικασμένοι εξ υπαρχής, εν τούτοις παίρνουν τα όπλα (κάτι σαν μαραμένα πράσα μπροστά στη δύναμη του αντιπάλου).
Συγκινητική άχρι δακρύων αφήγηση.
«...Εθελοντές αφάνταστης κακουχίας, χωρίς την εγκαρδίωση μιας έστω και μικρής νίκης σε μάχη με τον εχθρό, περνούσαμε τη δοκιμασία αυτή παλεύοντας τον κατατρεγμό και κρατώντας στα βάθη του είναι μας αναμμένη τη φλογίτσα, που τόσες κακοκαιρίες πάσχιζαν να τη σβήσουν...»
Μου θυμίζουν, τηρουμένων των αναλογιών (μεγάλων) τους υποψηφίους των μικρόσωμων κομμάτων σήμερα που μη ελπίζοντες τίποτα (αυτοί, όχι τα κόμματά τους) στρατεύονται στον εκλογικό αγώνα, εθελοντές ρομαντικοί στους πολιτικούς τους χώρους που γυροφέρνουν την μονάδα προτίμησης, γνωρίζοντας πως θα είναι οι εντελώς ηττημένοι. Από πάνω τους θα περάσουν οι οδοστρωτήρες κάθε εκλογικού καιρού και συγκυρίας γεμάτοι έπαρση κι αλαζονεία. Εν τούτοις επιμένουν και υπομένουν τις όποιες κακουχίες (όχι βέβαια σαν των ανταρτών του βιβλίου) της επιλογής τους. Τους αξίζει μια προσοχή από τη μικρή καθημερινή μας ιστορία κι όχι απαραίτητα ο έπαινος του Δήμου και των σοφιστών αφού η συντριπτική, δικομματική συνήθως, πλειοψηφία άγεται και φέρεται αγεληδόν.
Στο τέλος στο σπαρακτικό σε λιτότητα βιβλίο γίνεται μια διανομή τροφής στους κατατρεγμένους προσφορά από χωρικούς, την οποία απολαμβάνουν σαν τραπέζι του Πάσχα, που δεν έχει καμιά ανάσταση γι αυτούς.
«Λάβετε φάγετε!»
Τα μυρίζαμε κι ανάδιναν σπιτίσια άχνη, μύριζαν ζεστό κατώι.
Ευωδιάζανε λαό.
Τα τρώγαμε αργά, ευλαβικά, τα απολαμβάναμε μικρές μπουκίτσες, ψωμάκι ζυμωτό, ελίτσες, γλυκά, ζαχαρωμένα σύκα. Μας μετάγγιζαν σπιτικιά θαλπωρή, νιώθαμε σίγουρα και ζεστά, σαν το παιδί στην κοιλιά που ρουφάει από το λώρο της μάνας, πιανόμασταν πάλι από τη ζώνη του λαού.
Πως μας πέρασε η ιδέα, πως όντας μακριά του, απομονωμένοι ή αποτραβηγμένοι στην ερημιά, θα τον βοηθούσαμε να ξελευτερωθεί;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου